Πριν προλάβουμε να χωνέψουμε το μεταμοντέρνο «σκάνδαλο» της high-tech διακειμενικότητας (τύπου Κρίστεβα και Ντεριντά), ενέσκηψε το ψηφιακό μυστήριο της υπερκειμενικότητας (hypertextuality). Η διαφορά είναι ότι ενώ το πρώτο «βάζει δύσκολα» ακόμη και στους περπατημένους της φιλολογίας, το δεύτερο είναι στην πραγματικότητα τόσο οικείο όσο και η περιδιάβαση, σύνδεσμο προς σύνδεσμο, στο ψηφιακό άπειρο του Διαδικτύου. Σύμφωνα με έναν ορισμό (των Delaney και Landow) υπερκείμενο είναι «μια μεταβλητή κατασκευή αποτελούμενη από ενότητες κειμένων και τους ηλεκτρονικούς συνδέσμους (link) που τις ενώνουν». Ενα «κλικ», και από την άγνωστη λέξη του κειμένου που διαβάζω στην οθόνη μετατίθεμαι στο ενσωματωμένο λεξικογραφικό ερμήνευμα – απλή, όσο και παμπάλαια ανάγκη. Αλλά ας υποθέσουμε κάτι πιο σύνθετο.


Το σύστημα υπερκειμένου που χρησιμοποιώ φιλοξενεί «Το όνομα του ρόδου» του Ουμπέρτο Εκο, και ταυτόχρονα όλα τα άλλα κείμενα που έχει «διαβάσει» το κείμενο του συγγραφέα: τα αστυνομικά του Αρθουρ Κόναν Ντόιλ, τα μυθιστορήματα του Χόρχε Λούις Μπόρχες, φιλοσοφικά αξιώματα και ρητά του Βίτγκενσταϊν, τις θεωρίες του Μπάχτιν για τη διαλογικότητα, χωρία από τη Βίβλο, μεσαιωνικά έργα, τεχνικές περιγραφές συγκεκριμένων μεσαιωνικών ναών, ακόμη και (οπτικά κείμενα κι αυτά) πίνακες του Μπρύγκελ. Ενεργοποιώντας τους «εμφυτευμένους» συνδέσμους στην οθόνη μου, μπορώ, αφήνοντας το αφετηριακό μου σημείο, να κάνω δειγματοληψία ή διεξοδική μελέτη όλων των κειμενικών ή εικαστικών συστατικών που απεργάζονται το «Ονομα του ρόδου». Μπορώ, προφανώς, να έχω μιαν ανάλογη περιπέτεια με αφορμή τον «Οδυσσέα» του Τζόις, την «Ερημη Χώρα» του Ελιοτ ή το σεφερικό «Μυθιστόρημα» – ή μπορώ, με εικαστικές αφετηρίες, να αναλώσω μια μικρή αιωνιότητα στον υπερκειμενικό λαβύρινθο της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου.


Οι θεωρητικοί και προπαγανδιστές της υπερκειμενικότητας προσδοκούν συγκεκριμένες «παρενέργειες» από αυτή τη διαδικασία: ότι ο αναγνώστης θα ξεχαστεί στις παρόδους και τις παράλληλες ατραπούς αρκετά για να ατονήσει η αίσθηση της πρωταρχικότητας του αφετηριακού κειμένου· θεού θέλοντος, μπορεί και να το λησμονήσει εντελώς ή, τουλάχιστον, να το θεωρήσει απλώς ως έναν από τους κρίκους της υπερκειμενικής αλυσίδας. Σημαντικότερες είναι οι (πάντα επιθυμητές) παρενέργειες «δευτέρου βαθμού»: ο αναγνώστης, ενεός και άναυδος μπροστά στην πολυφωνική διαπασών, θα απαλείψει το «εις ένα συγγραφέα» από το «Πιστεύω» του και θα αποκηρύξει τη (μεσαιωνική και βάλε) πλάνη μιας intentio auctoris (συγγραφική πρόθεση) που ρυθμίζει και αστυνομεύει το «μήνυμα» του κειμένου. Αν διαθέτει γόνιμη και πρωτότυπη φαντασία, θα φανταστεί τον Ουμπέρτο Εκο δαιμονισμένο να βρυχάται εγγαστρίμυθα: «δεν είμαι ένας, είμαστε λεγεώνα».


H βασική «παρενέργεια» τρίτου βαθμού για τον θαμώνα του υπερκειμενικού συστήματος είναι να λαχταρήσει να γίνει λεγεωνάριος και ο ίδιος, με άλλα λόγια, να γίνει, εκτός από παθητικός αναγνώστης, και ενεργητικός συν-γραφέας – μια μυστηριακή διαδικασία που τη λένε και «διαδραστικότητα» και που αντικαθιστά τη ρομαντική σοφίτα του μοναχικού γραφιά με το υπερσύγχρονο ψηφιακό εντευκτήριο (chat room). Η συν-γραφή μπορεί να λάβει ποικίλες μορφές αλλά στηρίζεται πάντα στη συνδεσμολογία των «κλικ»: αυτός που δρομολογεί την αφήγηση την αφήνει ημιτελή και δίνει στους αναγνώστες την ευκαιρία να επιλέξουν διαφορετικές εκδοχές εξέλιξης και έκβασης της πλοκής ανάλογα με τα «link» που θα ενεργοποιήσουν στην οθόνη τους. Πλοκή, δηλαδή, είναι η συγγραφική σύμπραξη του ίδιου του αναγνώστη. Καλωσήρθατε στην ΥΔΣΚ! (Υπερκειμενική Δημοκρατία της Συμμετοχικής Κυβερνολογοτεχνίας)


Αν είναι παιχνίδι, πρόκειται για παιχνίδι που, με γενικό υπέρτιτλο «Ο θάνατος του συγγραφέα», ξεκίνησε με την αντιστασιακή ατζέντα του Ρολάν Μπαρτ και της Τζούλια Κρίστεβα: όχι στον παραδοσιακό, γραμμικό τρόπο ανάγνωσης· όχι στην ψευδαίσθηση ότι το συγγραφικό υποκείμενο μπορεί από μόνο του να δημιουργήσει και να ελέγχει ένα κύκλωμα πλήρους και άμεσης επικοινωνίας· όχι στην καπιταλιστική ανταλλαξιμότητα και κατανάλωση του κειμένου. Αλλά, υποθέτω, ούτε ο ένας ούτε η άλλη είχαν προβλέψει ακριβώς τη μετάβαση από τη μυσταγωγία της διακειμενικότητας (χονδρικά: «κανένα κείμενο δε σημαίνει από μόνο του· όλα τα κείμενα σημαίνουν σε σχέση με άλλα κείμενα») στον ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό της ψηφιακής υπερκειμενικότητας – που είναι καλή για το κοινό «σερφάρισμα», απαραίτητη για τον Παγκόσμιο Ιστό μας και ίσως ακόμη πιο απαραίτητη για τις θρυλούμενες και μελλούμενες υπερκειμενικές βιβλιοθήκες, αλλά όχι τόσο διαφωτιστική για τον τρόπο με τον οποίο παράγεται και καταναλώνεται ο λόγος της λογοτεχνίας όσο φαίνεται να πιστεύουν ορισμένοι από τους μύστες της.


Κι αυτό για πολλούς λόγους, ο σημαντικότερος από τους οποίους, νομίζω, είναι ότι αυτοί οι τελευταίοι εμφορούνται πολύ περισσότερο από τον τεχνοκρατούμενο οπτιμισμό της «πληροφορικής στροφής» παρά από τη γόνιμη και εταστική αμηχανία που συντηρεί και ελαύνει την αυθεντική κριτική περιπέτεια. H επιστημολογική διάσταση ανάμεσα στα δυο «συστήματα» είναι μεγάλη, ακόμη και αν βγάλει κανείς από τον λογαριασμό τις στρεβλώσεις που ελλοχεύουν στον «υψηλό λαϊκισμό» και την πολιτική ορθότητα. H λογοτεχνία μπορεί να μην είναι μυστήριο που το κατέχουν και το νέμονται λίγοι ιεροφάντες, αλλά, τουλάχιστον προς το παρόν, επιτρέπεται να αμφιβάλλουμε αν το «κλικ» και το «link» είναι η κατάλληλη μέθοδος απομυσταγώγησης.


Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.