Τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούμε να διαμορφώνεται μια εικόνα βαθιάς και γενικευμένης κρίσης στην Εκκλησία της Ελλάδος μετά τις πρωτοφανείς καταγγελίες και αποκαλύψεις για τον βίο και την πολιτεία κληρικών όλων των βαθμίδων. H αποσταθεροποίηση της Εκκλησίας και το κλίμα απαξίωσης θέτουν, για μία ακόμη φορά, το μείζον ζήτημα του «ιερού διαζυγίου»· του χωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Γ. Παπανδρέου έθεσε ανοικτά το θέμα. Το ίδιο έπραξαν και κορυφαία στελέχη του κυβερνώντος κόμματος. Ο ευρωβουλευτής και εκ των ιστορικών στελεχών της ΝΔ κ. I. Βαρβιτσιώτης επισημαίνει ότι η Ελληνική Πολιτεία οφείλει σε όσα βήματα θελήσει να προβεί, αυτά να γίνουν ύστερα από πλήρη συμφωνία με την Εκκλησία. H κυβέρνηση, από την πλευρά της, δήλωσε πως δεν τίθεται θέμα χωρισμού. Πάγια είναι η θέση υπέρ του χωρισμού των δύο άλλων κομμάτων του Κοινοβουλίου, του KKE και του Συνασπισμού. Ούτως ή άλλως πρόκειται για ένα ζήτημα «καυτό» με παρελθόν πολλών χρόνων και ιστορικό μεγάλων πολιτικών αντιπαραθέσεων, ήδη από τον 19ο αιώνα. «Το Βήμα» ανοίγει σήμερα έναν ουσιαστικό διάλογο για το θέμα του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας που απασχόλησε και θα απασχολεί την ελληνική κοινωνία, η οποία βαδίζει ήδη στον 21ο αιώνα «κουβαλώντας» ένα άλυτο ιστορικά ζήτημα που απαιτεί, είτε το θέλουμε είτε όχι, λύση.


H σύγκριση του Συντάγματος του 1975 (1986/2001) και του Συντάγματος του 1952 οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στο πρώτο εκδηλώνει ο συντακτικός νομοθέτης τάση θρησκευτικού αποχρωματισμού του κράτους. Ναι μεν χαρακτηρίζεται και στα δύο κείμενα το ορθόδοξο δόγμα ως η «επικρατούσα θρησκεία» στην Ελλάδα, αλλά ο όρος αυτός έχει στο καθένα διαφορετικό περιεχόμενο. Συγκεκριμένα με το ισχύον Σύνταγμα εισάγονται οι εξής αλλαγές σε σύγκριση με ό,τι ίσχυε μέχρι το 1975: α) Δεν επαναλήφθηκε η παλαιά διάταξη ότι ο αρχηγός του Κράτους (ήδη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας) πρέπει να ανήκει στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. β) Αντίστοιχα, απαλείφθηκε και από το κείμενο του όρκου που δίνει κατά την ανάληψη των καθηκόντων του η υπόσχεση να προστατεύει την επικρατούσα θρησκεία, πράγμα που έχει σοβαρές νομικές επιπτώσεις. γ) Τώρα πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 13, παρ. 2, εδάφ. γ’, ο προσηλυτισμός απαγορεύεται γενικώς, δηλαδή σε βάρος οποιασδήποτε (γνωστής) θρησκείας και όχι, όπως προηγουμένως, μόνο της επικρατούσας. Επίσης δεν επαναλήφθηκε η διάταξη που απαγόρευε εκτός από τον προσηλυτισμό και τις άλλες κάθε είδους επεμβάσεις σε βάρος της επικρατούσας θρησκείας. δ) H κατάσχεση εντύπων επιτρέπεται από το άρθρο 14, παρ. 3, λόγω προσβολής όχι μόνο της χριστιανικής αλλά και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας. ε) Σύμφωνα με το άρθρο 16, παρ. 2, του νέου Συντάγματος, ανάμεσα στους σκοπούς της παιδείας είναι και η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως, ενώ το άρθρο 16, παρ. 2, του παλαιού Συντάγματος όριζε ότι η διδασκαλία στα σχολεία της μέσης και της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως αποσκοπεί «εις την ανάπτυξιν της εθνικής συνειδήσεως των νέων επί τη βάσει των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού».


