Την Κυριακή (23.1.2005) στις Νέες Εποχές ο κ. Νάσος Βαγενάς έδωσε τη δική του απάντηση στο ερώτημα «Πώς γράφεται μια θεωρία της διαμόρφωσης του έθνους;», παίρνοντας αφορμή από τη μελέτη του Νίκου Σβορώνου «Το ελληνικό έθνος: Γένεση και διαμόρφωση του νέου Ελληνισμού», η οποία, αν και γραμμένη στα μέσα της δεκαετίας του 1960, παρέμεινε ανέκδοτη επί τέσσερις δεκαετίες για να κυκλοφορήσει μόλις σήμερα. Στον πρόλογο του άρθρου του ο κ. Βαγενάς επεσήμανε ότι «εξετάζοντας το θέμα της συνέχειας ή ασυνέχειας της ελληνικής ιστορίας, ο μαρξιστής ιστορικός οδηγείται σε ένα συμπέρασμα διαφοροποιούμενο από τις απόψεις όχι μόνο της εθνικιστικής αλλά και της μοντερνιστικής (μαρξιστικής) θεωρίας του έθνους, το οποίο ασφαλώς θα προκαλέσει συζητήσεις». H συνέχεια δίνεται σήμερα καθώς οι καθηγητές κκ. Αντώνης Λιάκος και Νίκος Δεμερτζής παραθέτουν τις δικές τους απόψεις για το έθνος, τους ιστορικούς που μελετούν το εθνικό φαινόμενο, τις πηγές και την ιστοριογραφία.


H πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του Νίκου Σβορώνου «Το ελληνικό έθνος, Γένεση και διαμόρφωση του νέου Ελληνισμού» (Πόλις 2004) χρησιμοποιήθηκε από τον κ. Νάσο Βαγενά για να κατηγορήσει τους ιστορικούς που μελετούν το εθνικό φαινόμενο ότι «μεταφέρουν μηχανικά τις ανιστόρητες περί νέου ελληνισμού απόψεις των προτύπων τους» («Το Βήμα», 23.1.2005). Προηγουμένως καταδίκασε και τα πρότυπα (Ε. Gellner, Ε. Kedourie, Ε. Hobsbawm, Β. Anderson), διότι στηρίζονται σε ελλιπή γνώση της θεωρίας του νέου ελληνισμού. Δεν θα έγραφαν αυτά που έγραφαν αν είχαν διαβάσει το πόνημα του Σβορώνου.


* Το κείμενο του Νίκου Σβορώνου


Οι ιστορικοί δέχτηκαν με επιφυλακτικότητα την έκδοση του χειρογράφου του Σβορώνου, μετά από σαράντα χρόνια. Μεγάλο μέρος του κειμένου αυτού είχε συμπεριληφθεί στο λόγο που εκφώνησε ο Σβορώνος κατά την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Αθηνών το 1976 και έχει δημοσιευτεί στα «Ανάλεκτα», (Θεμέλιο, 1982, σσ. 145-161). Επομένως το σχήμα του Σβορώνου για την ιστορία του Νέου Ελληνισμού δεν είναι άγνωστο. Εχει μάλιστα σχολιαστεί έκτοτε. Στο συνέδριο για τον Δημαρά το 1994 είχα υποστηρίξει ότι τελικά το Παπαρρηγοπούλειο σχήμα της ιστορίας του Ελληνικού έθνους ήταν τόσο ισχυρό, ώστε επιβίωσε ακόμη και σε μαρξιστές ιστορικούς, όπως ο Σβορώνος, ο οποίος για να εξηγήσει τη συναρμογή των διαφορετικών Ελληνισμών (στον Παπαρρηγόπουλο ήταν πέντε, αργότερα συρρικνώθηκαν σε τρεις) καταφεύγει στο θεολογικό σχήμα του τριπρόσωπου της Αγίας Τριάδας. Ενδεχομένως, αν ζούσε σήμερα, ο συγγραφέας θα είχε επιφυλάξεις για τη σκοπιμότητα αυτής της έκδοσης. Στα τελευταία σαράντα χρόνια πολλές από τις βεβαιότητες που διατύπωσε έχουν ανατραπεί. Ενα από τα παραδείγματα οι Νεομάρτυρες. Τους παρουσιάζει ως τους «πρώτους εθνικούς ήρωες του Νέου Ελληνισμού» (σ. 84). Θα παρέλειπε τη σελίδα αυτή αν είχε ζήσει για να διαβάσει το «Πάθος Μαρτυρίου» του Φίλιππου Ηλιού στα Ιστορικά (τχ. 23/1995) το οποίο δίνει μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Ακόμη και για τον εθνολογικό παράγοντα στην Αρχαιότητα, θα είχε αμφιβολίες αν έπρεπε να τον αντιμετωπίσει ως ουσία και όχι ως εκ των υστέρων κατασκευή, αν είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη σχετική βιβλιογραφία των τελευταίων χρόνων (Βλ., λ.χ., εκτός των άλλων, τις μελέτες του Jonathan Hall, Ethnic identity in Greek Antiquity, 1997, και Hellenicity, 2002).


