Πέρυσι, όταν η Ελλάδα κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Κύπελλο Ποδοσφαίρου, έγραφα σε σχετική επιφυλλίδα μου ότι ο εορτασμός της νίκης είχε αποσυνδεθεί από το ποδοσφαιρικό παιχνίδι και ότι «θα γιορτάζαμε ακόμη και αν κερδίζαμε σε έναν μέτριας ποιότητας διαγωνισμό τραγουδιού ή στο μπάντμιντον» («Το Βήμα», 15.8.2004). Δεν νικήσαμε βεβαίως στο μπάντμιντον. Νικήσαμε όμως στη Eurovision, και η νίκη αυτή απέκτησε εθνικές διαστάσεις: η ελληνική σημαία κάλυψε το σώμα της τραγουδίστριας και ανεμίστηκε από αυτοκίνητα στην Ομόνοια και στον Λευκό Πύργο, ενώ κυκλικοί χοροί σε παραδοσιακότερους ήχους επισφράγισαν τον εθνικό ενθουσιασμό σε πολλές γωνιές της ελληνικής επαρχίας. Τον τελευταίο χρόνο η Αθήνα γκρέμισε τρεις φορές τα τείχη της: για το Ευρωπαϊκό Κύπελλο Ποδοσφαίρου, για τους ολυμπιονίκες και για την Ελενα Παπαρίζου. Και τα τρία γεγονότα, παρά τις προφανείς τους διαφορές, είχαν ως κοινό στοιχείο ότι άγγιξαν ένα ευρύτατο κοινό ως μαζικό θέαμα. Δεν υπάρχει πλέον νίκη χωρίς την κάμερα, «γεγονός» που να μην οπτικοποιείται.


Δεν θα ήθελα εν τούτοις στη σημερινή επιφυλλίδα να αξιολογήσω την καλλιτεχνική και αισθητική ποιότητα του θεάματος της Eurovision, διατυπώνοντας συμπεράσματα σχετικά με τις κυρίαρχες αξίες και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Ας σταθούμε όμως στο πρώτο συνθετικό της Eurovision και ας επιχειρήσουμε να δούμε σε αυτόν τον ευρωπαϊκό θεσμό τον τρόπο που διαπλέκεται η ευρωπαϊκότητα με τις επί μέρους εθνικές ταυτότητες καθώς και πώς συνδέονται τα διάφορα έθνη-κράτη μεταξύ τους.


Ο θεσμός της Eurovision γεννιέται τη δεκαετία του 1950, μια εποχή όπου το όραμα της ευρωπαϊκότητας αρχίζει να κερδίζει έδαφος και να αποκτά συγκεκριμένη μορφή μέσα από νεότευκτους θεσμούς. Οπως και οι άλλοι ευρωπαϊκοί θεσμοί, έτσι και η Eurovision είχε δυτικό χαρακτήρα και ακολούθησε την εξέλιξη της έννοιας της ευρωπαϊκότητας το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα: από τους ψυχροπολεμικούς αποκλεισμούς των μισών χωρών της Ευρώπης σε έναν συνεχή πολλαπλασιασμό των κρατών που συμμετέχουν από τη δεκαετία του 1990. Αποτελεί ένα είδος ειρωνείας της ιστορίας ότι το 1989 στον διαγωνισμό νίκησε η ενωμένη ακόμη Γιουγκοσλαβία.


H Ελλάδα μετέχει από το 1974, ενώ υπήρχαν και χρονιές χωρίς ελληνική συμμετοχή. Στην πραγματικότητα, όπως δείχνουν και τα ποσοστά της τηλεθέασης, η «εθνική» επένδυση σε έναν διαγωνισμό που οι περισσότεροι απαξίωναν έγινε μόνο μετά τη στρατηγική επιδίωξη της νίκης. Πριν από την τρίτη θέση του Σάκη, κανένας στην Ελλάδα δεν είχε βιώσει ως εθνική ήττα τη συνήθως πολύ χαμηλή κατάταξη της χώρας μας στον διαγωνισμό.


