Για να εξηγήσουμε το πρόσφατο ναυάγιο του λεγόμενου Ευρωσυντάγματος, θα πρέπει να θέσουμε το ζήτημα στο πλαίσιο της διαμάχης μεταξύ των οπαδών του «ατλαντισμού» και αυτών του αντι-ατλαντισμού ή, για συντομία, του «ευρωπαϊσμού». Οπως είναι γνωστό, οι τελευταίοι υποστηρίζουν πως η Ευρώπη θα πρέπει να προχωρήσει από την τελωνειακή και νομισματική στην πολιτική ένωση – αυτονομούμενη ως έναν βαθμό από την αμερικανική ηγεμονία. Οι «ατλαντιστές» από την άλλη μεριά (κυρίως Βρετανία, σκανδιναβικές χώρες) θέλουν να παραμείνει η Γηραιά Ηπειρος να παραμείνει μια μεγάλη αγορά σε ένα γεωπολιτικό πλαίσιο όπου οι διάφορες ευρωπαϊκές χώρες θα διαμορφώνουν τη δική τους εξωτερική πολιτική, μέσα στα όρια βεβαίως που θα καθορίζει η «προστάτιδα» αμερικανική υπερδύναμη. Αυτού του είδους η επιλογή για τους ευρωπαϊστές σημαίνει τη δορυφοροποίηση των ευρωπαϊκών κρατών-εθνών – ενώ για τους ατλαντιστές η μη πολιτική ενοποίηση δεν αποκλείει την ισότιμη συνεργασία -, αφού υπάρχει σύγκλιση, αν όχι ταύτιση, συμφερόντων μεταξύ όλων των χωρών του φιλελεύθερου, ανεπτυγμένου κόσμου.


Κοιτώντας την εξέλιξη της διαμάχης ατλαντισμού και «ευρωπαϊσμού» ιστορικά, παρατηρούμε πως όχι μόνο οι ιδρυτές της Ευρωπαϊκής Ενωσης είχαν ξεκάθαρους πολιτικούς στόχους (π.χ. την αποφυγή ενδοευρωπαϊκών πολέμων, την πρόσδεση της ηττημένης τότε Γερμανίας στο ευρωπαϊκό δημοκρατικό γίγνεσθαι) αλλά και οι ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου υποστήριζαν ενεργά την ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση. Και αυτό γιατί έβλεπαν σε μια πολιτική Ευρωπαϊκή Ενωση ένα σοβαρό αντίβαρο στον σοβιετικό επεκτατισμό. H στάση αυτή των Αμερικανών αλλάζει βέβαια μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Σε αυτή τη φάση η αμερικανική υπερδύναμη αρχίζει να βλέπει την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης ως μια προσπάθεια αμφισβήτησης, υπόσκαψης της αμερικανικής ηγεμονίας.


Αν δούμε τα πράγματα από την εν λόγω σκοπιά, γίνεται προφανές πως οι αντι-ατλαντιστές, δηλαδή οι οραματιστές μιας ενωμένης Ευρώπης ικανής να διατηρήσει τις κοινωνικές κατακτήσεις της και τον πολιτικό πολιτισμό της, έκαναν δύο κολοσσιαία στρατηγικά σφάλματα.


* H πρόωρη διεύρυνση


H απόφαση ανοίγματος της EE προς ανατολάς με τη σχετικά απότομη είσοδο 10 νέων χωρών τη στιγμή που τα 15 κράτη-μέλη δεν είχαν κάνει κανένα σοβαρό βήμα προς την πολιτική ενοποίηση έγειρε κατά καθοριστικό τρόπο τη ζυγαριά προς τη μεριά των ατλαντιστών – προς μεγάλη αγαλλίαση του προέδρου Μπους και του Τόνι Μπλερ. H «νέα Ευρώπη» προτού ακόμη στεγνώσει το μελάνι της ενταξιακής υπογραφής έσπευσε να γυρίσει την πλάτη προς την «παλαιά Ευρώπη» υποστηρίζοντας ενεργά την ιμπεριαλιστική πολιτική των Αγγλοαμερικανών στο Ιράκ. Δεν έχει παρά να θυμηθεί κανείς τον ενθουσιασμό του αμερικανού υπουργού Στρατιωτικών Ντόναλντ Ράμσφελντ και τους επαίνους που απηύθυνε στις χώρες της «νέας Ευρώπης» για να αντιληφθεί το ιστορικό λάθος, το αυτογκόλ των ευρωπαϊστών.


