1. Κάθε «Παγκοσμιοποίηση» έχει και τα θετικά της. H διπλή παγκοσμιότητα(*) του 5ου αιώνος, Χριστιανισμός δηλαδή κι Ελληνική γλώσσα, γέννησε τον αγλαόν εκείνον Εβραιο-Σύριον Ποιητήν (τον Πίνδαρον του Χριστιανισμού), τον φημισμένο διάκονον του ναού της Θεοτόκου στην Κωνσταντινούπολη.


Χρονιάρα μέρα σήμερα, ακόμη κι ενας βάνδαλος δικαιούται να τυρβάζει περι την Ποίησιν: Οσοι απ’ τους τυχόν αναγνώστες έχουν ήδη απολαύσει τα κείμενα του Μελωδού, θα με συγχωρήσουν για τα τετριμμένα. Οι άλλοι ίσως και να κερδίσουν κάτι απ’ την υπόμνηση του Πάθους και της Αναστάσεως μέσα στην παλαιά αυτή ποίηση.


Ο Ρωμανός λοιπόν θέλγεται απ’ τις φωτεινές εικόνες (και τί πυκνή γλώσσα): «Νίπτει την πλίνθον η θάλασσα, αποπλύνει την πηλόν η άβυσσος – και ουκ αναιρεί τούτου την σύστασιν, αλλα σφίγγει την υπόστασιν και αποσμήγει την προαίρεσιν»!


2. Και, για νά ‘ρθομε στα μεγαλοβδομαδιάτικα, «αφήσωμεν πάντα λογισμόν πολυμέριμνον και προσκολληθώμεν τω εν σταυρώ». Συνήθως ξεκινάει μ’ ενα σύντομο Προοίμιον («Ει και σταυρόν υπομένεις, σύ υπάρχεις ο υιός και θεός μου» λέει η πονεμένη Μάνα), για ν’ αναπτύξει μετά μέσα στους «Οίκους» ενα ολόκληρο σενάριο αφιερωμένο σε ενα επεισόδιο των Γραφών (ο θρήνος της Θεοτόκου, εν προκειμένω)· εκατό με διακόσιους στίχους αφιερώνει στο κάθε θέμα, σε μιαν όντως πρωτότυπη «κινηματογραφική» ανάπλαση του κάθε επεισοδίου: Στην πορεία προς τον Γολγοθά, η Μητέρα ακολουθεί και λέει ετούτα τα συγκλονιστικά: «Πού πάς παιδί μου, πού τρέχεις; Μήπως πάς και σ’ άλλον γάμο εν Κανά, να κάμεις το νερό κρασί; Νά ‘ρθω μαζύ σου ή να σε περιμένω; Πές μου εναν λόγο, Λόγε μου. Μή προσπερνάς αμίλητος». Ποίηση. Σε λίγο η Μάνα συνειδητοποιεί την πραγματικότητα, κι αρχίζει να περιγράφει τη μοναξιά του Τέκνου και το πάθος που έρχεται. Εκείνος όμως «επεστράφη προς αυτήν ούτω βοήσας: Τί δακρύεις μήτηρ; Μή θάνω – πώς ούν σώσω τον Αδάμ; Μή τάφον οικήσω· πώς ελκύσω προς ζωήν του εν τω Αδη; Απόθου ώ μήτερ την λύπην, απόθου. Πικράν την ημέραν του πάθους μή δείξει. Δι’ αυτήν γάρ ο γλυκύς ουρανόθεν νύν κατήλθον εν γαστρί σου». Κι η καϋμένη η Μάνα κάνει την καρδιά-της κόμπο. Κάνει πως πείθεται: «Ιδού, φησί, εκ των οφθαλμών μου τον κλαυθμόν αποσοβώ· την καρδίαν μου συντρίβω επι πλείον – αλλ’ ου δύναται σιγάν ο λογισμός μου». Και ξαναγίνεται σπαρακτική, φωνάζοντας «τι ούν τρέχεις, τέκνον; Μή επείγου προς σφαγήν. Μή φιλής τον θάνατον». Κι ο τραγικός διάλογος Υιού και Μητρός καθ’ οδόν συνεχίζεται – κι η υψηλή ποίηση γι’ άλλη μιά φορά υπηρετεί την Πίστη. Αυτό είναι ενα υπέροχο «Ορατόριο», χίλια χρόνια πρίν απ’ την ομώνυμη μουσική (στο παρεκκλήσιο του St. Filippo Neri στη Ρώμη). Κι έχει γράψει ο Ρωμανός δεκάδες τέτοιους «Οίκους»…





3.
Αν είναι της αρεσκείας-σας ακούστε τον απόηχο κι άλλων δύο Κοντακίων. H σταύρωση θα γίνει, βέβαια, και «ραγήτωσαν πέτραι, η γαρ πέτρα της ζωής νύν τοις ήλοις τιτρώσκεται»! Κι όμως: «Αυτός που βροντά σωπαίνει, / λόγο δεν βγάζει ο Λόγος /, δέν θα νικιόταν εάν ξέσπαγε /, ο Νικητής δέν θα κρεμιόταν / και ο Αδάμ δέν θα σωζόταν· / Αυτός που τους σοφούς κάνει καλά /, με τη σιωπή τώρα νικά». Τί να πρωτοθαυμάσει κανεις…


Στο Κοντάκιον της Σταυρώσεως, παρουσιάζεται ενας εξαιρετικά πρωτότυπος (και τολμηρός θα έλεγα) διάλογος ανάμεσα στον Αδη («τίς ο εμπήξας ήλον τη καρδία μου, ξυλίνη με λόγχη εκέντησεν άφνω και διαρρήσσομαι» – πρόκειται για τον ξύλινο σταυρό που καρφώθηκε στον Γολγοθά!) και στον Διάβολο («ότε τούτων ήκουσεν ο δολιόβουλος όφις, […], τούτο το ξύλον όπερ έφριξας, εγώ Ιουδαίοις επέδειξα προς το συμφέρον ημίν»). Ο Αδης επιμένει οτι ο σταυρός ήδη καρφώθηκε μέσα του: «Δράμε, αποκάλυψον τους οφθαλμούς σου και ίδε / του ξύλου την ρίζαν εντός της ψυχής μου / κάτω κατήλθεν εις τα βάθη μου / ίνα ανασπάση τον Αδάμ ως σίδηρον». Τί εικόνα! Αλλ’ ο Διάβολος ακόμη επιμένει: «Μείνον Αϊδη άθλιε, στενάζων έφη ο δαίμων /, σίγησον, καρτέρησον, επίθες στόματι χείραν» – μέχρις ότου τα φρικτά γεγονότα να συντρίψουν αμφοτέρους. Οπότε, ο Αδης: «Ομοσον ούν Τύραννε λοιπόν μηδένα σταυρώσαι». Κι ο Διάβολος: «Στήσον και σύ Τάρταρε βουλήν μηδένα νεκρώσαι»!


4. Κι έτσι ήρθε τελικώς ο θρίαμβος της Αναστάσεως. «Κι ευθύς η λύπη εγύρισε, κι έγινε ευφροσύνη / και η καρδιά-μου εύθυμη και χαρωπή εγίνη». Δέν είναι Ερωτόκριτος – (μεταποιημένος) Ρωμανός είναι.


Χρόνια Πολλά.