Αν είναι χρήσιμο το έργο αυτό είναι για να μάθουμε πώς σκεπτόταν ο Σβορώνος, ένας ιστορικός που στη μεταπολεμική περίοδο επηρέασε αποφασιστικά την ιστοριογραφία αλλά και την ευρύτερη ιστορική κουλτούρα, μα και για να δούμε το διάλογο αλλά και τους τελεσφόρους συγκερασμούς ανάμεσα στην Αριστερά και στην εθνική ιδεολογία πάνω στην ελληνική ιστορία. Το κείμενο του Σβορώνου δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί έξω από τα ιστορικά συμφραζόμενά του, ως παραδειγματική αλήθεια για το έθνος. Διαβάζουμε τον Σβορώνο, όπως άλλωστε διαβάζουμε τον Παπαρρηγόπουλο και τον Κοραή για να μάθουμε πώς στον καιρό τους σκέπτονταν την έννοια του έθνους. Οχι ως παρακαταθήκες αληθειών για το έθνος. Δεν πρέπει να τους διαβάζουμε κανονιστικά. Διαφορετικά κατασκευάζουμε αγιογραφίες και μυθολογίες.


* Ανάδελφο έθνος;


Ας επιστρέψουμε στο κείμενο του κ. Βαγενά. Υποστηρίζει ότι η ελληνική περίπτωση αποτελεί μια εξαίρεση η οποία δεν εμπίπτει στις θεωρίες συγκρότησης του έθνους. H ειρωνεία είναι ότι το επιχείρημα αυτό αποτελεί τη μόνιμη επωδό όλων των υποστηρικτών της ιδιαιτερότητας και της εξαιρετικότητας του έθνους τους, ένα από τα συστατικά της ίδιας της ιδεολογίας του εθνικισμού. Από τη γειτονική Τουρκία έως τη μακρινή Ταϊλάνδη, όλα τα έθνη θεωρούν ότι δεν μοιάζουν με κανένα άλλο. Οι θεωρίες ισχύουν μόνο για τους άλλους. Τα ίδια είναι ιδιοπρόσωπα και ανάδελφα. H θεωρία της «εξαίρεσης» είναι στοιχείο απαξίωσης κάθε θεωρίας. Αλλωστε ένας από τους σύγχρονους εθνικούς μας ύμνους δεν λέει ότι «των Ελλήνων οι κοινότητες ζούνε σ’ άλλους γαλαξίες» και όχι στο συνηθισμένο γήινο κόσμο;


Δεν είναι κακό να μην είναι κανείς ιστορικός και να καταπιάνεται με ιστορικά ζητήματα, αλλά υπάρχουν κάποια προαπαιτούμενα. Σε παλαιότερη επιφυλλίδα του ο κ. Βαγενάς («Θεωρητικές χρήσεις της Ιστορίας», «Το Βήμα», 24.8.2000) γράφει ότι μεταξύ των Ελλήνων ιστορικών μερικοί υποστηρίζουν ότι «δεν υπάρχουν άνθρωποι που να αυτοπροσδιορίζονται, σε επίπεδο εθνότητας, ως Ελληνες (ή που να χρησιμοποιούν ως ομόσημη την ονομασία Ρωμαίος ή Γραικός) πριν από το τέλος του 18ου αιώνα μεταξύ των πληθυσμών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας». Θα μπορούσε να δηλώσει κανείς την έκπληξή του και να ζητήσει να προσκομιστεί η παραπομπή ώστε να εκτιμήσει αν διαβάζεται σωστά, ή τη βαρύτητά της. Αλλά η υποθετική αυτή φράση χρησιμοποιείται γενικευτικά, και ακόμη δημαγωγικά. Γνωρίζουμε άλλωστε από το πρόσφατο παρελθόν πώς δημιουργούνται εθνικοί πανικοί και κυνήγι μαγισσών. Από όσα γνωρίζω, αμφιβάλλω αν κανείς ιστορικός λοιπόν υποστήριξε παρόμοια ιδέα σαν κι αυτή την οποία του αποδίδει ο κ Βαγενάς, για έναν απλούστατο λόγο: το ερώτημα δεν τίθεται με τον τρόπο αυτό για προ-νεωτερικές εποχές και κυρίως για τις πριν από το 18ο αιώνα.


Είναι η κοινωνία της εποχής της νεωτερικότητας που διακατέχεται από τη μανία της ταξινόμησης. Αυτή η ταξινομητική αρχή μας επιτρέπει να διακρίνουμε διαφορετικά χαρακτηριστικά σε διαφορετικά επίπεδα και επομένως να αυτοπροσδιοριζόμαστε αναλόγως. Αυτή η αρχή της ταξινόμησης έγινε νοοτροπία του ταξινομείν και στη συνέχεια πολιτική αρχή διαχωρισμού, συνόρων, διαβατηρίων. Αυτή η αρχή εσωτερικεύτηκε και πάνω σ’ αυτή βασίζονται και οι αυτοπροσδιορισμοί μας. Πριν από το 18ο αιώνα τα προβλήματα αυτά ετίθεντο εντελώς διαφορετικά.


Επομένως όταν αναζητούμε σήμερα σε εκείνες τις εποχές ταξινομήσεις πληθυσμιακών ομάδων με εθνικούς όρους στους οποίους η μια ιδιότητα αποκλείει την άλλη, θα πρέπει να ξέρουμε ότι δεν θα βρούμε, γιατί δεν υπάρχει ένα τακτοποιημένο εννοιολογικό πλαίσιο κατηγοριοποιήσεων με βάση θρησκεία, εθνικότητα, γλώσσα κλπ. Διακρίσεις υπάρχουν, αλλά όχι σύστημα διακρίσεων. Ακόμη, η ορολογία που χρησιμοποιούν οι πηγές, δεν έχει ίδιο νόημα με το σημερινό. Οσο προφανέστερη είναι μια ομοιότητα, τόσο περισσότερο καχύποπτους πρέπει να μας καθιστά. Τους όρους δηλαδή πρέπει να τους διαβάζουμε πολύ κοντά στα συμφραζόμενά τους, και όχι με το αναδρομικό νόημα που τους δίδουμε σήμερα μέσα από τη συγκρότηση μιας εθνικής ταυτότητας η οποία έχει χρησιμοποιήσει για την κατασκευή της παλαιότερα υλικά.


H επιμονή στην έννοια της ορολογίας έχει σημασία γιατί ό,τι αποκαλούμε σήμερα εθνικότητα, συνεπάγεται μια ταυτότητα η οποία εκδηλώνεται διακηρυκτικά, και επομένως συγκροτείται στο επίπεδο του λόγου. Δεν διακήρυσσαν πάντοτε οι άνθρωποι την ταυτότητά τους. (Γι’ αυτό άλλωστε και η σημασία της αναγνώρισης στην παράδοση της λογοτεχνίας και της τέχνης). H διακήρυξη και η επιτέλεση της ταυτότητας είναι πολιτική πράξη, είτε υπερβαίνει άλλους διαχωρισμούς, ταξικούς, τοπικούς, θρησκευτικούς, οι οποίοι συνοδεύονται από πολιτισμικές διαφορές, είτε απολυτοποιεί τις διαφορές και τις παγιώνει. Γι’ αυτό το λόγο το έθνος, με τη νεωτερική και τρέχουσα σημασία που έχει αυτός ο όρος, δεν είναι μια αρχέγονη ουσία αλλά μια πρακτική, αποτέλεσμα μιας βαθιάς νοητικής και νοοτροπιακής αλλαγής, η οποία συντελέστηκε μέσα από πολιτικούς και πολιτισμικούς σεισμούς στους τελευταίους δύο αιώνες. Γι’ αυτό οι ιστορικοί δεν θέτουν ερωτήματα του τύπου «υπήρχε ή δεν υπήρχε ελληνικό έθνος τότε», αλλά πολύ πιο εξειδικευμένα. Αφορούν τα νήματα τα οποία κάποια στιγμή, και κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες στην εξέλιξη της σύγχρονης Ευρώπης συνυφάνθηκαν για να αποτελέσουν το έθνος. Ακόμη πότε και πώς οι διάφορες πληθυσμιακές ομάδες ταυτίστηκαν με ένα έθνος και απέκτησαν αίσθημα συνανήκειν ή διαχωρισμού. Την εθνικοποίηση των πληθυσμών, του λόγου τους, των πρακτικών τους. Να γιατί τους χρειάζονται τα θεωρητικά διαβάσματα. Για να ξέρουν πώς να θέτουν ερωτήματα στις πηγές τους. Για να μαθαίνουν πώς να χειρίζονται παγιδευμένες έννοιες. Πώς να χειρίζονται προβλήματα. Για να μελετούν συγκριτικά και να επικοινωνούν σε διαφορετικά επίπεδα αφαίρεσης.


* H προβληματική των ιστορικών


Καταλαβαίνω βέβαια ότι ο κ. Βαγενάς, ως φιλόλογος, δεν είναι εξοικειωμένος με την προβληματική των ιστορικών. Αλλά και πάλι δεν εξηγείται το γιατί εξαρτά από την ιστορία της γλώσσας την ιστορία του έθνους. Το «ομόγλωσσον», άλλη μια αρχή, αν και εργαλειακή, του εθνικισμού. Οι σύγχρονες μελέτες δείχνουν ότι πρόκειται για διαφορετικές κατηγορίες, οι οποίες διαπλέκονται με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικές εποχές. Τελικά, εκτός από τη γνώση του πεδίου, για να σκεφτούμε σήμερα την ιστορία, και μαζί και τις θεωρίες οι οποίες αναφέρονται στην ιστορία του πολύπλοκου φαινομένου έθνους, χρειάζεται να εξοικειωθούμε με ορισμένες λειτουργικές αρχές της σύγχρονης σκέψης των ιστορικών. Πρώτο, την έννοια της ασυνέχειας και της ασυμβατότητας διαφορετικών εποχικών τρόπων σκέψης (αντί της συνέχειας και της γραμμικότητας). Αναζητούμε την ετερότητα και τη διαδικασία της διαφοροποίησης, αντί για τις ομοιότητες, τις ρίζες και τις καταγωγές. Δεύτερο, να υποψιαζόμαστε την αναδρομική κατασκευαστική της ιστορίας και της μνήμης. Τρίτο, να ιστορικοποιούμε την ερμηνεία αντί να αντιπαραθέτουμε λάθος και σωστό. Τέταρτο, να χειριζόμαστε το παρελθόν ως ανοιχτή διαδικασία με ενδεχόμενα και δυνατότητες, χωρίς μια λογική που προέρχεται από την εκ των υστέρων ανάγνωση του συντελεσμένου. H σύγχρονη ιστορική προβληματική, αν και δεν είναι πανάκεια, είναι αναγκαία ώστε να ιστορικοποιούμε και να αναλύουμε το εθνικό φαινόμενο, και επομένως και το ελληνικό, χωρίς να αναπαράγουμε τον εθνικό λόγο.


Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.