Δημόσιος και απολύτως μόνος


Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για το έργο του Σαρτρ ως σύνολο. Φιλοσοφία, λογοτεχνία, θέατρο, κριτικά δοκίμια, πολιτικά κείμενα, προσωπικές σημειώσεις: ασκήθηκε σε όλα αυτά τα είδη και ο ίδιος, μέσα στις λέξεις, μοίρασε τη ζωή του σε γραφή και ανάγνωση, επαναλαμβάνοντας για λογαριασμό του τα λόγια του Σατωβριάνδου «Ξέρω πολύ καλά ότι δεν είμαι παρά μια μηχανή που φτιάχνει βιβλία». Τα βιβλία αυτά, καλογραμμένα, άνοιξαν στη γαλλική γλώσσα ατραπούς, που αργότερα έγιναν πολυσύχναστοι δρόμοι. Πολλοί από αυτούς σήμερα έχουν ερημώσει και αυτό μοιάζει κάπως άδικο. Ας πούμε ότι η ιστορία έχει τη δική της δικαιοσύνη, που όμως είναι ιδιότροπη, και μπορεί να κάνει το άσπρο μαύρο και το μαύρο άσπρο, χωρίς να αποκλείεται να ρίξει σκοτάδι παντού και να μην ξέρουμε πού πάν’ τα τέσσερα.


Από πολύ νωρίς, ήδη πριν από τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στα φοιτητικά του χρόνια, ο Σαρτρ έχει βρει τον προσανατολισμό του: η φαινομενολογία. Και για να μη μείνουμε σε φιλοσοφικές κατηγορίες που θα χρειάζονταν μακρές εξηγήσεις, από τη φαινομενολογία, την οποία μελετά στο Βερολίνο το 1933, ο Σαρτρ συγκρατεί την «επιστροφή στο συγκεκριμένο» και την προσήλωση σε αυτό. Για τη φιλοσοφία που διδάχθηκε στην πατρίδα του η μόνη συνείδηση που μπορούμε να έχουμε για τα πράγματα είναι η γνώση τους. Για τη φαινομενολογία, έτσι όπως την αφομοιώνει ο Σαρτρ, η γνώση είναι μία από τις μορφές της συνείδησης που μπορώ να έχω για ένα συγκεκριμένο πράγμα, τούτο ‘δώ το δέντρο, για παράδειγμα. Γιατί μπορώ να το αγαπήσω, να το μισήσω, να το φοβηθώ. Ολες αυτές οι στάσεις, πάθη της ψυχής τις ονόμαζαν παλιότερα, είναι τρόποι που διαθέτει η συνείδησή μου για να ανακαλύψει τον καθημερινό κόσμο, τον μόνο υπαρκτό, στον οποίο ανήκει και η ίδια. Τελικά, «όλα βρίσκονται έξω, όλα, ακόμη κι εμείς ο ίδιοι: έξω, στον κόσμο, ανάμεσα στους άλλους». H αέναη κίνηση της συνείδησης εκτός εαυτής ορίζει το είναι του ανθρώπου, την ύπαρξή του, στη ρίζα της, ως ελευθερία.


Το Είναι και το Μηδέν, που γράφεται και δημοσιεύεται κατά τη διάρκεια του πολέμου, αποτελεί έναν μακρόσυρτο στοχασμό, ο οποίος ξετυλίγει τις συνέπειες των προηγούμενων προτάσεων επιχειρώντας να θεμελιώσει την ύπαρξη του ανθρώπου όχι σε κάποια ψευδαισθητική και βολική εσωτερική διάσταση αλλά στην έκθεσή του στο ελκυστικό άγνωστο που βρίσκεται έξω απ’ αυτόν: «Δεν θα ανακαλύψουμε τον εαυτό μας σε δεν ξέρω ποιο καταφύγιο: θα τον ανακαλύψουμε στον δρόμο, στην πόλη, μέσα στο πλήθος, πράγμα ανάμεσα στα πράγματα, άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους». Στα πράγματα του κόσμου όμως ανήκει και ένα παράξενο πράγμα που ο Σαρτρ ως τότε δεν είχε πάρει στα σοβαρά: η πολιτική. Στο εξής, μαζί με την ελευθερία, η πολιτική εγκαθίσταται στο κέντρο της σκέψης αλλά και της ζωής του φιλοσόφου. Τα προβλήματα που θέτει η πολιτική είναι ταυτοχρόνως θεωρητικά και πρακτικά, ενώ ο Σαρτρ αρνείται πεισματικά τη διάζευξη των δύο αυτών όψεων. Από ‘δώ και η εικόνα του στρατευμένου διανοουμένου, η οποία σφράγισε κατά κάποιον τρόπο την προσωπικότητά του.


