Χωρίς να ολισθήσουμε σε μια «μεταφυσική» των δομών ή των θεσμών, μπορούμε με διακριτικό καμβά τη συζυγία τοπικής κοινωνίας και Πανεπιστημίου να αναδείξουμε τους σταθμούς της πορείας του, με κύρια υπόθεση εργασίας που συνοψίζεται στην εξής ερευνητική πρόταση: το σύνολο των πτυχών αναδιάταξης του Πανεπιστημίου, ιδίως εκείνου που αναπτύσσεται στην περιφέρεια, έχει σαφείς επιπτώσεις στους όρους συγκρότησης της τοπικής κοινωνίας που με τη σειρά της μπορεί να επιταχύνει ή να επιβραδύνει – όχι πάντως να αναστείλει ή να ματαιώσει – αυτήν την αναδιάταξη.


Σπεύδω να υπομνήσω ορισμένες μεθοδολογικές και ερμηνευτικές προϋποθέσεις αυτού του εγχειρήματος:


α) τα όρια αυτονομίας και της ενδογενούς εκδίπλωσης του Πανεπιστημίου ως εκπαιδευτικού και ερευνητικού θεσμού·


β) την ολότητα των κοινωνικών σχέσεων, μέσα από τις οποίες αναδύεται ως συγκεκριμένη ενότητα τόσο η τοπική κοινωνία όσο και το Πανεπιστήμιο·


γ) την ιδιοσυστασία της τοπικής κοινωνίας, ακόμη κι όταν πρόκειται για περιφερειακή ζώνη, που δεν σημαίνει ότι αυτή εξαντλείται στο δακτύλιο ενός δήμου, όποια εμβέλεια κι αν διαθέτει.


Πώς οδηγείται κανείς από το «όλο» στο «μέρος»; Ακριβέστερα, πώς σχηματίζεται μια ορισμένη «τοπικότητα» στους κόλπους του Πανεπιστημίου, δηλαδή μια τουλάχιστον Σχολή; Προφανώς δεν είναι αμελητέοι παράγοντες, κατά την ιδρυτική φάση του παραδείγματος των Παιδαγωγικών Τμημάτων, τόσο ο τρόπος κατανόησης από την Πολιτεία του επιστημονικού status αυτών των Τμημάτων όσο ιδίως το είδος της αρχικής τους στελέχωσης (με διορισμένα από τον υπουργό «ειδικά εκλεκτορικά σώματα»). Στο οικείο ιδρυτικό Προεδρικό Διάταγμα (αρ. 320/1983) προβλεπόταν να «καλλιεργούν και να προάγουν τις Παιδαγωγικές Επιστήμες με την ακαδημαϊκή και την εφαρμοσμένη διδασκαλία και έρευνα».


Κι αφού λάβουμε υπόψη την πολιτική διακυβέρνηση της χώρας κατά τη δεκαετία του ’80, σχεδόν στο σύνολό της, και τα ερείσματά της στις «κλαδικές» των εκπαιδευτικών, μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί η πλειονότητα των πρώτων μελών ΔΕΠ αυτών των Τμημάτων προήλθε από πρώην τροφίμους Παιδαγωγικών Ακαδημιών ή, σπανιότερα, Φιλοσοφικών Σχολών, που μετεκπαιδεύθηκαν (κυρίως) στη Δυτ. Γερμανία και από όσους δεν ευδοκίμησαν να καθηγητοποιηθούν στον περίβολο των ειδικών επιστημονικών κλάδων που ώς τότε διακονούσαν. Δηλαδή προτίμησαν, λογουχάρη, από λέκτορες Φυσικού Τμήματος να μεταλλαγούν σε υψηλόβαθμα ΔΕΠ Διδακτικής της Φυσικής ή της Εκπαιδευτικής Πολιτικής.


