O νεοσυντηρητισμός, όπως αναπτύχθηκε στη Μεγάλη Βρετανία επί Θάτσερ και στις ΗΠΑ επί Ρίγκαν και Μπους Τζούνιορ, δίνει μεγάλη έμφαση στις παραδοσιακές αξίες της οικογένειας, θρησκείας και πατρίδας. Εξηγεί την κοινωνική αποδιοργάνωση που παρατηρείται στις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας (αυξανόμενη παραβατικότητα/εγκληματικότητα, αλκοολισμός, μαζική χρήση ναρκωτικών, αυξανόμενος αριθμός διαζυγίων, ψυχικών διαταραχών κ.λπ.) με το ότι οι παραπάνω αξίες υπονομεύονται συστηματικά από μια κουλτούρα ελευθεριότητας και μηδενισμού/σχετικισμού. Αυτή η κουλτούρα οδηγεί, κυρίως τους νέους, μακριά από την πίστη στον Θεό, την αγάπη για την πατρίδα και τον σεβασμό των συγγενικών δεσμών. Τους οδηγεί με άλλα λόγια σε αυτό που ο Durkheim απεκάλεσε ανομία (anomie): μια κατάσταση όπου ούτε οι «εξωτερικοί» κανόνες των κοινωνικών ρόλων ούτε οι εσωτερικευμένες προδιαθέσεις της προσωπικότητας λειτουργούν κατά ένα συγκροτημένο τρόπο. Τα άτομα παύουν να έχουν συγκεκριμένους στόχους, ενώ η κοινωνική και ατομική ζωή παύει να έχει νόημα. (Βλ. το πρόσφατο βιβλίο του S. Huntington «Ποιοι είμαστε: H αμερικανική ταυτότητα», κεφ. 12, Λιβάνης 2005).


* Παραδοσιακές αξίες και αγορά


Αντίθετα όμως από τον Durkheim, ο οποίος συνέδεσε την ανομία με τις απότομες αλλαγές που ο καπιταλισμός επέφερε στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες του 19ου αιώνα, οι νεοσυντηρητικοί σήμερα ασπάζονται όχι μόνο τον φονταμενταλισμό της θρησκείας αλλά και αυτόν της αγοράς. H απελευθέρωση των μηχανισμών της αγοράς και ο σκληρός οικονομικός ανταγωνισμός δεν παράγει μόνο περισσότερο πλούτο αλλά συγχρόνως τον διανέμει κατά πιο δίκαιο τρόπο. Ανταμείβει αυτούς που παίρνουν ρίσκα, έχουν ικανότητες και εργάζονται σκληρά, ενώ τιμωρεί τους ανεύθυνους, ανίκανους και τους οκνηρούς. Με βάση αυτή την ιδεολογία η νεοσυντηρητική κοινωνικοοικονομική πολιτική συνοψίζεται στη μείωση των φόρων και στη σταδιακή συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας.


Είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που βλέπουμε την πιο βασική αντινομία του νεοσυντηρητικού λόγου: είναι λιγότερο η ελευθεριότητα και ο σχετικισμός των νέων και περισσότερο ο κοινωνικός δαρβινισμός και η θεοποίηση της λογικής της αγοράς που εντείνει τον εγωιστικό ατομικισμό και την κοινωνική αποδιοργάνωση που τόσο απεχθάνονται. Γιατί όσο η λογική της αγοράς κυριαρχεί, όχι μόνο στον οικονομικό αλλά και στον κοινωνικό και πολιτισμικό χώρο, όσο οι οικονομικές ανισότητες και η κοινωνική περιθωριοποίηση αυξάνονται – όσο δηλαδή το κράτος παύει να παίζει τον εξισορροπητικό/αναδιανεμητικό ρόλο του – τόσο η «ανομία» εντείνεται. Είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο που τα φαινόμενα της κοινωνικής αποδιοργάνωσης είναι πολύ πιο έντονα μεταξύ των μη προνομιούχων, αποκλεισμένων, περιθωριοποιημένων ομάδων.


