Πέρα από τον ανεξακρίβωτο τρόπο και χρόνο που έγινε η γνωριμία και η περαιτέρω σύσφιγξη των σχέσεων μεταξύ των ποιητών Καβάφη και Μαλακάση, η εκτίμηση ωστόσο που έτρεφαν ο ένας για τον άλλον επιβεβαιώνεται από παράλληλα και αλληλοσυμπληρούμενα στοιχεία και ενδείξεις. Τέτοια στοιχεία, από την πλευρά του Καβάφη, είναι οι δύο σωζόμενες επιστολές του στον Μαλακάση (1929 και 1932) καθώς και η επιστολή της, οιονεί, γραμματέως αυτού Ρίκας Σεγκοπούλου, και, από την πλευρά του Μαλακάση, τα ποιήματα που εκείνος έχει αφιερώσει στον Αλεξανδρινό και επίσης και τα κατά καιρούς κριτικά σχόλιά του.


Ετσι, εκτός από την επιστολή της 6.10.1929, στην οποία αναφερθήκαμε σε προηγούμενο δημοσίευμά μας στο «Βήμα» (27.2.2005), ενδεικτική είναι και η ανέκδοτη επιστολή (30.1.1930) της Ρίκας Σεγκοπούλου, η οποία ύστερα από συνάντηση που είχε με τον Μαλακάση στην Αθήνα γράφει σχετικά:


«Αγαπητέ Maitre,


Με πολλή ευχαρίστηση θυμούμαστε τις εξαιρετικές στιγμές που περάσαμε μαζί. H πολύτιμη συντροφιά σας κ’ η ευγενική σας περιποίηση είναι πράγματα που δεν ξεχνιούνται. Στις εδώ παρέες θεωρούμαστε ευτυχισμένοι που μπορούμε να μιλούμε για σας, το έργο σας. Ο Καβάφης διαρκώς σας αναφέρει· σας αγαπά τόσο πολύ.


Με πολλές ευχαριστίες κ’ όλο μας το θαυμασμό.


Ρίκα Σεγκοπούλου».


Στο μεταξύ, έχει προηγηθεί το ποίημα του Μαλακάση «Αναπολώντας Καβάφη και ρεμβάζοντας», για το οποίο ο Καβάφης, σε επιστολή του της 18.10.1932 κι ενώ είχε βγει από το εδώ νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός», όπου λόγω καρκίνου του λάρυγγα είχε υποστεί εγχείρηση, γράφει στον Μαλακάση:


«Αγαπητέ Διδάσκαλε,


Σ’ ευχαριστώ θερμώς για τους ωραίους στίχους που έγραψες για μένα. Με είναι και τιμή μεγάλη, και μεγάλη χαρά. Πολύ λυπήθηκα που αρρώστησες. Ευτυχώς ο κ. Τερβιζάς με λέγει ότι είσαι καλλίτερα. Περάσαμε ευχάριστα χθες στην Ενωσι. Αλλά η έλλειψίς σου ήταν πολύ αισθητή εις όλους μας. Πώς χαίρομαι που σ’ εγνώρισα! Πριν είχα ένα δεσμό μαζί σου μόνο: τον θαυμασμό για την έξοχη ποίησή σου. Τώρα υπάρχει και δεύτερος: η φιλία για την πολύ συμπαθητική προσωπικότητά σου.


Αναχωρώ την προσεχή Κυριακή για την Αλεξάνδρεια. Σε αποχαιρετώ, και μένω, αγαπητέ διδάσκαλε,


Ο φίλος σου


K. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ».


Το ποίημα του Μαλακάση για το οποίο γίνεται λόγος εδώ εμπεριέχεται τώρα στην ποιητική συλλογή Το Ερωτικό (1939). Ο Μαλακάσης έγραψε επίσης και ένα άλλο σχετικό ποίημα «Οι Βάρβαροι του Καβάφη» (1929), το οποίο ο ίδιος δεν το συμπεριέλαβε σε καμιά ποιητική συλλογή.


