Στο ευρύτερο πλαίσιο του «εξευρωπαϊσμού» της ελληνικής κοινωνίας μετά το 1922, αρχιτέκτονες όπως ο Νίκος Μητσάκης, ο Πάτροκλος Καραντινός, ο Θουκυδίδης Βαλεντής ή ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος αναζήτησαν ένα νέο σχεδιαστικό προσανατολισμό συντονισμένο με εκείνον διάσημων συναδέλφων της Μεσευρώπης. Είχαν άλλωστε ένα ισχυρό κίνητρο: το έργο των Ευρωπαίων της δεκαετίας του 1920 έδειχνε ως έναν βαθμό να αντλεί την έμπνευσή του τόσο από τον αρχετυπικό ορθολογισμό των ελληνικών κλασικών προτύπων όσο και από την πάλλευκη γεωμετρία των ανώνυμων κατασκευών του Αιγαίου.


Οι έλληνες μοντέρνοι επιχείρησαν με τα κτίριά τους να εισαγάγουν στην Ελλάδα την κουλτούρα της νεωτερικότητας, δημιουργώντας το αρχιτεκτονικό αντίστοιχο της «γενιάς του ’30». Οι αρχιτέκτονες βέβαια είναι άτυχοι: η αυθεντικότητα ενός πίνακα του Τσαρούχη ή του Μόραλη φυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού, ενώ το έργο τους μπορεί να εκτίθεται σε ένα υψηλής αισθητικής σαλόνι ή σε ένα εθνικό μουσείο, όταν δεν διεκδικείται σε πανάκριβες δημοπρασίες. Ενα έργο του Καραντινού ή του Αρη Κωνσταντινίδη μπορεί, αντίθετα, να εντάσσεται σε ένα κατά τα άλλα αδόκιμο περιβάλλον, να κακοποιείται ή να κατεδαφίζεται για λόγους που έχουν να κάνουν με την άγνοια ή την αδιαφορία γύρω από τη σημασία του.


* Το Μουσείο της Θεσσαλονίκης


Για τους παραπάνω λόγους η αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα αποτελεί αντικείμενο προστασίας, όπως και εκείνη των προηγούμενων περιόδων. Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης, για παράδειγμα, κηρύχτηκε διατηρητέο μνημείο από το ΥΠΠΟ το 2001. Το μουσείο αυτό σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από τον αρχιτέκτονα Καραντινό την περίοδο 1960-62. Ο Πάτροκλος Καραντινός (1903-1976) δεν είναι μόνο ένας από τους πατέρες της ελληνικής μοντέρνας αρχιτεκτονικής και εισηγητής στην Ελλάδα της ποιητικής του Λε Κορμπυζιέ, αλλά και έμπειρος σχεδιαστής στον χώρο των μουσείων: είναι δικό του, μεταξύ άλλων, το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου (1933), αριστούργημα της διεθνούς μουσειακής αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα, αλλά και το μεταπολεμικό Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας. Το μουσείο της Θεσσαλονίκης αποτελεί το αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα του ύστερου ρασιοναλιστικού κλασικισμού του Καραντινού και ένα από τα σύμβολα της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής στην πόλη.


Πρόσφατα ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση του επιλεγόμενου «εκσυγχρονισμού-επισκευής του αρχαιολογικού μουσείου», που είχε αποφασιστεί από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ο «εκσυγχρονισμός» (όρος ασαφής αν όχι απειλητικός) έχει μετατραπεί σε «ανακατασκευή» του κτιρίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.


Το σημαντικότερο τμήμα του μουσείου από την άποψη της μορφοπλαστικής επεξεργασίας, η περιοχή του εξωτερικού αίθριου της εισόδου, έχει στην ουσία αλλοιωθεί. H αμετροεπής χρήση του λευκού μαρμάρου, αντίθετη προς την πρωτογενή λιτότητα του Καραντινού, έχει οδηγήσει μεταξύ άλλων στην προσθήκη μιας ακατανόητα βαριάς ράμπας για άτομα με ειδικές ανάγκες που αποδιοργανώνει την αρμονία της όψης, ενώ έχει σχεδόν διπλασιαστεί η υψομετρική διαφορά μεταξύ του αίθριου και του χώρου της εισόδου. H αισθητική της τελευταίας, με την προσθήκη ενός ακόμη μαρμάρινου Π, ικανοποιεί ξενοδοχειακές προδιαγραφές ενώ έχει σε μεγάλο βαθμό ακυρωθεί η ανάλαφρη οπτική διαπερατότητα μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού χώρου.


