H θεωρητική εργασία των Ελλήνων μαρξιστών και ειδικότερα η φιλοσοφική τους συγγραφική δραστηριότητα δεν υπήρξε ευκαταφρόνητη, κάποτε μάλιστα κατόρθωσε να υπερβεί τα τοπικά της όρια και να προσφέρει ερεθίσματα παγκόσμιας εμβέλειας, χωρίς βέβαια να παραβλέψει τα προβλήματα που έθετε η ελληνική κοινωνία και η πλούσια πολιτιστική της παράδοση. Στη μεταπολεμική περίοδο ως τη Μεταπολίτευση επιβάλλονται τρεις γενιές μαρξιστών που στην πλειοψηφία τους σταδιοδρόμησαν σε ελληνικά ή ξένα πανεπιστήμια (πριν ή μετά την ένταξή τους στο κομμουνιστικό κίνημα): η πρώτη επαναδιατυπώνει τις φιλοσοφικές της αντιλήψεις ή ελέγχει την τελική τους μορφή στο έδαφος της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας· η δεύτερη αποδεσμεύεται οριστικά από το πεδίο των προπολεμικών ψυχολογικών της διερευνήσεων και επιχειρεί να παρέμβει στην κοινωνική και πολιτιστική επικαιρότητα· η τρίτη προβαίνει σε συστηματικές αναλύσεις θεμάτων φιλοσοφίας της φύσης, του κράτους και της ιστορίας. Συχνά είναι ευδιάκριτες οι οφειλές και η επίγνωση της συνέχειας, ιδίως σε ορισμένες θεωρητικές προκείμενες της εργασίας τους, μολονότι διαφαίνονται ευχερώς και τα πειστήρια της ασυνέχειας, τόσο στην επιλογή των θεμάτων όσο και στην ιδιαίτερη μεθοδολογική σκευή με την οποία τα προσπελάζουν.


H τρίτη μεταπολεμική γενιά των μαρξιστών που κινούνται στους κόλπους της κομμουνιστικής Αριστεράς πραγματεύεται επίσης επιμέρους προβλήματα, αποφεύγει τις πανοραμικές συνθέσεις και βασανίζει την πρωτοτυπία της στην ανάδειξη των γνωρισμάτων του μερικού, χωρίς ωστόσο να αποσιωπά τη συνάφειά του με τη σύνθετη πορεία της φύσης και της ιστορίας. Συχνά σπουδάζει και σταδιοδρομεί σε ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια, ενώ ήδη έχουν περιορισθεί τα «μέτρα ασφαλείας» της κρατικής εξουσίας για την παρεμπόδιση της διείσδυσης και της αφομοίωσης των μαρξιστικών ιδεών, με την ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος και την άνοδο στην κυβέρνηση κεντρογενών πολιτικών δυνάμεων, και συνάμα έχουν πυκνώσει οι ενδείξεις για τον πολυκεντρισμό του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και την απόψυξη του ιδεολογικού του κώδικα.


Ο Ευτύχης Μπιτσάκης ως Κώστας Πολίτης, με αφετηρία τα Μαθήματα Ατομικής και Πυρηνικής Φυσικής του Παπαπέτρου και τη Φιλοσοφία της νεώτερης Φυσικής του Κιτσίκη, που άνοιγαν τον δρόμο προς τη διαλεκτική προσέγγιση της κβαντομηχανικής, ωθείται στην αναζήτηση των απαρχών της «διαλεκτικής της φύσης». H ογκώδης σύνθεση Φυσική και Φιλοσοφία (1965), καρπός της πολυετούς του τριβής με τη φιλοσοφική αποτίμηση των δεδομένων της νεότερης φυσικής (ορισμένα τμήματα του βιβλίου είχαν δημοσιευθεί σε πρώτη μορφή στην Αυγή και στα περιοδικά Καινούρια Εποχή και Σύγχρονα Θέματα), αποσκοπεί στην «υλιστική» διερεύνηση των θεωριών της σχετικότητας και των quanta και επομένως στην αναίρεση των ιδεαλιστικών τους ερμηνειών, εμμένοντας στην οντολογική διάσταση των επιμέρους προβλημάτων.


Με τους επάλληλους κύκλους σπουδών του ο Μπιτσάκης εμπλουτίζει εμφανώς τις θεωρητικές του αντιλήψεις, μεταβαίνοντας από την ειδική έρευνα προς τη φιλοσοφική γενίκευση και εντασσόμενος μέσω του Vigier και του Bohm στη «ρεαλιστική» παράδοση των Einstein, De Broglie και Langevin. Με την ίδια σαφήνεια στην απόδοση των νοημάτων συνθέτει την πρώτη διδακτορική του διατριβή, στην οποία η συγχρονισμένη ανάπλαση των «οντολογικών» διερευνήσεων συμπληρώνεται με τις αντίστοιχες «γνωσιολογικές». Στη γαλλική επιστημονική κοινότητα, που εμπνέεται από τον μαρξισμό και συντάσσεται – άμεσα ή έμμεσα – με την πολιτική του KK Γαλλίας, δεν είχε μειωθεί η ακτινοβολία του Λένιν, και ήδη ο Garaudy, στη «B´ εβδομάδα σύγχρονης σκέψης», είχε υπογραμμίσει την ανάγκη να επαναληφθεί ό,τι αυτός επιτέλεσε με τον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό για τη φυσική του καιρού του. Ηταν επόμενο η διατριβή αυτή και οι προδημοσιεύσεις της στην pensèe να συμβάλουν στην ανανέωση των συζητήσεων για την έγκυρη θεμελίωση της «διαλεκτικής της φύσης».


Πρόσφατα ο Μπιτσάκης δημοσίευσε (εκδόσεις «Αγρα») το βιβλίο: Δρόμοι της διαλεκτικής με κείμενα της τελευταίας δεκαπενταετίας που «αναμορφώθηκαν» για να αποτελέσουν ένα «ενιαίο όλον». H θεωρητική τους αφετηρία συνάδει προς το σύνολο της συγγραφικής του δημιουργίας: η «διαλεκτική αντίληψη της φύσης και της κοινωνίας αναπτύσσεται ή πρέπει να αναπτύσσεται αξιοποιώντας το γίγνεσθαι των επιστημών και το σύνολο της κοινωνικής πρακτικής». Και με στόχο να επιχειρήσει την εξήγηση της «πρακτικής αποτυχίας» του μαρξισμού, μέσα από την ανάκτηση του «επιστημονικού κεκτημένου» του, δηλαδή να αναπτυχθεί η οικεία θεωρία «σε αντιστοιχία με τους πλανητικούς κινδύνους και τις πρωτοφανείς θετικές δυνατότητες» της εποχής μας. Απ’ αυτή την άποψη το «φάντασμα του μαρξισμού δεν έπαψε να πλανάται ως απειλή και ως ελπίδα πάνω από τις σημερινές κοινωνίες»…


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.