Τα ποιήματα αυτά δεν περιορίζονται σε μια απλή ποιητική έκφραση θαυμασμού για τον Αλεξανδρινό. Απηχούν ένα κριτικό πνεύμα και τη συνείδηση μιας σε βάθος ερμηνευτικής προσέγγισης. Το ποίημα «Αναπολώντας Καβάφη και ρεμβάζοντας» αποδίδει διαγραμματικά, αλλά με πυκνότητα, βασικά στοιχεία της καβαφικής μυθολογίας, με θεματικές αναφορές που παραπέμπουν στην ιστορικότητα (ιστορικά και μυθολογικά ονόματα, ακμή/παρακμή, θεία δίκη) και σε υπαρξιακά μοτίβα που υπαινίσσονται τα γνωστά καβαφικά ποιήματα «Τείχη» και «Κεριά». Ενώ οι δύο πρώτες στροφές αναφέρονται στο καβαφικό έργο συλλήβδην, η τρίτη και τελευταία, διατυπωμένη σε δεύτερο πρόσωπο, απευθύνεται στον άνθρωπο Καβάφη και τη χαρακτηριστική μοναξιά του, για να κλιμακωθεί τελικά σε εγκώμιο της ποιητικής του τέχνης, μέσα από τη μετωνυμική αναφορά στον κοινό τόπο των Μουσών:


«Κι οι σιγασμοί και τα κεριά και η προσευχή, κι ο τοίχος,


Που εξώκοσμο σε απόκρυψε τάχα, και μόνος ζούσες,


– το υψόμετρό σου προς το φως κι εκείθε ο αδρός σου ο στίχος,


ο ρυθμοκράτης του χορού, που είχαν στημένο οι Μούσες».


Είναι φανερό ότι το παραπάνω ποίημα αποδίδει μια, γενικά διατυπωμένη, συμπύκνωση της καβαφικής θεματολογίας και του στίγματος του δημιουργού της, ενώ το δεύτερο, «Οι Βάρβαροι του Καβάφη», όπως δηλώνει κι ο τίτλος, εστιάζεται στο γνωστό ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους» και δεν αποτελεί παρά ένα είδος σχολίου σ’ αυτό. Εδώ, η αναφορά στον ποιητή και ο εγκωμιαστικός τόνος περιορίζονται στους πρώτους στίχους, για να ακολουθήσει ένα είδος διαλόγου με τη θεματολογία του ποιήματος, η οποία συγκεκριμενοποιεί τον οικουμενικό συμβολισμό του και, ειδικότερα, αναφέρεται στο πέρασμα του ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού από την Αθήνα και τη στάση των Αθηναίων κατά την άφιξη και αποχώρησή του. Στους τελευταίους στίχους του ποιήματος, μάλιστα, ενεργοποιείται ένα αποτέλεσμα σκωπτικό, κατ’ αντιστοιχία με τη γνωστή καβαφική ειρωνεία:


«κι απήλθεν


ο τύραννος, ανόητος όπως ήλθεν,


αφίσας Αθηναίους και Πειραιώτας


απαρηγόρητους ομού και κεχηνότας».


Πρόκειται για απόδοση τιμής στον ποιητή μέσω μιας ηθελημένης μίμησης, με την έννοια της άσκησης στον καβαφικό λόγο και το θέμα, που δείχνει την εκτίμηση και τη δημιουργική εμπλοκή του αναγνώστη Μαλακάση με το σύμπαν του πρωτότυπου ποιήματος.


Ο Μαλακάσης αναφέρεται στον Καβάφη και σε μια σειρά από πέντε τουλάχιστον κριτικά κείμενα. Στα κείμενα αυτά διατυπώνεται ο προβληματισμός σχετικά με την ποίησή του, σε μια εποχή που η υποδοχή της στην Αθήνα υπήρξε αμφιλεγόμενη. Ο Μαλακάσης, αν και αρχικά (19.5.1924) διατυπώνει κι αυτός κάποιες επιφυλάξεις, που σχετίζονται με πρώιμες εντυπώσεις και αντιδράσεις από την επαφή του με την ποίηση αυτή, στη συνέχεια αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο υπέκυψε στο καβαφικό θέλγητρο. Περιγράφει την αναγνωστική του εμπειρία – και πορεία – ως μια ανακάλυψη της ποίησης του Καβάφη, που ωρίμασε σταδιακά και από τον αρχικό αιφνιδιασμό και τον επιφυλακτικό προβληματισμό πέρασε στην αναγνώριση της μοναδικότητας και της πρωτοτυπίας της. Οι προσωπικές εντυπώσεις του ποιητή-αναγνώστη στο ξετύλιγμά τους ενισχύονται από ιδιαίτερα λεπτές κριτικές παρατηρήσεις για το ύφος και το περιεχόμενο της καβαφικής ποίησης, τη βυζαντινίζουσα γλώσσα, τον ιδιότυπο δημοτικισμό του, τον «περισσότερο ιδεολογικό, παρά λυρικό» χαρακτήρα του έργου του.


Ο Μαλακάσης επιχειρεί, επίσης, να ανασκευάσει μάταιους, κατά τη γνώμη του, προβληματισμούς της κριτικής σχετικά με το αν ο Καβάφης θα μπορούσε να δημιουργήσει τη δική του λογοτεχνική σχολή: «H επίδρασή του εξ άλλου θα έφερνε νομίζω κάποιαν αναστάτωση και στις ποιητικές ιδέες, οι οποίες θα τριγύριζαν έτσι σε θέματα που μόνον αυτός ξέρει να τα μεταχειρισθή, και μάλιστα με επιτυχίαν καταφανή», τονίζοντας έτσι τη μοναδικότητά του. Μάταιη θεωρεί και την επιμονή ορισμένων κριτικών που στη δεκαετία του 1920 βιάζονταν να αποτιμήσουν τη θέση του Καβάφη στα ελληνικά γράμματα.


Εκείνο που διακρίνει κανείς στα κριτικά αυτά κείμενα είναι το ενδιαφέρον και ο ουσιαστικός βαθμός ενασχόλησης του Μαλακάση με την καβαφική ποίηση και, παράλληλα, η παρακολούθηση του ιστορικού της υποδοχής της στην Ελλάδα, αρχίζοντας από την αναφορά του στον Ξενόπουλο, που πρώτος αυτός επισήμανε εμφατικά το φαινόμενο «Καβάφης».


Είναι φανερό ότι ο Μαλακάσης, ως αναγνώστης του Καβάφη, λειτούργησε διπλά: ως ενεργητικός και διεισδυτικός κριτικός παρατηρητής και παράλληλα ως συνδημιουργός. Οπως δείχνει και το ποίημα «Αναπολώντας Καβάφη και ρεμβάζοντας», γραμμένο κάτω από την επενέργεια της καβαφικής αναγνωστικής εμπειρίας, η θελκτικότητα της ποίησης αυτής τον άγγιξε όχι μόνο φιλολογικά, αλλά και σε επίπεδο δημιουργικής έμπνευσης.


Ο Μαλακάσης περιγράφει τη σχέση που ανέπτυξε με τον καβαφικό λόγο ως μια σχέση μη αυτονόητη εξαρχής, αλλά ζώσα, πολυκύμαντη, σχέση αντίστασης και γοητείας έως τελικής κατάκτησης και ενστερνισμού, η αξία της οποίας ενισχύεται και από την ομολογία των διαφορετικών αισθητικών καταβολών του ίδιου, καθώς, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, «αυτό θά ‘ταν η μεγαλύτερη τιμή που θα μπορούσα να κάμω σ’ έναν ποιητή τόσον αντίθετο με τις ιδέες μου περί Τέχνης, στη μορφή, στο ρυθμό, στον τρόπο γενικώς της εμφάνισης ενός ποιήματος». Και η διαρκής αυτή δημιουργική πάλη και γοητεία είναι εκείνη που απερίφραστα του εμπέδωσε την πεποίθηση ότι πρόκειται για έναν κορυφαίο ποιητή.


Ο κ. Γιάννης Παπακώστας είναι καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.