Από τα δεδομένα αυτά προκύπτει ότι το ισχύον Σύνταγμα περιέχει «εν σπέρματι» τη βάση χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας, αφήνοντας στον κοινό νομοθέτη την πρωτοβουλία να καταστήσει τους μεταξύ τους δεσμούς ακόμη χαλαρότερους. Ενόσω όμως αυτό δεν γίνεται, διατηρεί η Εκκλησία της Ελλάδος – τόσο αυτή όσο και οι οργανωτικές της υποδιαιρέσεις – την ιδιότητα νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και την προνομιακή μεταχείριση που απορρέει από την ιδιότητα αυτή στον τομέα της κρατικής ενίσχυσης και αρωγής – στο μέτρο βέβαια που το επιτρέπει η συνταγματική κατοχυρωμένη θρησκευτική ελευθερία. Παράλληλα όμως η ιδιότητα αυτή συνεπάγεται και την εποπτεία της Πολιτείας, που κατά κανόνα περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας και ασκείται από διάφορα διοικητικά όργανα και τα δικαστήρια.


Οταν όμως κάνουμε λόγο για χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας πρέπει πάντοτε να έχουμε προ οφθαλμών την ευρύτητα του φάσματος που καλύπτει η έννοια αυτή και ποικίλλει από τον εχθρικό χωρισμό, με καλύτερο παράδειγμα τη γειτονική Αλβανία στην εποχή του Εμβέρ Χότζα, μέχρι τον φιλικό της Γερμανίας και της Αυστρίας, όπου οι μεγάλες θρησκευτικές κοινότητες έχουν δημόσιο χαρακτήρα, ενώ ενδιάμεση μορφή αποτελεί το θρησκευτικά απόλυτο ουδέτερο κράτος, όπως στις ΗΠΑ και στη Γαλλία.


Προσωπικά πιστεύω ότι η Ελληνική Πολιτεία οφείλει σε όσα βήματα θελήσει να προβεί αυτά να γίνουν ύστερα από πλήρη συμφωνία με την Εκκλησία. Παράλληλα όμως θα πρέπει να εξασφαλιστεί η ικανότητα της Εκκλησίας να μισθοδοτεί το προσωπικό της, του οποίου οι αποδοχές καλύπτονται σήμερα από το Δημόσιο. Ο λόγος είναι ότι από το 1833 και ύστερα αποξενώθηκε η Εκκλησία από το μέγιστο μέρος της περιουσίας της, αρχικά με τα μέτρα της Αντιβασιλείας του Οθωνα και στη συνέχεια με αλλεπάλληλες αναγκαστικές απαλλοτριώσεις ή εκούσια προσφορά σε ώρες που το επέβαλλε το εθνικό συμφέρον. Συνέπεια είναι ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να αντεπεξέλθει σε αυτές τις υποχρεώσεις χωρίς την κρατική αρωγή.


Ειδικότερα για το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι ο γράφων ως υπουργός Παιδείας απέδωσε μεγάλη σημασία στην οριστική ρύθμιση των περιουσιακών εκκρεμοτήτων ανάμεσα στο Κράτος και στην Εκκλησία. Υστερα από αλλεπάλληλες συναντήσεις του υπουργού με τον τότε αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ καταρτίστηκε ένα σχέδιο συμβάσεως μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος με αντικείμενο τη συνολική ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων, ειδικότερα την επίλυση όλων των διαφορών που είχαν ανακύψει κατά την εκτέλεση προγενέστερης σύμβασης (του 1952) και την άρση σχετικών αμφισβητήσεων.


Ο κ. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης είναι ευρωβουλευτής και πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής».