Οι δημοσιογραφικές αποκαλύψεις των περιπτώσεων διαφθοράς στον χώρο της Δικαιοσύνης αποτελούν ασφαλώς σημαντική συμβολή για την καταπολέμησή της. Είναι χρήσιμες ακόμη και για τις περιπτώσεις που ήταν, έστω εν μέρει, γνωστές στα αρμόδια όργανα της δικαιοσύνης, γιατί τα παρακινούν να δραστηριοποιηθούν ενεργότερα και αποτελεσματικότερα στην πάταξη του φαινομένου αυτού.


Αν υπήρξε μέριμνα να σμικρυνθεί το πραγματικό μέγεθος της παρανομίας, για να μην πάρει, δημοσιοποιούμενο, διαστάσεις που θα έπλητταν το κύρος της Δικαιοσύνης, θα επρόκειτο για μια κακώς νοούμενη προστασία του δικαστικού σώματος. H πραγματική προστασία του θα ήταν η παραδειγματική τιμωρία των ενόχων και η γνωστοποίηση της τιμωρίας. Είναι καλύτερο να γνωρίζει ο πολίτης ότι υπάρχουν επίορκοι δικαστές αλλά ότι αυτοί αποβάλλονται από το σώμα, παρά να νομίζει εσφαλμένως ότι δεν υπάρχουν.


Αυτή η συμβολή είναι η θετική πλευρά των αποκαλύψεων. Συνήθως όμως αποσιωπάται η αρνητική πλευρά ως προς τον τρόπο με τον οποίο γίνονται οι αποκαλύψεις.


Πρώτον, υπάρχει υπερβολή και αβασάνιστη επέκταση των καταγγελιών σε πρόσωπα για τα οποία είτε δεν υπάρχουν επαρκείς επιβαρυντικές ενδείξεις είτε οι ενδείξεις αφορούν μικρή παραβατικότητα που δεν δικαιολογεί τον δημόσιο διασυρμό τους. H προσωπικότητα του ατόμου δεν μπορεί να γίνεται άθυρμα στα χέρια του οποιουδήποτε.


Δεύτερο (σοβαρότερο αυτό) αρνητικό σύμπτωμα είναι η τάση που διαμορφώνεται (ίσως και επιδιώκεται) να αποδεχθούμε, στο όνομα ορισμένων επιτυχιών της, τη γενικευμένη χρήση της κρυφής κάμερας. Παραγνωρίζοντας ότι η χρήση αυτή είναι παράνομη και ότι αίρεται ο παράνομος χαρακτήρας, κατά τη νομοθεσία μας, σε ακραίες περιπτώσεις στις οποίες μόνο έτσι μπορούσε να διαφυλαχθεί ουσιώδες δημόσιο συμφέρον, π.χ. να εξιχνιασθεί βαριά εγκληματικότητα.


Αν αποδεχόμαστε το προνόμιο κάποιων προσώπων να αποφασίζουν μόνοι τους αν, πώς και σε ποιες περιπτώσεις θα προχωρήσουν π.χ. σε παράνομες υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, με μόνες εγγυήσεις, όρους ή φραγμούς τη δική τους υποκειμενική κρίση και βούληση, θα φθάναμε σε υποκατάσταση των θεσμών από την αυθαιρεσία του καθενός που θέτει τον εαυτό του υπεράνω των νόμων. Θα βρισκόμαστε πολύ κοντά στο να δεχθούμε ότι είμαστε μια καθυστερημένη κοινωνία ή μάλλον μια πρωτόγονη κοινωνία, όπου δεν μπορεί να λειτουργήσουν οι θεσμοί και όπου επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας.


H γενικότερη αυτή αρνητική αξιολόγηση της κοινωνίας μας, πλην του ότι εκτρέφει πνεύμα απογοήτευσης που οδηγεί σε αδράνεια και απραξία, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Τα σκάνδαλα που αποκαλύφθηκαν είναι η εξαίρεση. Οι έντιμοι δικαστικοί λειτουργοί, που αποτελούν (σε σύνολο περίπου 3.500 μελών του σώματός τους) τη μεγάλη πλειονότητα, πρέπει, αφού αποβάλουν με τις νόμιμες διαδικασίες από τους κόλπους τους τούς επίορκους αλλά και τους ανεπαρκείς, να συνεχίσουν, εντείνοντας βέβαια τις προσπάθειές τους, να απονέμουν δικαιοσύνη κατά συνείδηση και με ηρεμία και όχι υπό το κράτος ψυχικής πίεσης από τα πρόσφατα γεγονότα. Αυτή είναι η καλύτερη απάντηση των έντιμων δικαστών και ο καλύτερος τρόπος προστασίας του κύρους τους και, τελικά, των θεσμών.


Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης.