Βρετανοκεντρική και όχι ελληνοκεντρική προσέγγιση


Στην επιφυλλίδα του στις 17.4.2005 ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είχε παρουσιάσει τις απόψεις του για το σύστημα εκπαίδευσης των παιδιών ελληνικής καταγωγής στο εξωτερικό. Στις προτάσεις τού κ. Τζιόβα απάντησε στις 15.5.2005, με κείμενό του, ο κ. K. A. Δημάδης, καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Το θέμα, όπως φαίνεται από τον μεγάλο αριθμό άρθρων που δέχθηκε «Το Βήμα», παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προβληματίζει τους εκπαιδευτικούς. Στη συνέχεια δημοσιεύουμε την απάντηση του κ. Τζιόβα στον κ. Δημάδη, αλλά και χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα κείμενα που εστάλησαν στην εφημερίδα μας, ανοίγοντας τον διάλογο για το μείζον, όπως απεδείχθη, θέμα των νεοελληνικών σπουδών στο εξωτερικό.


Στο «Βήμα» (17 Απριλίου 2005) δημοσιεύθηκε ένα κείμενο του Δ. Τζιόβα με τον τίτλο «H παραπαιδεία του εξωτερικού». Ο τίτλος (φαντάζομαι ότι είναι του συγγραφέα και όχι της εφημερίδας) προδίδει την έλλειψη σεβασμού προς την πραγματικά σημαντική (παρά τα όποια τρωτά της) εθνική προσπάθεια για τη διδασκαλία και διάδοση της ελληνικής γλώσσας στο εξωτερικό, αλλά και προς όσους εργάζονται γι’ αυτό το σκοπό.


Δεν θα ήθελα, όμως, να μείνω σε αυτό, ούτε στα απαξιωτικά σχόλια και υπονοούμενα που αφορούν τους 55 αποσπασμένους σε AEI του εξωτερικού φιλολόγους, τους οποίους η επιφυλλίδα παρουσιάζει ως επιστημονικά και διδακτικά ανεπαρκείς και, παρά ταύτα, με παχυλούς μισθούς αμειβομένους! Θα ήθελα να ασχοληθώ με την ουσία του θέματος, αφού όμως ενδώσω στον πειρασμό και κάνω ένα μικρό σχόλιο: Οι φιλόλογοι, για τους οποίους γίνεται λόγος, παρά τα αυξημένα προσόντα που διαθέτουν, παρά το υψηλών απαιτήσεων έργο που προσφέρουν και παρά τον μικρό τους αριθμό (55) αμείβονται με το ίδιο επιμίσθιο που αμείβονται και οι συνάδελφοί τους της Πρωτοβάθμιας ή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και το οποίο, όλοι το γνωρίζουν, κάθε άλλο παρά υψηλό είναι. Ας έρθουμε, όμως, στην ουσία.


Είναι γεγονός ότι οι νεοελληνικές σπουδές στο εξωτερικό χρειάζονται τη στήριξη της ελληνικής πολιτείας και δεν επιτρέπεται απλώς να αφεθούν στην τύχη τους. H στήριξη αυτή προσφέρεται και έχει τη μορφή ετήσιας οικονομικής ενίσχυσης, έκτακτων επιδομάτων, χρηματοδότησης εκδηλώσεων και ερευνητικών προγραμμάτων, χορήγησης υποτροφιών κ.λπ. Μια μορφή στήριξης είναι και η απόσπαση φιλολόγων με αυξημένα προσόντα από τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση της ημεδαπής, οι οποίοι προσφέρουν διδακτικό έργο σε Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης του εξωτερικού. Με νομοθετική ρύθμιση μάλιστα του 2002 παρέχεται η δυνατότητα και σε μέλη ΔΕΠ των πανεπιστημίων να λάβουν εκπαιδευτική άδεια προκειμένου να προσφέρουν το έργο τους σε Τμήματα Ελληνικών Σπουδών στην αλλοδαπή. Είναι φανερό λοιπόν ότι η απόσπαση φιλολόγων είναι ένα μόνο από μια σειρά μέτρων που λαμβάνονται για την ενίσχυση των Ελληνικών Σπουδών στο εξωτερικό.


Οι 55 φιλόλογοι που έγιναν αναίτια στόχος του επιφυλλιδογράφου επελέγησαν το 2002 από ειδική επιτροπή την οποία συγκρότησε το Υπουργείο Παιδείας για αυτό το σκοπό και η οποία ήλεγξε την επιστημονική τους επάρκεια, τη διδακτική τους εμπειρία, τη γλωσσομάθειά τους κ.λπ. H διαδικασία υπήρξε κατά κοινή ομολογία όχι μόνον αδιάβλητη και αντικειμενική, αλλά και σαφώς υψηλού επιπέδου. H γενικευμένη αμφισβήτηση της κρίσης της επιτροπής από κάποιον ο οποίος δεν έχει άμεση γνώση προσώπων και πραγμάτων στερείται ασφαλώς κάθε βαρύτητας.


