Την 1η Ιουνίου εγκαινιάζεται στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης μια μεγάλη εκδήλωση «εκθεσιακής αρχαιολογίας» του μοντέρνου κινήματος. Πρόκειται για την αναβίωση της περίφημης έκθεσης διεθνούς μοντέρνας αρχιτεκτονικής που ο Ludwig Hilberseimer επιμελήθηκε το 1927 στη Στουτγάρδη. H έκθεση αυτή αποτέλεσε το πρώτο εγχείρημα δημόσιας προβολής του «νέου οικοδομείν» που επρόκειτο να καθορίσει την παγκόσμια αρχιτεκτονική σκέψη και τη μορφή του χτιστού περιβάλλοντος στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Ποια είναι ωστόσο η έννοια του «μοντέρνου» σήμερα;


* Πολιτισμική συμμετρία


Χαρακτηριστικά μοναδικότητας παρουσιάζει ένας σχεδόν αιώνας εμπειρίας της νέας αρχιτεκτονικής που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη της δεκαετίας του 1920. Το μοντέρνο εξελίσσεται, διαφοροποιείται, απορρίπτεται και αναγεννιέται σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα σε μια αέναη, κυκλική κίνηση. Αλλάζει μορφές και εκφραστικούς τρόπους αλλά διατηρεί αναλλοίωτη την ουσία του. Εχει την ικανότητα να αναδύεται σε τόπους και πολιτισμικά περιβάλλοντα εκ πρώτης όψεως ασύμβατα με την προέλευση και την παράδοσή του. Με την έννοια αυτή το μοντέρνο αποτελεί μια έννοια όχι στατική αλλά δυναμική. Δεν αποτελεί δέσμευση αλλά ερέθισμα. Το μοντέρνο αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της ευρωπαϊκής ταυτότητας και στη συνέχεια σημείο αναφοράς για αρχιτεκτονικούς πολιτισμούς διαφορετικούς από τον ευρωπαϊκό. H ιστορία του μοντέρνου αποδεικνύει ότι τούτο έχει την ικανότητα να συνθέτει έναν πολιτισμικό τόπο, τα όρια του οποίου διαστέλλονται μέχρις ότου να συμπεριλάβουν ή να συμπορευτούν με κάθε «άλλη», ανοίκεια, διαφορετική αρχιτεκτονική εμπειρία. Το μοντέρνο γίνεται οικουμενικό. Πού οδηγεί αυτός ο χαρακτήρας της πολιτισμικής συμμετρίας; Γιατί το μοντέρνο κυριάρχησε στον 20ό αιώνα ως μια ιδιαίτερη, αναμφίβολη, αρχέτυπη αξία;


Ο Karl Marx, στο τέταρτο τμήμα της εισαγωγής του στην Επιτομή της κριτικής της πολιτικής οικονομίας (1857), αναφερόμενος στην ελληνική κλασική τέχνη σημείωνε ότι η δυσκολία δεν είναι να κατανοήσει κανείς το πώς συγκεκριμένες μορφές τέχνης συνδέονται με συγκεκριμένες μορφές πολιτισμού, αλλά το γιατί οι μορφές αυτές είναι ακόμα σε θέση να μας χορηγούν αισθητική απόλαυση. Ο γερμανός φιλόσοφος αναφερόταν φυσικά στην κυριαρχία της ελληνικής τέχνης όχι μόνο την εποχή του Διαφωτισμού αλλά σε κάθε εποχή. Ανάλογος ωστόσο προβληματισμός μπορεί να αφορά μια πολιτισμική συνθήκη που τοποθετείται γενικώς στους αντίποδες της κλασικής, τη συνθήκη του μοντέρνου των αρχών του 20ού αιώνα.


* Διεθνές στυλ


Μετά τις εκλεκτικιστικές «αντιπαραθέσεις» και «αντιστίξεις» του 19ου αιώνα, η δυτική πολιτισμική παράδοση ενοποιείται στον κορμό του μοντέρνου κινήματος μέσω των καλλιτεχνικών ιστορικών πρωτοποριών. Το κίνημα αυτό μετατρέπεται σε ένα δέντρο με πυκνές και δυνατές ρίζες που αποκτά διαστάσεις παραδείγματος και κανόνα, ενώ χαρακτηρίζεται από απέριττη εκφραστικότητα, ισορροπία, σαφήνεια, ποιότητα, μέτρο, εγκυρότητα αλλά και από μεταβλητότητα και ευελιξία. Πρόκειται για αξίες που μας παραπέμπουν σε μιαν άλλη πολιτισμική κατηγορία: το μοντέρνο κατακτά τη διαχρονική οντότητα του κλασικού.


Στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας κατανόησης του «κλασικού», ο Wladislaw Tatarkiewicz («Les quatre significations du mot «classique»», Revue internationale de philosophie, ΧΙΙ, 1958) έχει διακρίνει τέσσερις έννοιες του όρου:


A. Αξιολογική: το κλασικό είναι «πρώτης τάξης» [λατ. ««Classis/Classicum»], είναι τέλειο, είναι πρότυπο.


B. Χρονολογική: το κλασικό είναι συνώνυμο του ελληνορωμαϊκού.


Γ. Στυλιστική: το κλασικό είναι εκφραστικό παράδειγμα.


Δ. Αισθητική: το κλασικό χαρακτηρίζει δημιουργούς που διακρίνονται για αρμονία, μέτρο, ισορροπία.


Τα χαρακτηριστικά αυτά, κατ’ αναλογίαν, είναι σε θέση να προσδιορίσουν την έννοια του μοντέρνου ως προτύπου, ως συνώνυμου της νεωτερικότητας της δεκαετίας του 1920, ως εκφραστικού παραδείγματος και ως αρμονικού και ισόρροπου επιτεύγματος. Παράλληλα το μοντέρνο, όπως το κλασικό, προσδιορίζεται κατά περιόδους ή σχεδιαστικές εμπειρίες: το πρωτομοντέρνο, το πρώιμο μοντέρνο, το μοντέρνο, το διεθνές μοντέρνο (ή διεθνές στυλ), το εκλεκτικιστικό μοντέρνο, το υστερομοντέρνο, το νεομοντέρνο κλπ. Στη διαχρονική περιπέτεια κορύφωσης, παρακμής και ανανέωσης του περιεχομένου της ελληνικής τέχνης (Κλασικό – Αναγέννηση – Νεοκλασικισμός), το μοντέρνο αποτελεί τη φυσιολογική ολοκλήρωση αυτής της εξέλιξης για έναν επιπλέον λόγο: τον διεθνιστικό χαρακτήρα του, ανάλογο με τον διεθνισμό του κλασικού και των νεότερων επαναθεωρήσεών του. Τόσο το κλασικό όσο και το μοντέρνο αποτελούν εκφράσεις ενός «πολιτισμικού διεθνισμού» (Διεθνούς Στυλ) που άλλοτε επικράτησε με χαρακτηριστικά αυθεντικότητας, άλλοτε πέτυχε την αρμονική συμβίωση με πολιτισμούς διαφορετικούς από αυτόν.


Το κλασικό στην εποχή της νεωτερικότητας αποτέλεσε ένα είδος «tabula rasa», λευκής σελίδας του μοντέρνου, αναντικατάστατη βάση εκκίνησης. Πώς συνέβη αυτό; Το μοντέρνο, η νέα λατρεία του απέριττου και του στοιχειώδους, είχε ανάγκη από πρότυπα και προηγούμενα σημεία αναφοράς. Τα πρότυπα αυτά αναζητήθηκαν, ακριβώς, στην κλασική αρχαιότητα. Αναζητήθηκε ένα μοντέλο έγκυρο και επιβλητικό, που να αποτελεί επιτομή τεκτονικής και πλαστικής τελειότητας. Το μοντέλο αυτό επισημάνθηκε στην «καθαρή» έκφραση του δωρικού ρυθμού, του μέγιστου επιτεύγματος από την άποψη της δομής και της φόρμας. Απτό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης αποτελεί η μελέτη διαγωνισμού του Adolf Loos για το κτίριο της «Chicago Tribune», το 1922. Ο δωρικός ρυθμός εδώ δεν υιοθετείται ως διακόσμηση αλλά ως έκφραση της απόλυτης μορφής, έκφραση κατά συνέπεια εξαιρετικά προσφιλής και αποδεκτή από την κουλτούρα του μοντέρνου. H δωρική μορφή μεγεθύνεται μάλιστα εδώ στον μέγιστο βαθμό, αντλώντας από τη νέα τεχνολογική και πλαστική ιδιοσυγκρασία του υψηλού κτιρίου.


