Ο τρόπος κατανόησης της πραγματικότητας και ειδικότερα της θέσης του ανθρώπου σ’ αυτήν υπονοείται και στον τρόπο συγκρότησης της Ιατρικής ως επιστήμης. Για παράδειγμα, ας στραφούμε στη συνεκτική και ριζοσπαστική ανθρωπολογία που συνοψίζεται στην πασίγνωστη – αλλά δυσερμήνευτη – φράση του Πρωταγόρα από το έργο του Αλήθεια ή Καταβάλλοντες:


«πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ έστιν».


Μέσα από το τρίπτυχο: «άνθρωπος», «χρήματα», «μέτρον» θεμελιώνεται μια συγκεκριμένη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο ως κοινωνική ύπαρξη και τον κόσμο του. Παραφράζοντας τον Marx, στη σχέση αυτή δεν παράγεται μόνον ένα αντικείμενο («χρήμα») για το υποκείμενο, αλλά πρώτιστα ένα υποκείμενο για την υποστάτωση του αντικειμενικού κόσμου. H δυνατότητα κριτικής, σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι προφανής.


Επιπλέον, η Σοφιστική με τον ανθρωπολογικό ιστό που συνέχει τις επιμέρους αναλύσεις – διερεύνηση της καταγωγής και της λειτουργίας του θρησκευτικού φαινομένου, της δυναμικής που διαθέτει η εκπαίδευση ως πολιτική αγωγή, της γλώσσας ως «ψυχοκοινωνιολογίας» του λόγου και του θεσμού της πολιτικής εξουσίας – υποτυπώνει μια αρκετά ευκρινή «κριτική των ιδεολογιών». Τούτο πάντως τελείται στον ιστορικό ορίζοντα της εποχής της, όπως μάλιστα προσπάθησε να τον υπερβεί προς το τέλος της ο Αλκιδάμας: «Ελευθέρους αφήκε πάντας θεός ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκεν».


Οι αντιλήψεις αυτές, που οξυγονώθηκαν και εκλαϊκεύθηκαν στον περίβολο της αθηναϊκής δημοκρατίας, είχαν διαχυθεί στα περισσότερα κέντρα της ελληνικής πνευματικής παρουσίας, όπως ιδίως τα στελέχωναν οι επίγονοι της σωκρατικής φιλοσοφικής παράδοσης. Για παράδειγμα, στην τροχιά των Κυρηναϊκών κινείται ο Θεόδωρος που συνεχίζει το γνωσιολογικό σχετικισμό του Πρωταγόρα και αναθέτει στον «σοφό» την απομύθευση της «κενής δόξης» των δεισιδαιμονιών (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι II, 9, 91). Το «πνεύμα της υποψίας» ακτινοβολεί και στην Κω, τόσο κατά την περίοδο των συγκρούσεων Αθηναίων και Σπαρτιατών για την ηγεμονία στην περιοχή του Αιγαίου όσο ιδίως μετά τον «μετοικισμόν» που απλώς αναζωογόνησε την πόλη της Κω, κατά το 366 π.X. Ως προς την πνευματική σκευή, που θα εξασφάλιζε αυτήν την εξακτίνωση και με όρους μάλιστα ισοτιμίας, θα μπορούσαν να συνεκτιμηθούν τα εξής:


α) η «ευπορία των αγαθών» (Διόδωρος Σικελιώτης V 81, 2), που οφείλεται τόσο στο φυσικό πλούτο όσο και στην κοινωνική και πολιτική διάρθρωση, κατέτασσε την Κω στα νησιά των «μακάρων»·


β) η ύπαρξη ενός σφριγηλού αστικού περιβάλλοντος, σύμφωνα πάλι με την υπόμνηση του Διόδωρου, είχε συναρτηθεί με τη δραστηριότητα του «αξιολόγου λιμένος» και του «πλήθους» που είχε συναθροισθεί εντός των «πολυτελών τειχών»·


γ) η πολυσχιδής άνθηση της καλλιτεχνικής ζωής (Γλυπτική, Ζωγραφική, Ποίηση κλπ.) στοιχούσε αβίαστα προς τη δημόσια και την ιδιωτική ευπραγία·


δ) η εδραίωση της τοπικής Ιατρικής Σχολής και η συγκρότηση του ιπποκρατικού Corpus συμβάλλει στην ταύτιση γιατρού και φιλοσόφου και στην αξιωματική παραδοχή ότι «φύσις νούσων ιητρός».


