Η συζήτηση περί ελληνισμού και ελληνικότητας έχει επανακάμψει δριμύτερη στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που διανύουμε. Ταυτόχρονα παρατηρείται κατάχρηση όρων όπως έθνος, γένος, λαός, φύλο και φυλή, οι οποίες δεν χρησιμοποιούνται επιστημονικά αλλά συναισθηματικά, προδίδοντας τις προκαταλήψεις του ομιλούντος και τα συμπεράσματα τα οποία προσπαθεί αυτός να εκβιάσει. Ο επικοινωνιακός ορυμαγδός που προκαλείται από επαγγελματίες του δημόσιου διάλογου και εμπόρους ιδεών περισσότερο συσκοτίζει παρά διαφωτίζει, υποβιβάζοντας τη συζήτηση σε επίπεδο καφενείου – ή μάλλον τηλεόρασης, όπου διαμορφώνεται η κοινή γνώμη. Η διαμόρφωση της τρέχουσας (νεο)ελληνικής εθνικής συνείδησης είναι ζήτημα περίπλοκο και ιδεολογικά φορτισμένο, και όσοι προσπαθούμε να εμβαθύνουμε, έστω και ερασιτεχνικά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με δύο προβλήματα ορολογίας. Το πρώτο είναι ότι ποτέ δύο διαφορετικοί όροι δεν σημαίνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα, οπότε πρέπει να μελετήσουμε τις συνθήκες που παρήγαγαν διαφορετικές ονομασίες όπως Ελληνες, Ρωμαίοι, Ρωμαιοέλληνες, Ρωμιοί, Γραικοί, Νεοέλληνες (αλλά και Κατωτικοί, Ελλαδικοί, Ελλαδίτες) για να κατανοήσουμε τη σημασία και την εξέλιξή τους.


* Επίκαιρη μελέτη


Το δεύτερο πρόβλημα ορολογίας είναι ότι ο ίδιος όρος συχνά μεταλλάσσεται σημασιολογικά μέσα στον χρόνο. Οταν διαλέγουμε παραθέματα και επιχειρήματα από το παρελθόν, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί για το τι ακριβώς σημαίνουν αυτά, με βάση τα συμφραζόμενα της εποχής: στο απολυτίκιον «Σώσον Κύριε τον λαόν σου, και ευλόγησον την κληρονομίαν σου, νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος, και το σον φυλάττων, διά του Σταυρού σου πολίτευμα» υπάρχουν όροι που χρησιμοποιούνται σήμερα με σημασία διαφοροποιημένη από αυτήν που είχαν για τους Βυζαντινούς του 7ου αιώνα. Ο όρος «Ελληνας», επίσης, δεν έχει σχέση με τη σημασία του ειδωλολάτρη που του απέδιδαν για αιώνες οι Βυζαντινοί, οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονταν με ποικίλες ονομασίες αναλόγως των περιστάσεων και της εποχής (σκόπιμο ίσως είναι να θυμηθούμε ότι ο γενικός όρος «Βυζαντινός» εισήχθη μόλις το 1567, από τον Ιερώνυμο Βολφ). Στην ιστορική διαδρομή του, ο όρος «Ελληνας» αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευρύχωρος: η λογική αντιστροφή του παροιμιώδους αρχαιοελληνικού αξιώματος «Πας μη Ελλην, βάρβαρος» σήμαινε πως «Πας μη βάρβαρος, Ελλην». Ο αποφατικός προσδιορισμός της «ελληνικότητας», σε αντιδιαστολή προς τη «βαρβαρότητα», φαίνεται να ήταν θεμελιώδης για τη γένεση και διαμόρφωση της νεοελληνικής συνείδησης. Οσον οι βάρβαροι δεν κατόρθωναν να νικήσουν τους Βυζαντινούς, αυτοί θεωρούσαν ότι ήσαν συνέχεια των Ρωμαίων. Οταν όμως η Πόλη-σύμβολο αλώθηκε, εκ των βαρβάρων από τη Δύση (1204) και από την Ανατολή (1453), ο υπόδουλος Ρωμιός άρχισε να αισθάνεται Ελληνας, προσδιοριζόμενος ως ο πολιτισμένος «μη Φράγκος» και «μη Τούρκος». Η ελληνική ιστοριογραφία, από τον Ζαμπέλιο και τον Παπαρρηγόπουλο ώς την πιο πρόσφατη συλλογική «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» υπό τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο, έχει υπηρετήσει με ευσυνειδησία το ζήτημα της αυτογνωσίας του Νέου Ελληνισμού. H κοινή όμως γνώμη δεν μπόρεσε πάντοτε να ωφεληθεί από το έργο των ειδικών. Η ιδεολογική χρήση της Ιστορίας στα σχολικά εγχειρίδια και η στρέβλωσή της για να υπηρετήσει τις σκοπιμότητες του εκάστοτε κρατούντος δεν είναι ούτε σπάνιο ούτε πρόσφατο φαινόμενο, και έχει διαποτίσει την άποψη που έχουμε οι μετέχοντες της ημετέρας (νεοελληνικής) παιδεύσεως για την ταυτότητα και την ιστορία μας.


