Είναι διαπιστωμένο πλέον ότι η φιλολογική έρευνα δεν έχει λύσει οριστικά τους λογαριασμούς της με το παρελθόν, αφού από καιρού σε καιρό έρχονται στην επιφάνεια αξιόλογα αυτοτελή έργα ή έργα δημοσιευμένα σε συνέχειες σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες που η ύπαρξή τους ελάνθανε ή δεν είχε προσεχθεί όσο θα ‘πρεπε. H περίπτωση του Μιλτιάδη Μαλακάση (1869-1943) δεν ανήκει βέβαια στην κατηγορία αυτή, όμως το έργο του από το 1964, οπότε εκδόθηκε (όπως εκδόθηκε), συγκεντρωμένο σε δύο τόμους, εκτός από μεμονωμένες εκδοτικές επιλογές, παραμένει απρόσιτο στον αναγνώστη. Σαράντα χρόνια είναι αρκετά ώστε ένας συγγραφέας, άφαντος από την αγορά, να περάσει στην αφάνεια.


Είναι ενδεικτικό ωστόσο ότι από την ποίηση του Μαλακάση ιδιάζουσα θέση κατέχει μια σειρά ποιημάτων που εντάσσονται κάτω από το γενικό τίτλο «Μεσολογγίτικα». Είναι η ενότητα για την ποιότητα της οποίας συγκλίνουν η εκπεφρασμένη άποψη του ίδιου του ποιητή, αρκετών κατά καιρούς κριτικών και επίσης σύγχρονών του αναγνωστών, λογίων και μη, όπως άλλωστε προκύπτει και από το οικείο αρχείο, το οποίο επεξεργάζομαι.


Αρκετά από τα ποιήματα της σειράς αυτής για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμεναν διάσπαρτα στις ποιητικές συλλογές «Συντρίματα» (1889), «Ασφόδελοι» (1918) και «Αντίφωνα» (1931). Κορυφαία και πλέον προβεβλημένα τα ποιήματα «Ο Μπαταριάς» και ο «Τάκη-Πλούμας», επίσης και μερικά άλλα ακόμη.


H συγκέντρωση όλων αυτών σε ένα τομίδιο απασχολούσε διαρκώς τον Μαλακάση. Το γεγονός άλλωστε ότι ένα μέρος καταχωρίζεται στις τελευταίες σελίδες της πρώτης ποιητικής του συλλογής, στα «Συντρίματα», δείχνει ότι στην εκτίμησή του αποκτούσαν, ήδη από το 1899, ξεχωριστή θεματική ενότητα.


Αν και κατά τα έτη 1919 και 1920 μερικά από τα ποιήματα αυτά συμπεριλήφθηκαν σε ξεχωριστές καλαίσθητες πλακέτες, όμως η συγκέντρωση όλων των ποιημάτων με επίκεντρο το Μεσολόγγι (δεκαοχτώ εν όλω ποιημάτων) τον απασχολούσε διαρκώς και έτσι το 1942 τα συγκέντρωσε σε σώμα και λίγους μήνες αργότερα, με αίτησή του, τα υπέβαλε στον αρμόδιο «Κυβερνητικόν Παρατηρητήν παρά τη Επιτροπή ενισχύσεως και προστασίας των πνευματικών αξιών της Χώρας» M. Μαντούδη, ο οποίος εν συνεχεία τα διαβίβασε στην «Επιτροπή Εξαγοράς Εργων Ελλήνων Λογοτεχνών» του Υπουργείου Παιδείας για έκδοση, στην κρίση της οποίας και ευελπιστούσε για τον, ευνοϊκό για κείνον, «καθορισμόν της τιμής εξαγοράς», αφού, όπως γράφει, τα βιβλία του σημείωναν εκδοτική επιτυχία. H έκδοση εκείνη δεν πραγματοποιήθηκε τότε και η συλλογή «Τα Μεσολογγίτικα» κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του ποιητή, το 1946, σε μια καλαίσθητη έκδοση από τον εκδοτικό οίκο «Τα Νέα Βιβλία» με την καλλιτεχνική φροντίδα του γνωστού χαράκτη A. Τάσσου. Αντίτυπα της συλλογής αυτής είναι δυσεύρετα σήμερα, γιατί, μαζί με άλλα βιβλία, καταστράφηκαν από τα σώματα Ασφαλείας λόγω της έκδοσης έργων αριστεράς ιδεολογικής κατεύθυνσης.