* Το δημοκρατικό παράδοξο


Μια δεύτερη αντινομία του νεοσυντηρητισμού έχει να κάνει με την εξωτερική πολιτική. Από τη μια μεριά οι νεοσυντηρητικές αμερικανικές κυρίως ελίτ επιδιώκουν την εξάπλωση των δημοκρατικών θεσμών, ιδίως στον μουσουλμανικό κόσμο. Από την άλλη όμως αντιδρούν αρνητικά όταν ο εκδημοκρατισμός φέρνει στην εξουσία αντιαμερικανικές κυβερνήσεις. Δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού στον μουσουλμανικό κόσμο είναι αντιαμερικανική, το δημοκρατικό άνοιγμα του πολιτικού συστήματος σε αυτές τις χώρες, όταν δεν είναι διακοσμητικό, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε αντιιμπεριαλιστικά κινήματα / οργανώσεις θρησκευτικού ή κοσμικού χαρακτήρα. Το «δημοκρατικό παράδοξο», με άλλα λόγια, παραπέμπει σε μια βασική αντίθεση μεταξύ ουσιαστικού εκδημοκρατισμού και φιλοαμερικανισμού.


* Οικονομικός νεοφιλελευθερισμός


Αν οι βασικές αντινομίες του νεοσυντηρητισμού έχουν να κάνουν με το «δημοκρατικό παράδοξο» και την αντίθεση μεταξύ κουλτούρας και οικονομίας, η βασική αντινομία μιας μεγάλης μερίδας νεοπροοδευτικών διανοούμενων και πολιτικών είναι μεταξύ κουλτούρας και γεωπολιτικής. Παίρνω σαν αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το πρόσφατο βιβλίο του Jeremy Rifkin, The European Dream: How Europe’s vision of the future is quietly eclipsing the American Dream (Το ευρωπαϊκό όνειρο: Πώς το όραμα της Ευρώπης για το μέλλον υποσκελίζει το αμερικανικό όνειρο). Σε αυτό το ενδιαφέρον βιβλίο ο συγγραφέας υποστηρίζει πως το «αμερικανικό όνειρο», που βασίζεται στην άνευ ορίων οικονομική ανάπτυξη, στη σκληρή εργασία και στον ατομικό πλουτισμό, αρχίζει να υπονομεύεται από το «ευρωπαϊκό όνειρο» που δίνει πολύ λιγότερη έμφαση στον υλιστικό ατομικισμό.


Ετσι όχι μόνο στη Γηραιά Ηπειρο αλλά και στις ΗΠΑ ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού ενδιαφέρεται λιγότερο για την υπερβολική συσσώρευση αγαθών / πλούτου και περισσότερο για μια καλύτερη ποιότητα ζωής, για μη ανταγωνιστικές διαπροσωπικές σχέσεις εντός και εκτός του χώρου εργασίας και για μια ισόρροπη αναπτυξιακή πολιτική που θα παίρνει σοβαρά υπόψη της το περιβάλλον, την κοινωνική περιθωριοποίηση, την παγκόσμια φτώχεια κ.λπ. Κατά τον Rifkin το «ευρωπαϊκό όνειρο», όπως φαίνεται και από τον υπότιτλο του βιβλίου, θα υποσκελίσει σταδιακά το «αμερικανικό όνειρο» που δεν ανταποκρίνεται πλέον στους μεταϋλιστικούς προσανατολισμούς, κυρίως αλλά όχι μόνο, της νέας γενιάς.


H αισιοδοξία του αμερικανού συγγραφέα βασίζεται στο ότι περίπου το 1/3 των Αμερικανών ήδη προτιμά τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής (οι Ευρωπαίοι έχουν καλύτερες συνθήκες εργασίας, καλύτερες κοινωνικές υπηρεσίες, περισσότερες διακοπές, υψηλότερο μέσο όρο ζωής κ.λπ.). Βασίζεται επίσης στο ότι η EE των 25 κρατών-μελών (450 εκατ. πληθυσμού) αποτελεί μια τεράστια εσωτερική αγορά και είναι ο πιο σημαντικός εξαγωγέας στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.