Το σύστημα επιλογής που περιγράψαμε παραπάνω και που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 2002, έβαλε τέλος στην παλιότερη συνήθεια της κάλυψης θέσεων στα ξένα πανεπιστήμια με τυχαίες ή ρουσφετολογικές επιλογές και ανέβασε το επίπεδο της εκπροσώπησής μας στα ξένα ιδρύματα. H κριτική που ασκεί στο σύστημα η επιφυλλίδα επικεντρώνεται ουσιαστικά σε δύο σημεία: (α) Τα πανεπιστήμια πρέπει να έχουν λόγο στην επιλογή των διδασκόντων και (β) οι επιλογές δεν πρέπει να είναι κλειστές, αλλά ανοιχτές (δηλ. να παίρνουν μέρος σε αυτές όχι μόνο οι φιλόλογοι της Δ.E. της Ελλάδος, αλλά και κάθε άλλος ενδιαφερόμενος που θα έχει τα προσόντα). Τα σημεία αυτά είναι απόλυτα λογικά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και οπωσδήποτε σωστά ή εφαρμόσιμα.


Κάθε πανεπιστήμιο έχει τη δική του φυσιογνωμία, το δικό του σύστημα, τη δική του ίσως διδακτική προσέγγιση στο αντικείμενο, τις δικές του ιδιαίτερες απαιτήσεις κ.λπ. Το γεγονός αυτό γεννά και την ανάγκη και δίνει στο πανεπιστήμιο το δικαίωμα να επιλέγει το ίδιο το διδακτικό του προσωπικό. Αυτό ισχύει κατ’ αρχήν. Οταν όμως ερχόμαστε στην έξωθεν παροχή βοήθειας, τότε στην πράξη οι συμβιβασμοί είναι αναπόφευκτοι. Αν τα βρετανικά πανεπιστήμια, για παράδειγμα, έχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ τους, μπορούμε να φανταστούμε πόσο περιπλέκονται τα πράγματα όταν ανοίξει πιο πολύ ο κύκλος για να περιλάβει τα πανεπιστήμια της Γερμανίας, της Ουκρανίας, της Μέσης Ανατολής, της Αυστραλίας κ.λπ. Με άλλα λόγια είναι πρακτικά αδύνατο τα πανεπιστήμια να έχουν λόγο στην επιλογή των φιλολόγων, όσο τουλάχιστον η επιλογή αυτή γίνεται κεντρικά από το Υπουργείο Παιδείας.


Στην Ελλάδα η πολιτική εξουσία έχει επιλέξει αυτό που ορίσαμε ως σύστημα κλειστής επιλογής, γιατί αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στο έργο αυτό και θέλει να το έχει υπό τον άμεσο έλεγχό της. H Ιταλία, για παράδειγμα, ακολουθεί το ίδιο σύστημα, ενώ η Γερμανία εφαρμόζει το σύστημα της ανοιχτής επιλογής, το οποίο φαίνεται να πλεονεκτεί, εξεταζόμενο με διαφορετικά κριτήρια, καθώς εμφανίζεται ως περισσότερο δημοκρατικό. Αν μιλήσουμε με καθαρά εκπαιδευτικά κριτήρια, ωστόσο, η ανοιχτή επιλογή παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες καθώς οδηγεί πολλές φορές στα πανεπιστήμια ανθρώπους που απλώς αναζητούν κάποια προσωρινή απασχόληση, ανθρώπους χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη διδασκαλία, χωρίς καμία ουσιαστική διδακτική εμπειρία και χωρίς τη συνείδηση του εκπαιδευτικού.


Νομίζω πως είναι φανερό ότι η επιφυλλίδα που άνοιξε αυτή τη συζήτηση προσέφερε μια μάλλον «βρετανοκεντρική» και σίγουρα όχι «ελληνοκεντρική» προσέγγιση στο πρόβλημα. Δεν ισχυρίζομαι ότι το υπάρχον σύστημα είναι το καλύτερο δυνατό και ούτε είναι στις προθέσεις μου να το υπερασπιστώ. Ισχυρίζομαι, όμως, ότι αν θέλουμε να πετύχουμε τη βελτίωση ενός συστήματος, πρέπει να αποφύγουμε τις απλουστευτικές προσεγγίσεις.


Ο κ. Δημήτρης Καραδήμας διδάσκει Νέα Ελληνικά στο Πανεπιστήμιο του Cambridge της Αγγλίας.