Στο Corpus αυτό κεντρική θέση κατέχουν οι Αφορισμοί που υπήρξαν το «εγκόλπιο» των γιατρών ως τα τέλη του 18ου αιώνα. Αν μεταφερθούμε από τους Αραβες της Ισπανίας, κατά την όψιμη μεσαιωνική περίοδο, στις υπόλοιπες χώρες της Δύσης θα επιμείνουμε στην πρώτη λατινική μετάφραση των έργων του Γαληνού από τον Burgundio da Pisa (1110-1193). Πρόκειται για το νήμα που οδηγεί, μέσω του Niccolo da Regio, στον αναγεννησιακό κύκλο του «new Galenism» του Πανεπιστημίου της Μπολόνιας. Σ’ αυτή μάλιστα τη διεργασία οι Αφορισμοί αποτελούν κείμενο προσανατολισμού, με γνώμονα την αρχή: «medicus qui sit philosophus». Τι εννοούσαν οι κάτοχοι της Λατινικής με τον πρώτο αφορισμό: «Vita brevis ars vero longa»; Από το αρχαίο κείμενο διαθέτουμε μια ακόμη μετάφραση (εκδόσεις «Στιγμή», 2004, με τη γνώριμη τυπογραφική επιμέλεια του Αιμίλιου Καλιακάτσου) που έφερε σε επιτυχία γιατρός, ο Πάνος Αποστολίδης, με σειρά ήδη δημοσιευμάτων για την αρχαία ελληνική ιατρική και το ιπποκρατικό Corpus. Ετσι η θεωρητική προκείμενη των Αφορισμών: «Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρή, ο δε καιρός οξύς, η δε πείρα πείρα σφαλερή, η δε κρίσις χαλεπή. Δει ου μόνον εωυτόν παρέχειν τα δέοντα ποιεύντα, αλλά και τον νοσέοντα, και τους παρεόντας, και τα έξωθεν» αποδίδεται ως εξής στη Νεοελληνική: «H ζωή είναι σύντομη, η δε ιατρική μακρόχρονη, η ευκαιρία φευγαλέα και η πείρα απατηλή, η ορθή κρίση των πραγμάτων είναι δύσκολη. Ο ιατρός λοιπόν πρέπει όχι μόνο να παρέχει από μόνος του τα δέοντα στον άρρωστο, αλλά και να έχει τη βοήθεια του αρρώστου και των οικείων του και να υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες [για την εκτέλεση του έργου του]. Ισχύει τάχα ο ακροτελεύτιος αφορισμός; Δηλαδή «Οκόσα φάρμακα ουκ ιήται, σίδηρος ιήται· όσα σίδηρος ουκ ιήται, πυρ ιήται· όσα δε πυρ ουκ ιήται, ταύτα χρη νομίζειν ανίατα» και σε μετάφραση: «Οσα νοσήματα δεν θεραπεύονται με τα φάρμακα, θεραπεύονται με τις εγχειρήσεις· όσα δεν θεραπεύονται με τις εγχειρήσεις, θεραπεύονται με τις καυτηριάσεις· όσα, τέλος, δεν θεραπεύονται με τις καυτηριάσεις, πρέπει αναγκαστικά να θεωρούνται ανίατα». Πάντως ο Π. Αποστολίδης αναμένεται να δημοσιεύσει σύντομα το βιβλίο: Ο Ιπποκράτης στην ιατρική της εποχής μας…


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.