H ΙΣΠΑΝΙΑ κι ο κόσμος όλος γιορτάζουν εφέτος τα 400 χρόνια από την πρώτη έκδοση του «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες (1605). Δεν θα έχω, βέβαια, το ανόητο θράσος να «αναλύσω» το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο της παγκόσμιας Γραμματείας μετά τη Βίβλο – αυτό έχει γίνει αμέτρητες φορές από άλλους αρμοδιότατους. Θα ήθελα, μόνο, ν’ αναφερθώ σε κάποιους συνειρμούς που συδαυλίζει αυτή η επέτειος.


ΑΝΕΞΙΤΗΛΗ μου έχει μείνει η πρώτη γνωριμία με τον Ιππότη της Μάντσας, στα πρώιμα εφηβικά μου χρόνια. Δώρημα ενός φίλου του πατέρα μου, σε κάποια γιορτή. Ηταν μια λαϊκή έκδοση, νομίζω, στην καθαρεύουσα – το όνομα του συγγραφέα είχε εξελληνιστεί, κατά τη μόδα της εποχής, σε «Μιχαήλ Κερβάντης» (σίγουρα θα ήταν μετάφραση απ’ τα γαλλικά) και το κοκκαλιάρικο άλογό του, ο Ροσσινάντε, είχε γίνει «Αχαμνόων». Περιττό να πω ότι η γοητεία ήταν άμεση. Και η διασκέδαση επίσης. Αργότερα, το ξανα- ξανα-διάβασα στην εξαίρετη δημοτική μετάφραση του Κλ. Καρθαίου (ο A’ τόμος) και της Ιουλίας Ιατρίδη (ο B’). H απόλαυση έμεινε απαραμείωτη.


ΑΛΛΑ ποιος και τι ήταν ο Δον Κιχώτης; Ενας ηλικιωμένος ιδαλγός (δηλαδή ευγενής μεσαίας τάξης αλλά και ιδεολόγος) που, μαγεμένος απ’ τα έξαλλα ιπποτικά μυθιστορήματα της εποχής, αποφασίζει να γίνει κι αυτός πλανόδιος ιππότης, γυρίζει όλη τη χώρα με το άλογό του και τον ιπποκόμο του Σάντσο Πάντσα, «να γυρεύει περιπέτειες και να διορθώσει κάθε είδους αδικίες».


Ολοι τον λένε «τρελό ιδεαλιστή», ενώ αντίθετα τον Σάντσο απλοϊκό πραγματιστή. Και το όνομά του «Ιππότη της ελεεινής μορφής», καθώς και το παράγωγό του «δονκιχωτισμός», έγιναν παγκόσμια σύμβολα της ουτοπίας, της αναζήτησης του ανέφικτου, που φτάνει στη γελοιότητα.


Κι όμως, απ’ τις αρχές του κοινωνικού χρόνου, από καταβολής του κοινωνικού βίου, οι άνθρωποι (σωστότερα: μερικοί σκεπτόμενοι άνθρωποι) δεν έπαψαν να οραματίζονται κάποιαν ιδανική πολιτεία και διαβίωση ειρήνης και γενικής ευμάρειας, χωρίς πολέμους, χωρίς αδικίες και ανισότητες, χωρίς χρήμα κι ιδιοκτησίες, χωρίς δουλείες όποιας μορφής… κάποιες Ατλαντίδες, Νεφελοκοκυγίες, Ουτοπίες. [Χαρακτηριστικά, ο «Δον Κιχώτης» εκδόθηκε 89 χρόνια μετά την «Ουτοπία» του Thomas More, 25 χρόνια μετά το δοκίμιο του Montaigne «Για τους κανιβάλους» (1580), που θα το μιμηθεί ο Σαίξπηρ στην «Τρικυμία» του (1611-2), κι όλα μιλάνε για «τέλειες πολιτείες», προκαλώντας την ειρωνεία των «ρεαλιστών» άλλων].


ΟΛΕΣ οι λαϊκές εξεγέρσεις και επαναστάσεις – απελευθερωτικές και κοινωνικές – χαρακτηρίστηκαν αρχικά «ουτοπικές», «δονκιχωτικές», ακόμα και «τυχοδιωκτικές» απ’ τους κρατούντες και τους «εχέφρονες».


Αλλά – θα πουν οι ομόφρονες των τελευταίων – πώς μπορεί να χαρακτηριστεί ειρηνικός κοσμοδιορθωτής ένας πάνοπλος καβαλλάρης; Ο Θερβάντες αποκρίνεται: «Τα όπλα έχουν σκοπό την ειρήνη, το μεγαλύτερο αγαθό που μπορούν να επιθυμήσουν οι άνθρωποι σ’ αυτή τη ζωή».


Πολλές από εκείνες τις εξεγέρσεις απότυχαν – και αιματηρότατα -, άλλες προδόθηκαν απ’ τους ίδιους τους οικοδόμους τους, άλλες καταλήξανε σε χειρότερες τυραννίες – όπως η Γαλλική Επανάσταση που γέννησε τη ναπολεόντεια αυτοκρατορία, η Ρώσικη Επανάσταση που μετατράπηκε σε σταλινική τρομοκρατία.


Αλλά και αποτυχημένοι και προδομένοι, οι «δονκιχωτικοί» ξεσηκωμοί δεν έμειναν άγονοι και μάταιοι. Κλόνισαν ή γκρέμισαν αρτηριοσκληρωτικές δομές, έκαναν κοινή συνείδηση πως «ο κόσμος δεν έχει παρά δυο οικογένειες, αυτούς που έχουν κι αυτούς που δεν έχουν», όπως λέει ο Σάντσος, διαδώσανε καινούργιες ιδέες για τις ανθρώπινες σχέσεις και εξουσίες, απόδειξαν πως και οι «μη έχοντες», ενωμένοι, έχουν και δύναμη και μπόρεση ν’ αλλάξουν τα «μη καλώς έχοντα»…


Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ και ο Σάντσος Πάντσας είναι δυο όψεις του νομίσματος άνθρωπος: Ο ανιδιοτελής ιδεολόγος που αγανακτεί για τις αθλιότητες του κόσμου τούτου, αποκοτά να τον βελτιώσει και που οι άλλοι τον θεωρούν «παράφρονα» – και ο πεζός μεροκαματιάρης, που προσαρμόζεται σ’ αυτόν τον κόσμο και το μόνο που θέλει είναι να πάρει όσο γίνεται πιο πολλά απ’ τα λιγοστά που η μίζερη ζωή του δίνει. Ο καθένας τους έχει τη λογική του και τον παραλογισμό του (παράλογος όποιος αρκείται σε μια ζωή παράλογη, παράλογος κι όποιος νομίζει πως μπορεί να την αλλάξει). Και μπολιάζουν τους «παραλογισμούς» τους ο ένας στον άλλον.


Απ’ το ζευγάρωμά τους γίνονται και δύο σοφότεροι. Και, ίσως, το κυριότερο μάθημα που παίρνουν, να είναι ένας λόγος του δημιουργού τους:


«Στην αρετή, στην ηθική, στο θάρρος, είναι καλύτερα να ξεπερνάς τους στόχους σου παρά να μένεις πίσω τους»…