Δεν είναι μόνο η οικονομική δυσχέρεια που ώθησε τον Μαλακάση στην απόφαση της ξεχωριστής αυτής έκδοσης (είναι Κατοχή και ο ίδιος νοσηλεύεται από καρκίνο στον «Ευαγγελισμό»), αλλά και η υστεροφημία του (εκδοχές που επιβεβαιώνουν την εικασία του Γ. Π. Σαββίδη)· η άκρως θερμή υποδοχή των ποιημάτων από Ελληνες και ξένους λογοτέχνες, κριτικούς και λογίους, όπως προκύπτει και από επιστολές που απόκεινται στο αρχείο του, ενίσχυε την εκτίμησή του για τη σειρά των ποιημάτων αυτών. Οι επιστολές μάλιστα των K. Π. Καβάφη, N. Καζαντζάκη, Γ. Κοτζιούλα, Fr. Mistral και πλήθος άλλων (των δύο πρώτων είναι γνωστές και από το αφιέρωμα της «Νέας Εστίας» του 1943 στην ποίησή του) είναι χαρακτηριστικές. Ο Καβάφης, σε επιστολή του της 6ης Οκτωβρίου 1929, δεν παραλείπει να εκφράσει το θαυμασμό του γράφοντας μεταξύ άλλων και τα εξής:


«Αγαπητέ μαιτρ,


(…) Φιλία κ’ εκτίμησις από σας πολύ με συγκινούν.


Είμαι θαυμαστής του έργου σας. Από τες αρχές του σταδίου σας με άρεσεν η ποίησίς σας. Τώρα που σας γράφω – που πρώτη φορά επικοινωνώ κατ’ ευθείαν μαζύ σας – ζωντανεύουν μέρες παληές. Το καλοκαίρι του 1903 – όταν ήμουν στας Αθήνας. Τότε είχαν βγει η «Ωρες»: και διάβαζα τους λεπτούς, τους έμορφους στίχους των. M’ έρχονται στο νου κάτι χαριτωμένες περικοπές ενός άρθρου που είχε γράψει τότε για σας ο Νιρβάνας, και μια πολύ συμπαθητική φωτογραφία σας που ετύπωσαν τα «Παναθήναια».


Εκτοτε πέρασαν πολλά χρόνια· γράψατε άλλα ωραία ποιήματα· γράψατε το θαυμάσιο «Μπαταριά», τον θαυμάσιο «Τάκη-Πλούμα», τον θαυμάσιο «Μπάυρον» κι αύξησεν η αγάπη μου προς την ποίησί σας.


Το έργον σας επιβάλλεται μονάχο του. Δεν έχει καμιάν ανάγκη από μένα. Αλλά απλώς για ευχαρίστησι δική μου, από χρόνια είναι που μιλώ συχνά, πολύ συχνά – προ πάντων στους νεοτέρους – για την υπέροχη συμβολή σας στην νεοελληνική Τέχνη.


Αγαπητέ μαιτρ, σας ευχαριστώ για το γράμμα σας.


Ο φίλος σας,


K. Π. Καβάφης».


Ο Καζαντζάκης, εξάλλου, βρισκόμενος το 1920 στο Παρίσι, αφήνει τη νοσταλγία του να ξεχυθεί με τα ακόλουθα λόγια: «Στο Παρίσι ξαφνικά θυμήθηκα τον Μπαταριά σας· τον Τάκη-Πλούμα· λαχτάρισα πάλι την Ελλάδα· σιχάθηκα τη Φραγκιά. Σας ευχαριστώ· σας ευγνωμονώ γιατί γράψατε τα τραγούδια αυτά».


