Οταν κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα τα δυτικοευρωπαϊκά κινήματα αγωνίζονταν για την κατάκτηση βασικών πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων (όπως το δικαίωμα της ψήφου, η μείωση των ωρών εργασίας, η καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας, η ανάπτυξη της κοινωνικής πρόνοιας κτλ.), οι αγώνες τους ταυτίζονταν λίγο – πολύ με το «γενικό συμφέρον», και αυτό με την έννοια πως οι αγώνες τους είχαν έναν καθολικό χαρακτήρα, ταυτίζονταν δηλαδή με την προώθηση όχι μόνο των δικαιωμάτων των βιομηχανικών εργατών αλλά, λίγο – πολύ, των δικαιωμάτων όλου του εργαζόμενου πληθυσμού. Και αυτό βέβαια έδωσε στο μαζικό εργατικό κίνημα στα πρώτα βήματά του τεράστια αίγλη και έναν άνευ προηγουμένου δυναμισμό.


Ο δυναμισμός όμως αυτός χάθηκε από τη στιγμή που στις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες ένας σημαντικός αριθμός από αυτούς τους στόχους επιτεύχθηκε – όπως το δικαίωμα της απεργίας, η καθολική ψήφος, το κράτος πρόνοιας κτλ. Τα σημαντικά αυτά επιτεύγματα, που οφείλονταν, αν όχι αποκλειστικά, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό στους αγώνες της εργατικής τάξης, περιόρισαν δραματικά τον χώρο για παραπέρα ανάπτυξη προς την ίδια κατεύθυνση – ειδικά μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1974, που οδήγησε στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που βιώνουμε σήμερα. Με άλλα λόγια, αυτή η ίδια επιτυχία του εργατικού κινήματος από ένα σημείο και μετά οδήγησε σε ένα σχετικό αδιέξοδο. Γιατί σήμερα μέσα στο νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο πλαίσιο, τα κεϊνσιανά μέσα, με τα οποία μέσω ενός παρεμβατικού, αναδιανεμητικού κρατικού μηχανισμού επέφεραν μια ισορροπία μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, έπαψαν πια να λειτουργούν.


H πρόκληση επομένως για το εργατικό κίνημα σήμερα είναι να βρει νέους τρόπους, ώστε να επανασυνδέσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας με την κοινωνική δικαιοσύνη – με άλλα λόγια, να πετύχει και πάλι τους παραδοσιακούς σοσιαλδημοκρατικούς στόχους, επινοώντας νέες στρατηγικές -, στρατηγικές που θα λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το δύσκολο σημερινό διεθνές κλίμα.


* H Ακαδημία της Εργασίας


Μέσα σε αυτό το εξαιρετικά δύσκολο κλίμα, το εργατικό κίνημα και στη χώρα μας και στην Ευρώπη καλείται όχι μόνο να χαράξει νέες πολιτικές αλλά και να καταπολεμήσει την τάση της πολιτικής απάθειας και την άμβλυνση της συνδικαλιστικής συμμετοχής που παρατηρούμε σήμερα. Στον χώρο του μεταμοντέρνου στοχασμού κυριαρχεί η άποψη πως τα συνδικαλιστικά κινήματα είναι κατ’ εξοχήν φαινόμενα που συνδέονται με την πρώιμη νεωτερικότητα – και πως σήμερα, στην ύστερη, παγκοσμιοποιημένη νεωτερικότητα, τα συνδικάτα θα περιθωριοποιηθούν ή/και θα αντικατασταθούν από τα λεγόμενα νέα κινήματα, όπως αυτά του φεμινισμού, της οικολογίας και των κινητοποιήσεων τύπου Σιάτλ και Γένοβας.


Νομίζω πως αυτή είναι μια εσφαλμένη άποψη. Τα κινήματα νέου τύπου δεν είναι δυνατόν να αντικαταστήσουν, έστω και μακροχρόνια, τα συνδικάτα. Μπορούν όμως, στη βάση μιας συστηματικής συνεργασίας, να αναζωογονήσουν το εργατικό κίνημα δίνοντάς του νέες ιδέες, νέες προοπτικές, νέους συμμάχους ανάμεσα στους νέους καθώς και ανάμεσα σε αυτούς που βιώνουν πιο άμεσα τις ανισότητες, τον κοινωνικό αποκλεισμό ή/και τις οικολογικές καταστροφές που το νεοφιλελεύθερο status quo δημιουργεί σε παγκόσμιο, εθνικό και τοπικό επίπεδο.


H απόφαση της ΓΣΕΕ να ιδρύσει το ΚΑΝΕΠ, δηλαδή το Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής, νομίζω πως πρέπει να ιδωθεί από τη σκοπιά του κλίματος που περιέγραψα πιο πάνω. Πρόκειται για μια προσπάθεια που δείχνει θάρρος και φαντασία, μια προσπάθεια όχι αμυντικής αλλά δημιουργικής αντιμετώπισης των δύσκολων καιρών που περνάει η χώρα, μια προσπάθεια θετικής ανταπόκρισης στην επιτακτική ανάγκη αναβάθμισης και δημοκρατικής ανανέωσης του συνδικαλιστικού κινήματος μέσω της επιμόρφωσης συνδικαλιστικών στελεχών σε πρώτη φάση και του εργατικού δυναμικού πιο γενικά, σε μια δεύτερη φάση ανάπτυξης του ΚΑΝΕΠ στην επαρχία.


Το πρώτο βασικό βήμα είναι η Ακαδημία Εργασίας, η επίσημη ίδρυση της οποίας έγινε στις 25 Φεβρουαρίου. Πρόκειται για έναν θεσμό συνδικαλιστικής επιμόρφωσης που εδώ και πολλά χρόνια λειτουργεί επιτυχώς στις περισσότερες χώρες-μέλη της EE.


* Κομματικοκρατία και αγορακρατία


H αξία της μη τυπικής, της ουσιαστικής δημοκρατίας υποσκάπτεται στη χώρα μας από δύο ελλείμματα: την κομματικοκρατία από τη μια μεριά και την αγορακρατία από την άλλη. Αυτά είναι δύο δημοκρατικά ελλείμματα που δεν είναι δυνατόν να αφήσουν αδιάφορο τον συνδικαλιστή εκπαιδευόμενο. Με την κομματικοκρατία εννοώ την τάση της κρατικής κομματικής λογικής να διεισδύει και να υποσκάπτει τις αυτόνομες λογικές όλων των άλλων θεσμικών χώρων, από την εκπαίδευση και τα επαγγέλματα μέχρι τα σπορ και την τέχνη. Στον συνδικαλιστικό χώρο η κομματικοκρατία παίρνει τη μορφή μιας έντονης τάσης των πολιτικών ηγεσιών να βλέπουν τα συνδικάτα είτε σαν επέκταση της κρατικής μηχανής (όπως στις δεκαετίες του ’50 και ’60) είτε σαν επέκταση των κομμάτων (όπως συμβαίνει σήμερα). Οι εκπαιδευόμενοι πρέπει να προβληματιστούν στο αν, σε μια ευνομούμενη δημοκρατική τάξη, τα συνδικάτα πρέπει να ανήκουν στον κομματικοκρατικό χώρο ή σε αυτόν της κοινωνίας των πολιτών. H προσωπική μου άποψη είναι πως τα συνδικάτα μπορούν και πρέπει να συμβάλλουν στον παραπέρα εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος αμβλύνοντας όχι τους πολιτικούς αλλά τους κομματικούς δεσμούς που έχουν με την εξουσία – ενδυναμώνοντας έτσι την Κοινωνία Πολιτών, έναν τρίτο δηλαδή χώρο που δεν λειτουργεί ούτε στη βάση της κομματικοκρατικής λογικής ούτε στη βάση της λογικής της αγοράς.


Αυτό μας φέρνει στο δεύτερο δημοκρατικό έλλειμμα που έχει να κάνει με την τάση του οικονομικού κεφαλαίου να αγοράζει, λίγο – πολύ αυτόματα, πολιτικό και, μέσω του ελέγχου των MME, πολιτισμικό κεφάλαιο. H συνδικαλιστική επιμόρφωση δεν μπορεί να αγνοήσει μια τάση που όχι μόνο υποσκάπτει την πλουραλιστική διάσταση του πολιτεύματος αλλά και στρέφεται άμεσα εναντίον των εργατικών συμφερόντων, εντείνοντας παραπέρα την ανισορροπία δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Γιατί αν η σημερινή ανισορροπία οφείλεται στο ότι το κεφάλαιο στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης έχει πολύ μεγαλύτερη κινητικότητα από ό,τι η εργασία, αυτή η βασική ανισορροπία εντείνεται ακόμη πιο πολύ όταν δεν υπάρχουν από πραγματικά ανεξάρτητες αρχές αυστηροί έλεγχοι των οικονομικών των κομμάτων και όταν τα MME μετατρέπονται σε βασικούς μοχλούς διαπλοκής κρατικοκομματικών και επιχειρηματικών συμφερόντων.


Το συνδικαλιστικό κίνημα μπορεί να ανατρέψει την πτωτική τάση που βιώνει σήμερα, μπορεί να ξαναπαίξει πρωτοποριακό ρόλο στην κοινωνία υποστηρίζοντας ενεργά μια ισχυρή κοινωνία πολιτών, μια κοινωνία πολιτών όπου αντίβαρα όπως οι ΜΚΟ και Ανεξάρτητες Αρχές θα ελέγχουν τις αυθαιρεσίες και του κομματικοκρατικού συστήματος (όπως η γραφειοκρατία, η διαφθορά/διαπλοκή) και της αγοράς (όπως οι διάφορες μονοπωλιακές καταστάσεις).


Περνώ τέλος στον πολιτισμικό χώρο, όπου το συνδικαλιστικό κίνημα δεν έχει μόνο το δικαίωμα αλλά και το καθήκον να συμμετέχει ενεργά στα πολιτισμικά δρώμενα. Σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο όπου τα MME παίζουν τον πιο καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των αξιών και των ταυτοτήτων, δεν είναι δυνατόν το εργατικό κίνημα να μην έχει γνώμη για τον τρόπο με τον οποίο η τηλεόραση, για παράδειγμα, ελέγχεται και λειτουργεί σήμερα. Σε μια κατάσταση όπου το τρίπτυχο ακροαματικότητα – διαφήμιση – κέρδος περιθωριοποιεί ή και καταργεί τα ποιοτικά προγράμματα και φέρνει στην επιφάνεια πολιτισμικά σκουπίδια, σε μια κατάσταση όπου ο άκρατος καταναλωτισμός τείνει να ταυτίζεται με το κύριο νόημα της ζωής, σε μια κατάσταση όπου η παραπαιδεία καταργεί κάθε έννοια δωρεάν παιδείας, το συνδικαλιστικό κίνημα, που εκπροσωπεί τη συντριπτική πλειονότητα των νοικοκυριών της χώρας, δεν νοείται να μη συμμετέχει ενεργά και να μην έχει γνώμη για το πολιτισμικό γίγνεσθαι.


* H οικονομία της αγοράς


Ανακεφαλαιώνοντας, οι σύγχρονες συνδικαλιστικές ηγεσίες, πέρα από τεχνικές δεξιότητες και γενικές γνώσεις, πρέπει να προβληματιστούν και να έχουν γνώμη και θέσεις σε θέματα που σχετίζονται με τις βασικές αξίες και λογικές της σύγχρονης διαφοροποιημένης κοινωνίας – αξίες που συχνά θυσιάζονται στον βωμό της παραγωγικότητας και του ανταγωνισμού. Ανεξάρτητα από επί μέρους κομματικές τοποθετήσεις, νομίζω πως βασικό όραμα – τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα – του εργατικού κινήματος στη σημερινή συγκυρία πρέπει να είναι το πέρασμα από την κοινωνία της αγοράς (δηλαδή από μια κατάσταση όπου η λογική της αγοράς υποσκάπτει όλες τις άλλες λογικές και αξίες) στην κοινωνικά και οικολογικά ρυθμιζόμενη οικονομία της αγοράς – δηλαδή σε μια κατάσταση όπου οι οικονομικές αξίες της παραγωγικότητας/ανταγωνιστικότητας θα είναι σε μια κατάσταση ισοτιμίας/ισορροπίας με τις αξίες της κοινωνικής δικαιοσύνης/συνοχής, της ουσιαστικής δημοκρατίας και της πολιτισμικής αυτονομίας/χειραφέτησης.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας της London School of Economics.