Στη Θεολογικο-πολιτική Πραγματεία, έργο του οποίου η ανάγνωση θα ήταν χωρίς αμφιβολία πολύ χρήσιμη στις μέρες μας, ο Σπινόζα δίνει ιδιαίτερο βάρος στη δεισιδαιμονία. H απορία του φιλοσόφου, πολύ απλή στη διατύπωσή της, οργανώνει κατά πάσα πιθανότητα το σύνολο του έργου: γιατί άραγε οι άνθρωποι πολεμούν για τη σκλαβιά τους σαν να επρόκειτο για τη σωτηρία τους; Ενα από τα στοιχεία της πολύπλοκης απάντησης πρέπει να βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε δεισιδαιμονία.


Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί ο Σπινόζα είναι πως η δεισιδαιμονία αποτελεί αυθόρμητο παράγωγο, κάτι σαν γέννημα θρέμμα, του ανθρώπινου ψυχισμού. Παραμερίζονται έτσι εκ προοιμίου όλες οι αντιλήψεις, προηγούμενες αλλά κυρίως μεταγενέστερες, που θέλουν τη δεισιδαιμονία αποτέλεσμα του πολυμήχανου δόλου χάρη στον οποίο οι εξουσίες πετυχαίνουν τη χειραγώγηση του λαού. H δεισιδαιμονία συνδέεται μάλλον με την αβεβαιότητα και τον φόβο, καθώς και με την ανάγκη να ξορκιστούν οι απειλές που πηγάζουν είτε από τη φύση είτε από την κοινωνία. Προφανώς, αν οι άνθρωποι μπορούσαν να τακτοποιήσουν τα πράγματα σύμφωνα με τα σχέδιά τους ή είχαν πάντα την τύχη με το μέρος τους, δεν θα ήταν αιχμάλωτοι της δεισιδαιμονίας. Καθώς όμως αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει, βρισκόμαστε όλοι, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, παγιδευμένοι στον ιστό της φαντασίας, η οποία κινεί τα νήματα της δεισιδαιμονίας. Βεβαίως, όταν τα πράγματα που μας ενδιαφέρουν πάνε καλά, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να γίνει ο καθένας όχι μόνο ένθερμος οπαδός, αλλά ακόμη και αυτόκλητος μαχητής στις τάξεις του ορθολογισμού. Αντίθετα, όταν ο ορίζοντας της αντιξοότητας κάνει αισθητή την παρουσία του, δεν είναι καθόλου εύκολο να αντισταθεί κανείς ακόμη και στους πιο παράλογους υπαινιγμούς, τους οποίους θεωρεί σημάδια που η πραγματικότητα, σε ένα είδος ιδιωτικής σχέσης με τον ενδιαφερόμενο, απευθύνει αποκλειστικά στον ίδιο.


Στην προηγούμενη προοπτική, η δεισιδαιμονία, παράγωγο της φαντασίας, θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι σαν μορφή γνώσης, η οποία στηρίζεται στην επικίνδυνη αξίωση που οδηγεί κάποιον να πιστέψει ότι έχει την ισχύ να ανατρέψει τον ρου των πραγμάτων, είτε με τη δύναμη της επιθυμίας του είτε με τη βοήθεια μιας ανώτερης δύναμης. Αυτή η μορφή γνώσης είναι για τον Σπινόζα εξ ορισμού ακρωτηριασμένη, γιατί δημιουργείται από σπαράγματα ιδεών, από εντυπώσεις της στιγμής, από συγκεχυμένες και παρορμητικές ενοράσεις, που εξαρτώνται, όλες, από τα πάθη που κυριαρχούν την περίοδο της δυσκολίας. Αυτή η μορφή γνώσης, που έχει τη δική της τάξη και τη δική της συνοχή, μπορεί να παραμερίσει, για λιγότερο ή περισσότερο χρόνο – ενίοτε μάλιστα για πάντα – την τάξη και τη συνοχή του λόγου, του οποίου η κυριαρχία μόνο εξασφαλισμένη δεν μπορεί να θεωρηθεί.


H δεισιδαιμονία, πράγματι, διαθέτει πολύ ισχυρά χαρτιά. Το σημαντικότερο απ’ αυτά είναι ίσως ο ραγδαίος ρυθμός με τον οποίο δημιουργεί τον κόσμο της, μια και ο τελευταίος πρέπει πάση θυσία να εξηγήσει, να κατευνάσει, να εξουδετερώσει το άγνωστο που μας απειλεί. Το κέρδος είναι διπλό: όχι μόνο η δεισιδαιμονία είναι το σωσίβιο που προσφέρεται για την πρώτη, εύθραυστη όσο και αναγκαία προσπάθεια να εξασφαλιστούμε από τις αντιξοότητες· αλλά, επιπλέον, απονευρώνει τα δικά μας πάθη, όταν δεν τα αφανίζει τελείως στη βουή του κόσμου – τα δικά μας, γιατί τα πάθη των άλλων, οι οποίοι φταίνε για όλα όσα μας βασανίζουν, είναι στη θέση τους, απειλώντας μονίμως με την καταστροφική τους δράση την άσπιλη αθωότητά μας.


Αν έτσι έχουν τα πράγματα, καταλαβαίνει κανείς εύκολα πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της δεισιδαιμονίας και πόσο λάθος θα ήταν η υποτίμηση ή, ακόμη χειρότερα, η περιφρόνησή της. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί μπορεί να μοιάζουν ανεπεξέργαστες, χοντροκομμένες, ίσως και βάναυσες. Δεν παύουν να είναι αποτελεσματικές, στο μέτρο που επιτρέπουν στους ανθρώπους να εξηγήσουν, έστω πρόχειρα, έστω βεβιασμένα, το απειλητικό πρόσωπο του κόσμου. Το γεγονός ότι η δεισιδαιμονία προσθέτει στον φόβο την πλάνη, συναιρώντας τα αποτελέσματά τους, δεν αναιρεί τον σκληρό πυρήνα της αλήθειας που κρύβει στο εσωτερικό της. Γιατί ο πυρήνας αυτός συγκροτείται από την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια της ζωής των ανθρώπων, οι οποίες, ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες, μπορεί να ενταθούν και να πάρουν μορφές τέτοιες που μόνο ένα είδος σχεδόν παραληρηματικής σχέσης με την πραγματικότητα είναι ικανό κάπως να κατευνάσει και ίσως να καταπραΰνει. Αυτή η παραληρηματική σχέση με την πραγματικότητα τροφοδοτεί συνεχώς τη φαντασία με φρέσκο υλικό και η φαντασία, με τη σειρά της, το κατανέμει επεξεργασμένο στην ασύλληπτη ευρηματικότητα της δεισιδαιμονίας. Δημιουργείται έτσι ένας κύκλος από εναλλασσόμενες εικόνες, υβρίδια φαντασίας και πραγματικότητας, οι οποίες είναι περισσότερο γνωστές με το όνομα «δελτία ειδήσεων», όπου, εντελώς πρόσφατα, περίοπτη θέση κατέχει το θαύμα. Αλλά για αυτό θα επιχειρήσω να κάνω λόγο την επόμενη φορά.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.