* Αποδιοργάνωση και καταναλωτισμός


H κύρια αδυναμία της θεωρίας περί της ανόδου του ευρωπαϊκού οράματος και της έκλειψης του αμερικανικού έγκειται στο ότι ο Rifkin δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη του το νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο πλαίσιο μέσα στο οποίο το ευρωπαϊκό και το αμερικανικό «όνειρο» συνυπάρχουν. Πολύ απλά, αν το πλαίσιο αυτό δεν αλλάξει, οι χώρες της EE για να γίνουν πιο ανταγωνιστικές στην παγκόσμια οικονομική αρένα θα αναγκαστούν να ακολουθήσουν έναν τύπο ανάπτυξης όπου όλες οι ανθρωπιστικές αξίες (κοινωνική δικαιοσύνη, συμμετοχικές μορφές δημοκρατίας, σεβασμός της πολιτισμικής ετερότητας, αυτοπραγμάτωση κ.λπ.) θα πρέπει να θυσιαστούν στον βωμό ενός άκρατου προντουκτιβισμού. Αυτό σημαίνει αυξανόμενες ανισότητες, κοινωνική περιθωριοποίηση μιας σημαντικής μερίδας του πληθυσμού και πιο ανασφαλείς, λιγότερο ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας. Σημαίνει επίσης κοινωνική αποδιοργάνωση και παραπέρα ανάπτυξη ενός εγωκεντρικού ατομισμού και ενός άκρατου καταναλωτισμού. Ετσι η Ευρώπη θα πρέπει να ξεχάσει το «όνειρό»της και να ασπαστεί αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών. Βέβαια ο Ρίφκιν έχει δίκιο όταν υποστηρίζει πως, ιδίως οι νέες γενιές, έχουν στο πολιτισμικό επίπεδο μεταϋλιστικούς προσανατολισμούς. Αυτή η τάση όμως εξουδετερώνεται από αντίθετες τάσεις στο οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. H Ευρώπη είναι όντως μια τεράστια αγορά, αλλά η οικονομία της δεν έχει τον δυναμισμό της αμερικανικής οικονομίας και ούτε θα μπορέσει να τον αποκτήσει αν δεν αλλάξει ριζικά τις δομές της κοινωνικής της οργάνωσης.


* Το ευρωπαϊκό όραμα


Ετσι βλέπουμε μια βασική αντινομία μεταξύ της νεοφιλελεύθερης λογικής της παγκόσμιας οικονομίας από τη μια μεριά και του ευρωπαϊκού οράματος από την άλλη. Μόνο μια αλλαγή στον τρόπο διακυβέρνησης του παγκόσμιου συστήματος προς μια σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση θα έκανε εφικτή την υλοποίηση του ευρωπαϊκού οράματος. Αυτή η αλλαγή είναι εφικτή αλλά προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης και τη σταδιακή αυτονόμησή της από την αμερικανική υπερδύναμη. Για τη στιγμή, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει. Το πρόωρο άνοιγμα της EE προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και ο ρόλος της μεγάλης Βρετανίας οδηγεί μάλλον στον «ατλαντισμό», δηλαδή σε ένα πλαίσιο όπου οι ΗΠΑ θα εξακολουθούν να κυριαρχούν οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά.


Συμπερασματικά: όσο η Γηραιά Ηπειρος παραμένει απλά μια μεγάλη αγορά, όσο αποτυγχάνει να εξελιχθεί σε ένα σοβαρό παίκτη στην παγκόσμια γεωπολιτική αρένα, δεν θα μπορέσει να πραγματοποιήσει το «όνειρό» της. Με άλλα λόγια, αν δεν αλλάξει το παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο status quo δεν θα έχουμε τον εξευρωπαϊσμό του αμερικανικού ονείρου, όπως νομίζει ο Rifkin, αλλά τη σταδιακή αμερικανοποίηση του ευρωπαϊκού, σοσιαλδημοκρατικού οράματος.


Το βιβλίο του «Who are we», ένα δοκίμιο με το οποίο προειδοποιεί για την καταστροφή της αμερικανικής εθνικής ταυτότητας, προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί έντονες αντιδράσεις. Παρ’ ότι οι απόψεις του για τους μετανάστες είναι εκείνες που έχουν κυρίως επικριθεί, ο Σάαμιουελ Χάντινγκτον τονίζει ότι η μετανάστευση αποτελεί μόνο μία πλευρά του βιβλίου του. «Μια άλλη πλευρά» εξηγεί «είναι το αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στον εθνικισμό και στον πατριωτισμό, οι οποίοι είναι διαδεδομένοι στο αμερικανικό ευρύ κοινό, και αυτό το οποίο εγώ ονομάζω «απεθνικοποίηση» των ελίτ».