Πράγματι με την πρόσφατη διεύρυνση το όραμα μιας Ευρώπης που θα έχει τη δική της φωνή στην παγκόσμια οικονομική, κοινωνική και γεωστρατηγική αρένα μπήκε στο περιθώριο. Επιπλέον, η παγίωση του ατλαντισμού – δηλαδή της στρατηγικής που θέλει την Ευρώπη τεράστια αγορά στη λογική της οποίας τα 25 κράτη-μέλη θα πρέπει πάση θυσία να προσαρμοσθούν, οδηγεί όχι στην οικονομία αλλά στην κοινωνία της αγοράς. Οδηγεί σε μια κατάσταση όπου και σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο η λογική της αγοράς δεν βρίσκεται σε ισορροπία αλλά συστηματικά υποσκάπτει τις λογικές και αξίες όλων των άλλων θεσμικών χώρων: τη λογική της ουσιαστικής δημοκρατίας στον πολιτικό χώρο, τη λογική της συνοχής/αλληλεγγύης στον κοινωνικό και τη λογική της πολιτισμικής αυτονομίας/ιδιαιτερότητας στον χώρο της κουλτούρας.


* H εσπευσμένη συνθήκη


Αν η διεύρυνση πριν από την εμβάθυνση ήταν το πρώτο αυτογκόλ των ευρωπαϊστών, το δεύτερο ήταν η εσπευσμένη προσπάθεια παγίωσης, επισημοποίησης της Ευρώπης των «25» μέσω μιας συνθήκης στην οποία δόθηκε βαρύτητα συνταγματικού κειμένου. Κειμένου που θα έπρεπε να επικυρωθεί είτε έμμεσα μέσω της ψήφου των εθνικών κοινοβουλίων είτε άμεσα μέσω εθνικών δημοψηφισμάτων. Αυτό σήμαινε πως αναφορικά με τις χώρες που αποφασίζουν, για οποιονδήποτε λόγο, να θέσουν το θέμα του Συντάγματος σε δημοψήφισμα, το «Ναι» ή το «Οχι» θα είχε να κάνει λιγότερο με το ουσιαστικό πρόβλημα της πολιτικής ενοποίησης και αυτονόμησης και περισσότερο με τις διάφορες τρέχουσες δυσκολίες, την ευθύνη των οποίων οι εθνικές πολιτικές ελίτ επιρρίπτουν κατά συστηματικό τρόπο στη «γραφειοκρατία των Βρυξελλών». Ετσι το θέμα της έστω και δειλής πολιτικής ενοποίησης που το Ευρωσύνταγμα θα επέφερε, κυριολεκτικά θάφτηκε από προβληματισμούς και φόβους σχετικά με την ανεργία, την οικονομική και κοινωνική ανασφάλεια, τη μετανάστευση κτλ. Προβλήματα σοβαρά μεν, που έχουν όμως να κάνουν περισσότερο με τον νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα της παγκόσμιας διακυβέρνησης και πολύ λιγότερο με τις Βρυξέλλες. Και αυτό από την άποψη ότι, αν οι νεοφιλελεύθεροι κανόνες του παιχνιδιού δεν αλλάξουν σε παγκόσμιο επίπεδο (πράγμα που προϋποθέτει μια πολιτικά ενοποιημένη Ευρώπη), τα προβλήματα της συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας, των ανισοτήτων και της κοινωνικής περιθωριοποίησης θα εντείνονται ανεξάρτητα από το αν μια χώρα βρίσκεται εντός ή εκτός της EE.


Το ερώτημα που τίθεται βέβαια είναι αν υπήρχε εναλλακτική λύση που θα άμβλυνε, για τους ευρωπαϊστές, τις σοβαρές επιπτώσεις του πρώτου σφάλματος. Νομίζω ότι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι καταφατική. H πιο ευνοϊκή για τους ευρωπαϊστές εναλλακτική στρατηγική θα ήταν η αποφυγή της «συνταγματοποίησης» και των σχετικών δημοψηφισμάτων μέσω μιας νέας συνθήκης τύπου Νίκαιας – σε συνδυασμό με μια προσπάθεια δημιουργίας ενός πυρήνα χωρών που θα έχουν τη βούληση να προχωρήσουν προς την πολιτική ενοποίηση. Με άλλα λόγια, η εναλλακτική λύση μετά το φιάσκο της διεύρυνσης θα ήταν η δημιουργία, χωρίς συνταγματικές τυμπανοκρουσίες, εντός της ενιαίας αγοράς των «25» ενός πολιτικού σχηματισμού που θα είχε μια ενιαία στρατηγική και θα αποτελούσε σοβαρό παίκτη στην παγκόσμια αρένα. Αυτού του είδους η στρατηγική, με τη βοήθεια της οποίας αυτοί που θέλουν να προχωρήσουν πέραν της «Ευρώπης-Αγοράς» θα μπορούσαν να το κάνουν ξεπερνώντας τα αγγλοσαξονικού τύπου σαμποτάζ, είναι σήμερα πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί. Μολονότι σημαντική μερίδα αυτών που ψήφισαν «Οχι» στο γαλλικό δημοψήφισμα είναι υπέρ της πολιτικής ενοποίησης, το αποτέλεσμα της απόρριψης του Ευρωσυντάγματος θα είναι μάλλον ο ενταφιασμός του οράματος της πολιτικά ενωμένης Ευρώπης, η ένταση της εθνικής περιχαράκωσης και η κυριαρχία της φαντασίωσης ότι είναι η EE και όχι η παγκόσμια νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση που ευθύνεται για την οικονομική ανασφάλεια, τις ανισότητες και τη μαζική περιθωριοποίηση.


* Ο θρίαμβος του ατλαντισμού


Ισως τίποτε δεν δείχνει πιο καθαρά τον θρίαμβο του ατλαντισμού από το πρόσφατο κείμενο του «Economist» («The triumph of the perfidious Albion», 4.6.05): «H γαλλική απόρριψη του Συντάγματος της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι με πολλούς τρόπους ο θρίαμβος της Βρετανίας. Για τουλάχιστον 50 χρόνια οι Βρετανοί είχαν δύο κύριους στόχους στην Ευρώπη. Ο πρώτος ήταν να υπονομεύσουν την τάση για ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση, και ο δεύτερος να εμποδίσουν τη γερμανογαλλική κυριαρχία της ευρωπαϊκής πολιτικής. Και οι δύο στόχοι επιτεύχθηκαν συγχρόνως… Οταν ο Τζακ Στρο, ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών, προσποιήθηκε πως λυπήθηκε για το «Οχι» των Γάλλων, μπορούσες σχεδόν να ακούσεις πίσω από την πλάτη του τους συνεργάτες του να ανοίγουν σαμπάνιες» (σελ. 34, δική μου μετάφραση).


Βέβαια, η αγγλοαμερικανική θριαμβολογία είναι και αυτή κάπως πρόωρη. Οι διαφορές μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης παραμένουν. Οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες έχουν να επιδείξουν κοινωνικές κατακτήσεις που οι λαοί τους δεν επιθυμούν να χάσουν. Εχουν επίσης έναν πολιτισμό που δεν ισοπεδώνει ούτε θυσιάζει τα πάντα στον βωμό του κέρδους και της ανταγωνιστικότητας. Εχουν, τέλος, κοινούς γεωπολιτικούς στόχους (στην Παλαιστίνη, στο Ιράκ, στα θέματα της οικολογίας, της παγκόσμιας φτώχειας κτλ.) που είναι πολύ διαφορετικοί από αυτούς της αμερικανικής υπερδύναμης. Αυτού του είδους οι διαφορές αποτελούν αντικειμενικές συνθήκες πάνω στις οποίες ένα πολιτικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα μπορεί ακόμη να χτισθεί. Μακάρι η τωρινή κρίση να αποτελεί έναυσμα όχι για τη διάλυση αλλά για την περαιτέρω ενοποίηση της Ευρώπης. Για τη στιγμή, οι οιωνοί δεν είναι καλοί. Πάντως, η διαμάχη μεταξύ ατλαντιστών και ευρωπαϊστών δεν έχει ακόμη κλείσει.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας της London School of Economics.