H παραμόρφωση του συντακτικού της όψης εντείνεται από τη διαφορετική πλέον αναλογία μεταξύ κενού – του διαφράγματος της κεντρικής εισόδου – και πλήρους – των δύο πλευρικών τμημάτων της όψης -, αλλά και από ένα γεγονός μάλλον κραυγαλέο. Ο Καραντινός είχε οργανώσει τα δύο τμήματα της όψης με μια διαφώτιστη λωρίδα από υαλότουβλα τοποθετημένα στο ανώτερο τμήμα, που εκτός από λειτουργικό ρόλο είχαν και μορφολογικό, καθώς έδιναν έμφαση στην οριζόντια διάταξη και δημιουργούσαν μια ανάλαφρη οπτική διαβάθμιση προς την επίστεψη του κτιρίου. Στην «ανοικοδόμηση» της όψης εξαφανίστηκε ένα υπολογίσιμο τμήμα των υαλότουβλων προς το μέρος της εισόδου, βλάφτηκε δηλαδή ανεπανόρθωτα η πρωτότυπη μορφολογία χαρακτηριστική της εικόνας του κτιρίου.


* Απαξίωση προς το έργο


H αισθητική του μαρμάρου που θεραπεύει πάσαν αρχιτεκτονική νόσο και η γενικότερη αντίληψη του σχεδιασμού, άσχετη με εκείνη του πρωτότυπου, καταγράφεται και στο εσωτερικό του μουσείου, ενώ οι δομικές μετατροπές είναι πολύ πιο αισθητές. Πέρα από την «προθηκοποίηση» της έκθεσης του «χρυσού των Μακεδόνων» που τοποθετήθηκε στο λεγόμενο «μικρό Π», η αφιλόξενη αίσθηση του μουσείου-σκοτεινού τούνελ εντείνεται από το γεγονός ότι έχει χτιστεί το περιμετρικό υαλόφρακτο πέτασμα μεταξύ του Π και της εσωτερικής αυλής που περιέχεται σε αυτό, έχει δηλαδή αναιρεθεί η αρχιτεκτονική αντίληψη του Καραντινού για τη σχέση κλειστού και ανοιχτού χώρου στο μουσείο. H ίδια η εσωτερική αυλή καταργήθηκε και στη θέση της κατασκευάστηκε μια φιλόδοξη πυραμίδα ανάμνησης Λούβρου από μέταλλο και γυαλί, που αναιρεί την αρχική τυπολογία και διαμορφώνει ουσιαστικά ένα νέο κτίριο.


Το ερώτημα είναι γιατί μια παρέμβαση τόσο ριζική στην καρδιά του κτιρίου θεωρήθηκε αναγκαία απλώς για τη δημιουργία ενός επιπλέον υπόγειου χώρου «πολλαπλών χρήσεων» αλλά περιορισμένου πάντως εμβαδού, τη στιγμή μάλιστα που όπως διαπιστώσαμε το στέγαστρο αυτό ευνοεί συνθήκες θερμοκηπίου όχι τον Αύγουστο αλλά απλώς τον Ιανουάριο.


Το κτίριο του μουσείου, «μνημείο» σύμφωνα με το υπουργείο Πολιτισμού, δεν έχει αντιμετωπιστεί ως ένα αναγνωρισμένης αξίας αρχιτεκτονικό δοκίμιο του οποίου η μεταχείριση υπόκειται σε ένα αυστηρό και συγκεκριμένο πρωτόκολλο με σεβασμό στο μορφολογικό κατ’ αρχήν λεξιλόγιο, αλλά ως μια ανώνυμη οικοδομή από τσιμέντο την οποία προσαρμόζουμε στις όποιες ανάγκες, υποδυόμενοι μια «προστασία» που στην ουσία έχει αναιρεθεί.


Διαφορετικές είναι οι περιπέτειες ενός άλλου έργου του Καραντινού, του 3ου Δημοτικού Σχολείου στην Ερμούπολη της Σύρου που εδώ και λίγα χρόνια απειλείται με κατεδάφιση. Είναι εντυπωσιακή η δημόσια απαξίωση για το έργο αυτό που αποτελεί ένα από τα πιο επιτυχημένα κτίρια του πασίγνωστου πλέον προγράμματος σχολικής αρχιτεκτονικής της δεκαετίας του 1930 στην Ελλάδα, ένα έργο με περιβαλλοντική ένταξη και λειτουργικότητα συγκρίσιμη με εκείνη του πιο διάσημου δημοτικού σχολείου του Πικιώνη στον Λυκαβηττό. H μοντέρνα αυτή ακρόπολη της γνώσης θα μπορούσε, με τις κατάλληλες εργασίες αποκατάστασης, όχι μόνο να ικανοποιήσει τις σχετικές λειτουργικές απαιτήσεις αλλά και να αποτελέσει πόλο έλξης για τους επισκέπτες του νησιού. Σε χώρες αρχιτεκτονικά πιο προηγμένες από τη δική μας, τα αξιόλογα κτίρια του 20ού αιώνα όχι μόνο προστατεύονται αλλά προβάλλονται στους τουριστικούς οδηγούς ως σημαντικά αξιοθέατα. Κάποτε θα γίνει και σε μας, με ό,τι έχει απομείνει.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.