Οι συσχετισμοί ωστόσο είναι πολυάριθμοι: ο Peter Behrens αντλεί από τις σελίδες του αυστριακού ιστορικού της τέχνης Alois Riegl πολλά από τα στοιχεία του αρχιτεκτονικού του λεξιλογίου. Ο Auguste Perret γίνεται ο θεμελιωτής του «δομικού κλασικισμού», μιας ρασιοναλιστικής δηλαδή ανάγνωσης του δωρικού ρυθμού βασισμένης στα νέα υλικά και τη νέα κατασκευαστική τεχνολογία. Ο Le Corbusier, με τη σειρά του, στο πλαίσιο της αποτίμησης της κλασικής τέχνης και ιδιαιτέρως του Παρθενώνα, αναγνωρίζει στον δωρικό ρυθμό τον χαρακτήρα μιας ανώτερης καθαρότητας, στοιχειώδους και διαχρονικής: «Ο άνθρωπος μιλάει «δωρικά» όταν (…) φθάνει στην ανώτερη επικράτεια του πνεύματος: την αυστηρότητα (…)Το δωρικό (…) είναι μια καθαρή δημιουργία του πνεύματος», ενώ οι δωρικοί ναοί μεταδίδουν «την εντύπωση του ακονισμένου και εξευγενισμένου ατσαλιού, μια μηχανική των πλαστικών μορφών υλοποιημένη με το μάρμαρο, με την ίδια αυστηρότητα την οποία εμείς μάθαμε να εφαρμόζουμε στις μηχανές» (Vers une architecture, 1923). Στο εσωτερικό του «κλασικού» έγινε δυνατή η επισήμανση μιας ειδικής έκφρασής του (του δωρικού ρυθμού), ο προσδιορισμός δηλαδή της συνήχησης με το μοντέρνο στο όνομα μιας «μηχανικής» αυστηρότητας των μορφών. Το δωρικό κατέληξε να αποτελεί σημείο αναφοράς για τη νεωτερικότητα, αρχετυπικό παράδειγμα της απόλυτης μορφής.


* Ερμηνεία του μέλλοντος


Σύμφωνα με διαδεδομένες πεποιθήσεις του τέλους του 18ου αιώνα και των αρχών του επόμενου (Wilhelm von Humboldt, 1793· Friedrich Schiller, 1795· Friedrich Richter, 1804· Jeremy Bentham, 1816 αλλά και ο ίδιος ο Marx), το κλασικό αποτελεί πολιτισμικά τη νεανική ηλικία της ανθρωπότητας και κατέκτησε την κορυφή του πολιτισμού χάρη στην απλότητα και την εκφραστική πληρότητα (Friedrich Hegel, Αισθητική, 1835-1838). Πρόκειται για μια αξιολογική αποτίμηση που αντίστοιχα μπορεί να διακρίνει το μοντέρνο, αντιπροσωπευτική έκφραση της νεανικής ηλικίας της σύγχρονης μεταβιομηχανικής συνθήκης.


Αν θεωρήσουμε ότι το κλασικό δεν είναι μια κατηγορία αμετάβλητη, έξω από τον χρόνο, το μοντέρνο είναι κλασικό γιατί το αντιμετωπίζουμε όχι ως μια πεπερασμένη, νεκρή κληρονομιά αλλά ως κάτι που καθημερινά μας αιφνιδιάζει και μας κατακτά. Το μοντέρνο είναι κλασικό γιατί είναι δυναμικό και επιχειρησιακό: υποβάλλει, στη διαδικασία ενός ενεργού μηχανισμού νοσταλγίας ή επαναπρόσληψης, άλλοτε την επιστροφή στη «νεωτερική ορθοδοξία», άλλοτε την υπέρβασή της. Το μοντέρνο είναι κλασικό γιατί καταρρίπτεται και αναγεννιέται, αποτελεί δηλαδή μια αντιπροσωπευτική «ρυθμική μορφή» της ιστορίας του πολιτισμού, κατ’ αρχήν της ευρωπαϊκής. Το μοντέρνο είναι κλασικό γιατί στο εσωτερικό τόσο της κλασικής όσο και της μοντέρνας εμπειρίας μπορούν να εκδηλωθούν τάσεις αντικλασικές ή αντιμοντέρνες στο πλαίσιο του οικουμενικού χαρακτήρα αυτών των κατηγοριών. Το μοντέρνο δεν είναι «αντικλασικό» αλλά «ετεροκλασικό». Αποτελεί έκφραση της δυναμικής έννοιας του κλασικού στην εποχή της νεωτερικότητας. Το μοντέρνο τελικά, όπως και το κλασικό, δεν αποτελεί ερμηνεία μόνο του παρελθόντος αλλά και του μέλλοντος.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και επισκέπτης καθηγητής στη Scuola Normale Superiore της Πίζας.