Αντίθετα με τον μέσο αμερικανό πολίτη, αυτοί που ανήκουν στις οικονομικές και πανεπιστημιακές ελίτ των ΗΠΑ επιδεικνύουν, σύμφωνα με τον αμερικανό πολιτειολόγο, την τάση να αυτοπροσδιορίζονται ως «παγκόσμιοι πολίτες», ακολουθώντας το ρεύμα της παγκοσμιοποίησης. Στο βιβλίο του μιλάει για «κοσμοκράτες» οι οποίοι απειλούν να «αποδομήσουν» την αμερικανική ταυτότητα.


«Στη δεκαετία του 1960» τονίζει «οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν την αναφορά στη φυλή και στην εθνότητα ως κριτήριο προσδιορισμού της εθνικής τους ταυτότητας. Παραδόξως όμως κατηγορήθηκαν ότι υποτιμούν τον ρόλο που έχουν η φυλή και η εθνική καταγωγή για ορισμένες ομάδες. Σε μια κοινωνία η οποία προσδιοριζόταν πλέον μέσα από μια ιδεολογία, καθώς δεν χρησίμευαν πια στους Αμερικανούς για να τους διαφοροποιήσουν από τους άλλους λαούς, η φυλή, η πίστη, η καταγωγή, ακόμη και, σε έναν βαθμό, η κουλτούρα, έγιναν τα κριτήρια μέσω των οποίων οι Αμερικανοί διαφοροποιούνταν ο ένας έναντι του άλλου. Γεννήθηκαν οι λεγόμενες πολιτικές της «affirmative action», οι οποίες, μαζί με άλλες ανάλογες πολιτικές, είχαν ως αποτέλεσμα την εξύψωση των «υποεθνικών» αξιών επάνω από τις αξίες της εθνικής ταυτότητας».


Με την έλευση της πολυπολιτισμικής ιδεολογίας, σύμφωνα με τον Χάντινγκτον, ήρθε το τέλος της πρωτοκαθεδρίας των ατομικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ. «Τα δικαιώματα των ομάδων και η ισότητα των συνθηκών απέκτησαν, στη δημόσια σφαίρα, το κύρος μιας νέας φιλοσοφίας, η οποία, καθιερώνοντας διακρίσεις ανάμεσα στα άτομα ανάλογα με το πού ανήκουν, έρχεται να σχετικοποιήσει επικίνδυνα τη σημασία ενός κοινού καλού. Για παράδειγμα, οι μαύροι άρχισαν να απολαμβάνουν πλεονεκτήματα μόνο και μόνο εκ του γεγονότος ότι ήταν μαύροι».


«Αυτές οι πολιτικές επανόρθωσης, οι οποίες ξεκινούσαν με τις καλύτερες των προθέσεων, έφθασαν να αμφισβητούν τον τρόπο με τον οποίο οι Αμερικανοί αντιλαμβάνονται την εθνική τους ταυτότητα. Συμμετείχαν στο κίνημα της αποδόμησής της. Αυτό το οποίο απομένει να μάθουμε είναι αν οι ΗΠΑ πρέπει να είναι μια χώρα που αποτελείται από άτομα τα οποία έχουν δικαιώματα και μια κοινή κουλτούρα ή ένα σύμφυρμα φυλετικών και πολιτισμικών ομάδων που η καθεμία υπερασπίζεται τα δικά της συμφέροντα. Στις ΗΠΑ» υπογραμμίζει «οι πολιτικές αυτές είχαν ως συνέπεια να διχάσουν την αμερικανική κοινωνία και, όσον αφορά τα μέτρα κυρίως της affirmative action, δεν πέτυχαν καθόλου τα αναμενόμενα οφέλη – την κοινωνική ανάκαμψη των αδικημένων. Οι πολιτικές της affirmative action δεν ευνόησαν, για παράδειγμα, τους φτωχότερους μαύρους Αμερικανούς, αλλά την αστική τάξη των μαύρων Αμερικανών».


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας της London School of Economics.