Με την Κριτική του διαλεκτικού λόγου ο Σαρτρ θα επιχειρήσει να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τον μαρξισμό ελπίζοντας ότι θα κάμψει τον κομματικό δογματισμό με μια γενναία ένεση ελεύθερης και μαχητικής υποκειμενικότητας. Θα επιχειρήσει να συνθέσει, με τη σκέψη και την πράξη του, πληρώνοντας κάθε φορά το κόστος, τους δύο πόλους που ο ίδιος γνωρίζει ότι βρίσκονται σε αντίφαση μεταξύ τους: την ταυτόχρονη πίστη του ότι ο ιστορικός υλισμός είναι η μόνη άξια ερμηνεία της ιστορίας και ότι ο υπαρξισμός παραμένει η μόνη συγκεκριμένη προσέγγιση της πραγματικότητας. Στην ίδια αυτή προοπτική, κατά τη γνώμη μου, εντάσσεται και το ημιτελές μνημείο Ο ηλίθιος της οικογένειας, αυτή η ύστατη απόπειρα του φιλοσόφου να καταλάβει το μυστήριο της ζωής ενός ανθρώπου, του Φλομπέρ, μέσα στον ορυμαγδό της ιστορίας. Κολλημένη στα βιβλία η ζωή. H ίδρυση του μαχητικού περιοδικού Temps Modernes, το οποίο πολύ σύντομα έγινε σημείο αναφοράς της αριστερής διανόησης. Οι τολμηρές θέσεις εναντίον των πολέμων στην Ινδοκίνα, στην Αλγερία και στο Βιετνάμ. H παρουσία του, τον Μάη του ’68, στη Σορβόννη. Αλλά εκεί, κατά πώς λένε, μια φωνή διέσχισε το κατάμεστο αμφιθέατρο προορισμένη να τον πετύχει: «Συντόμευε, παππού!». Ο Σαρτρ δεν αντέδρασε, ίσως γιατί ήταν προετοιμασμένος. Ο ίδιος δεν είχε πει «είμαι ένας άνθρωπος δημόσιος και απολύτως μόνος»;


«Ο καθηγητής πανεπιστημίου είναι σχεδόν πάντα – έτσι ήταν και στον καιρό μου – ένας κύριος που έκανε ένα διδακτορικό και το επαναλαμβάνει για το υπόλοιπο της ζωής του. Είναι επίσης κάποιος ο οποίος έχει μια εξουσία στην οποία είναι λυσσαλέα προσκολλημένος: το να επιβάλλει στους ανθρώπους, στο όνομα της γνώσης που έχει, τις ιδέες του, χωρίς αυτοί που τις ακούνε να έχουν το δικαίωμα να τις αμφισβητήσουν. Μια γνώση όμως που δεν δέχεται κριτική δεν έχει καμία αξία. Οταν ο Αρόν γερνώντας επαναλαμβάνει επ’ αόριστον τις ιδέες του διδακτορικού του, γραμμένου πριν από τον πόλεμο του 1939, χωρίς αυτοί που τον ακούνε να μπορούν να κάνουν τον παραμικρό κριτικό έλεγχο, ασκεί μια εξουσία πραγματική, η οποία όμως δεν στηρίζεται σε μια γνώση άξια να φέρει αυτό το όνομα. (…) Κόβω το χέρι μου ότι ο Ρεϊμόν Αρόν δεν έθεσε ποτέ τον εαυτό του υπό αμφισβήτηση και γι’ αυτό είναι στα μάτια μου ανάξιος να είναι καθηγητής».


Ζαν-Πολ Σαρτρ στον «Nouvel Observateur», 19 Ιουνίου 1968


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.