Στο Κίεβο η Ευρώπη παρουσίασε την ποικιλία και την ομοιομορφία της, τους διχασμούς και τις οικογένειές της. H προφανέστερη παρατήρηση αφορά βεβαίως τη γλώσσα. Τα περισσότερα τραγούδια είχαν αγγλικούς στίχους, έχει όμως ενδιαφέρον να δούμε για ποιους λόγους επέλεξαν τα αγγλικά όσοι τα επέλεξαν και ποιες χώρες, αντίθετα, επέμειναν σε τραγούδια στη γλώσσα τους. H επιλογή των αγγλικών παραπέμπει προφανώς στην επιθυμία για την ευρύτερη πρόσληψη του τραγουδιού και τη νίκη στον διαγωνισμό, ενώ η εθνική γλώσσα επιβεβαιώνει την επιθυμία για προβολή της ιδιαίτερης εθνικής ταυτότητας. Είναι, για παράδειγμα, χαρακτηριστικό ότι το Ισραήλ απαιτεί, σε περίπτωση που το τραγούδι έχει αγγλικούς στίχους, να έχει οπωσδήποτε και κάποιους στίχους στα εβραϊκά. Και στην Ελλάδα κυκλοφορεί δημοσκόπηση στο Διαδίκτυο σχετικά με το αν επιθυμούμε το τραγούδι της Ελλάδας στον επόμενο διαγωνισμό να έχει στίχους στα αρχαία ελληνικά!


Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι στον διαγωνισμό αυτόν μετέχουν έθνη, θα μπορούσαμε να αποκωδικοποιήσουμε τον τρόπο που τα έθνη αυτά επιλέγουν να αυτοπαρουσιαστούν: η γλώσσα και οι στίχοι του τραγουδιού, οι μουσικές αναφορές, οι ενδυματολογικές επιλογές. Συνυπολογίζοντας όλα αυτά τα στοιχεία, ήταν, νομίζω, προφανές ότι στο Κίεβο υπήρχε μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ Δυτικής (κυρίως Βορειοδυτικής) και Ανατολικής Ευρώπης. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι βορειοδυτικές χώρες επέλεξαν την αγγλική γλώσσα και μια συνολική παρουσία που δεν συνδεόταν με κάποια ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά. H Σουηδία μάλιστα παρουσίασε τραγούδι με τίτλο «Λας Βέγκας». Αντίθετα, οι ανατολικές και νοτιοανατολικές χώρες επέμειναν περισσότερο σε εθνικές ιδιαιτερότητες, παρουσιάζοντας κατά μείζονα λόγο τραγούδια στη γλώσσα τους, ενώ η ενδυμασία ή η σκηνική παρουσία των τραγουδιστών υπενθύμιζε εθνικά στοιχεία. H συμμετοχή της Μολδαβίας, με τη γιαγιά που φορούσε την παραδοσιακή φορεσιά, αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα.


H ψηφοφορία ανέδειξε επίσης όχι μόνο πολιτικές επιλογές – όπως πολλοί σχολιαστές υπονοούσαν – αλλά και πολιτισμικές συγγένειες. H αλληλεγγύη των χωρών της πρώην Γιουγκοσλαβίας οφείλεται, μεταξύ άλλων, και σε μια κοινή κουλτούρα που είχαν αναπτύξει έχοντας κοινά σύνορα επί πενήντα χρόνια. H περίπτωση της Ελλάδας είναι επίσης χαρακτηριστική. Ο διαγωνισμός αυτός έδειξε ότι η Ελλάδα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου απέκτησε γείτονες, με ό,τι αυτό σημαίνει. H ελληνική μουσική έχει ήδη κατακτήσει τις γειτονικές χώρες και έλληνες τραγουδιστές είναι δημοφιλείς σε εκείνες τις βαλκανικές χώρες που έδωσαν στην Ελλάδα την υψηλότερη βαθμολογία. Εχει συνεπώς αναπτυχθεί ένα είδος πολιτισμικής οικειότητας, η οποία επιτρέπει τη βράβευση του γείτονα σε διαγωνισμούς τραγουδιού, κάτι που δεν συμβαίνει, όπως έχει αποδειχτεί, σε ποδοσφαιρικούς αγώνες. Τα συμφραζόμενα της «εθνικής νίκης» είναι διαφορετικά στις δύο περιπτώσεις. Παρ’ όλο που ακούστηκε και πάλι το σύνθημα του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου, είναι βέβαιο πως ο απόηχος των πανηγυρισμών θα κοπάσει αυτή τη φορά πολύ πιο γρήγορα.


H κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια της Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.