Προφανώς άλλη ενότητα, πολύ μικρότερη, συγκρότησαν όσοι/όσες βρήκαν εύκολο εφαλτήριο για τη μετακίνησή τους στην πρωτεύουσα, γεγονός δηλαδή που απέτρεπε ο συντηρητικός συντεχνιασμός των ομόλογων Τμημάτων της Φιλοσοφικής Σχολής. Γενικότερα, δεν καταγράφω εδώ τις λιγοστές και αξιοπρόσεχτες εξαιρέσεις, πολλαπλής καταγωγής, μολονότι κι αυτές επηρεάστηκαν από ό,τι συνθέτει τον κανόνα στα αρτισύστατα αυτά Τμήματα, δηλαδή από τις αδράνειες και την παθολογία του «μέσου όρου» που δεν ενθαρρύνει να καρποφορήσει αβίαστα ό,τι τον ξεπερνά.


Αναμφίβολα σε ένα τέτοιο «πανεπιστημιακό» πια περιβάλλον προκαθορίζεται καίρια και ο τρόπος (ανα)παραγωγής των νέων στελεχών αυτών των Τμημάτων. Για παράδειγμα, πού μαθαίνεται η διεξαγωγή ιστορικής έρευνας για να υποθέσει κανείς ότι θα προκύψει επαρκής ιστοριογραφία πτυχών της ελληνικής, έστω, εκπαίδευσης; Δεν θα υπεισέλθω εδώ σε άλλες εξίσου απαιτητικές ειδικότητες «μεταπτυχιακών» σπουδών, με όποιο σχήμα κι αν έχουν στηθεί. Συχνά οι διδάκτορες τέτοιων Τμημάτων, οι οποίοι τελευταία αυξάνονται και πληθύνονται, αναλίσκονται σε ογκώδη πονήματα, στα οποία επιχωριάζουν τα έωλα και ευφάνταστα θεωρητικά σχήματα οργάνωσης (έστω και με την επωνυμία της «φαινομενολογικής παρουσίασης») και κατανόησης του υλικού.


Εννοώ μάλιστα τις προβαλλόμενες ως καλύτερες περιπτώσεις διδακτορικών διατριβών, στις οποίες συνυπάρχει ό,τι έχει αποδελτιωθεί από εδώ κι απ’ εκεί. Δηλαδή «συνοικεί» ο Foucault με τον Parsons, σερβίρεται ολίγη δόση του «συγκρουσιακού» Marx, δευτέρας συνήθως χειρός, ταυτόχρονα με τον «αντι-ιστορικισμό» του Popper και παύουν να φιλονικούν οι «μεταμοντέρνοι» οπαδοί της ιστοριογραφίας με τον πολέμιό τους Bourdieu. Βρίθουν επίσης τα πραγματολογικά και τα τυπογραφικά λάθη. Σχεδόν όλες οι λατινικούρες που διανθίζουν τα κείμενα σημειώνονται λανθασμένα και η έλλειψη γλωσσικής «κανονιστικότητας» δεν έχει πια λόγους να μην οδηγεί άνετα και στα εξής: «ευάγρια επιδραστικότητα», ή «ευάγρια θύελλα», «επικλητική χρήση», «πολυποίκιλση», η «πίεση ευόδωσε», η «ένθεση του λαού», η «πρόσδωση», «υποστατικό κατηγόρημα», «δυσσαγγελιστές», «οικτιρολογία», των «χρονίζοντων, ζέοντων, τρέχοντων» προβλημάτων, να «ενθηλακευτούν» κλπ.


Επιπλέον, η επιλεκτική αποσιώπηση κρίσιμου μέρους της οικείας βιβλιογραφίας μάλλον «εξηγείται» με την αρχή πως ό,τι αμφισβητεί βάσιμα τους κριτές-βαθμολογητές της διατριβής πρέπει να εξοβελιστεί «σαν» ανύπαρκτο, ενώ συνάμα οι μαρτυρίες δευτέρας ή τρίτης χειρός λειτουργούν ως αθέατο «σπασμένο τηλέφωνο» αποδεκτής πανεπιστημιακής γραφής. Τέλος, οι «μπαρόκ» προτάσεις ερμηνείας, σε συνδυασμό με εξυπνακισμούς και ανέξοδους βερμπαλισμούς, παραπέμπουν σε καμώματα ιδεολογικής «οφθαλμαπάτης». Αν χρειασθεί θα επανέλθω, για τον καημό των γεννητόρων και για το ζήλο των «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» μαθητών που κινούνται πια σε καθορισμένο πλαίσιο «παράδοσης».


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.