Η έκδοση του άρθρου του Νίκου Σβορώνου «Το ελληνικό έθνος: Γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού» σε αυτοτελές τομίδιο από τις εκδόσεις Πόλις είναι εξαιρετικά επίκαιρη. Δίνει πολλές απαντήσεις στον σύγχρονο προβληματισμό, αγκαλά και το κείμενο είχε γραφεί πριν από περίπου σαράντα χρόνια (για τους σοβαρούς ανθρώπους, κανένας χρόνος δεν είναι ανύποπτος). Η εξέλιξη εννοιών και νοοτροπιών για τον ελληνισμό δεν μπορεί να καλυφθεί σε σύντομο σημείωμα, πάρεξ ενδεικτικά και υπαινικτικά, και έτσι το κείμενο του Σβορώνου δεν είναι εξαντλητικό, και υπόκειται εν μέρει στη δουλεία της επιστημονικής πραγματικότητας της ιστοριογραφίας της δεκαετίας του 1960, αλλά μας δίνει μαστορική σύνοψη της περιπέτειας του ελληνισμού, που διαβάζεται απνευστί. Η απόλαυση δεν περιορίζεται στο αισθητικό μέρος – το κείμενο είναι συγκλονιστικό, με την έννοια ότι μας φέρει ενώπιον των ευθυνών μας ως Ελλήνων και πολιτών, μας ανοίγει δρόμους, προτείνει μεθοδολογικά εργαλεία και συσχετισμούς και μας προκαλεί να επανεξετάσουμε και να δοκιμάσουμε τις απόψεις μας. Δεν είναι πολλά τα βιβλία που αξιώνονται τέτοιο κατόρθωμα.


Ενα άλλο τέτοιο βιβλίο που ευτυχήσαμε να δούμε το 2004 είναι ο κατάλογος της έκθεσης του καστοριανού φωτογράφου Λεωνίδα Παπάζογλου (1872-1918), με τίτλο «Φωτογραφικά πορτραίτα από την Καστοριά και την περιοχή της την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα» σε επιμέλεια Κωστή Αντωνιάδη και Γιώργου Γκολομπία και παραγωγή της Red Creative, και είναι ίσως το ωραιότερο φωτογραφικό λεύκωμα που τυπώθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Εδώ ο αναγνώστης συγκλονίζεται με τρόπο διπλό: πρώτα αιθητικά, από τη μεγαλοφυΐα του επαγγελματία φωτογράφου και την αποκατάσταση των εικόνων από τα γυάλινα αρνητικά, που δίνει πρωτοφανή αμεσότητα στις εικόνες, βίαιη και ποιητική – ύστερα από το περιεχόμενο των εικόνων, την αποτύπωση των προσώπων και της κοινωνίας μιας κοινότητας της Μακεδονίας πριν από έναν αιώνα – προτού δηλαδή γίνει και τύποις ελληνική, με τη βούλα της ελληνικής επαρχίας.


* Ο ορισμός του «Ελληνα»


Και τα δύο βιβλία προάγουν με τον τρόπο τους τον τρέχοντα διάλογο για την ελληνικότητα, δίνοντάς μας νέα στοιχεία, είτε θεωρητικά είτε πραγματολογικά. Μένει να κάνουμε εμείς τη σύνθεση, και να φθάσουμε στο τρίτο και αναπόδραστο πρόβλημα ορολογίας, για το οποίο κανείς δεν θέλει να μιλήσει: πολλές φορές ο ίδιος όρος, την ίδια εποχή, στην ίδια κοινωνία, ερμηνεύεται διαφορετικά. Τι λοιπόν εννοούμε λέγοντας «Ελληνας» σήμερα;


Αν ως Ελληνα ορίζουμε στενά τον πολίτη της Ελληνικής Δημοκρατίας, είναι απλό: μπορεί κάποιος να γεννηθεί με αυτή την ιδιότητα ή να την αποκτήσει εκ των υστέρων – υπάρχουν οι σχετικοί νόμοι και το τυπικό. Πέραν αυτών, η κοινή συνείδηση έχει συναρτήσει την (νεο)ελληνικότητα με τη γλώσσα ή την εντοπιότητα, αλλά η Ιστορία μάς δίνει λαμπρά παραδείγματα εξαιρέσεων, όπως οι αλβανόφωνοι επαναστάτες του 1821 ή οι σλαβόφωνοι μακεδονομάχοι του 1904, που έδωσαν και τη ζωή τους για την κοινή πατρίδα. Πρόσφατα, ο θαυμάσιος Ελληνας που ονομάζεται Πύρρος Δήμας απέδειξε ότι γενέτειρα και πατρίδα δεν είναι αναγκαστικά έννοιες ταυτόσημες.


Η εθνική ευφορία και ρητορεία των περυσινών Ολυμπιακών Αγώνων (όπως και η δικαία αποθέωση του Δήμα από τους συμπατριώτες του) μας θύμισε πως ο όρος «Ελληνας» έχει και άλλη διάσταση, ανώτερη, ανθρωπιστική και δυνάμει πανανθρώπινη. Δίπλα της, η απλή υπηκοότητα φαντάζει ανεπαρκής: ο πραγματικός Ελληνας πρέπει να επιβεβαιώνει τον τίτλο του κάθε ημέρα. «Ωραίος σαν Ελληνας» έγραψε ο Νίκος Εγγονόπουλος για τον Σίμωνα Μπολιβάρ, και το εξήγησε σε σημείωση: «Σαν θυμηθή τον σωκράτειο ορισμό, πως να είσαι Ελληνας δεν είναι ζήτημα καταγωγής αλλά αγωγής, τότε καταλαβαίνει κανείς σε τι ύψη καλλονής έχει τη δυνατότητα να φθάση ποτέ ένας Ελλην».