Τα ποιήματα αυτά, τα οποία, όπως είπαμε, και ο ίδιος ο ποιητής τα ξεχώρισε από το σύνολο της ποιητικής του παραγωγής, προκρίθηκαν και από κριτικούς της εποχής ως τα καλύτερα και πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα του έργου του. Θα ήταν ίσως σκόπιμο να επισημάνουμε ότι η διάκριση αυτή, σε μεγάλο βαθμό, οφείλεται και στην αναγνωσιμότητά τους – σε επίπεδο τεχνοτροπίας και περιεχομένου – μια και πρόκειται για ποιήματα καθαρά ελληνικής ιθαγένειας: ανακαλούν αναγνωρίσιμους – και ελκυστικούς – κόσμους της λαϊκής ψυχής με μια γλώσσα έντονα αναπαραστατική και περιγραφική, που μεταφέρει με διαφάνεια απτές και συγκεκριμένες παραστάσεις, χωρίς να συγκαλύπτει ή να υπαινίσσεται. Για το λόγο αυτό τα «Μεσολογγίτικα» αντιδιαστέλλονται προς τα υπόλοιπα συμβολιστικά ποιήματα του Μαλακάση.


Το ποιητικό υποκείμενο είναι παρατηρητής ενός αναγνωρίσιμου εξωτερικού κόσμου – δε συγχέεται με αυτόν – και διατηρεί την αντικειμενική του υπόσταση. Τα ποιήματα εκφράζουν ένα θεματικό σύμπαν το οποίο πιστεύουμε ότι συνετέλεσε άμεσα στην ευνοϊκή τους πρόσληψη: προσωπογραφούν λαϊκά πρόσωπα και έναν τρόπο ζωής με το στίγμα της αυθεντικότητας (λόγου χάριν στα ποιήματα «Το λένε τ’ αηδονάκια», «Κρυονερίτες»), της γνήσιας δηλαδή ελληνικής λαϊκής ψυχής, όπως εγγράφεται στην επαρχιακή εντοπιότητα. Οι προσωπογραφίες αυτές, που έχουν έντονα ηθογραφικό χρώμα, αισθητοποιούν ελληνικές αξίες, όπως λεβεντιά (ρώμη και ομορφιά) στον «Τάκη Πλούμα» και πάθος, διονυσιασμό, καλλιτεχνική μέθεξη στον «Μπαταριά», ο πρωτογονισμός του οποίου θυμίζει λαϊκούς, ειδωλοποιημένους τύπους, όπως τον Βασίλη τον Αρβανίτη, στην ομώνυμη νουβέλα του Στρατή Μυριβήλη ή τον Ζορμπά του Καζαντζάκη, στο μυθιστόρημα «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» ή ακόμη λαϊκούς ήρωες του Θεόφιλου και του Μακρυγιάννη. Επίσης, στα ποιήματα της κατηγορίας αυτής, κυρίως στον «Μπαταριά», φαίνεται η «ρουμελιώτικη συνείδηση» του ποιητή, χαρακτηριστικό που ανήκει γενικά και στον Παλαμά.


Λόγω του απτού περιγράμματός τους τα ποιήματα προχωρούν με ρεαλιστική εξεικόνιση της πραγματικότητας και δεν συγκρατούν τίποτε από τον ερμητικό και κρυπτικό χαρακτήρα της συμβολιστικής τεχνοτροπίας. Τα περισσότερα αποτελούν έκφραση ενός αισθήματος νοσταλγίας για έναν κόσμο που χάθηκε: συνδέονται έτσι με απολεσμένες κατά κάποιο τρόπο αξίες για το ποιητικό υποκείμενο, οι οποίες σχετίζονται με την εντοπιότητα και με τη νεότητά του. M’ αυτά τα χαρακτηριστικά αποτελούν ένα είδος ιδανικού φυγόκοσμου, που δεν τοποθετείται στο μέλλον αλλά στο παρελθόν. H αναπόλησή τους έμμεσα απαντά σε μια επιθυμία αυθεντικότητας – συναφούς με την εξιδανίκευση του κόσμου που αναπαριστούν, αφού η μουσικότητα παιχνιδίζει όπως και οι σκοποί των χορευτικών μας τραγουδιών. Ετσι, μέσω του ανακλητικού βιώματος και της αναπόλησης (παρελθοντισμός) «Τα Μεσολογγίτικα» συνδέονται με το υπόλοιπο σώμα της ποιητικής παραγωγής του Μαλακάση.


Ο κ. Γιάννης Παπακώστας είναι καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.