H αντίδραση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίον επιχειρείται να ερμηνευθεί και εφαρμοσθεί το άρθρο 14 παρ. 9 του Ελληνικού Συντάγματος μέσω των διατάξεων του νομοσχεδίου για τον λεγόμενο «βασικό μέτοχο», θέτει δύο μεγάλα ζητήματα: πρώτον, το κλασικό και παλιό ζήτημα της σχέσης εθνικού συντάγματος και κοινοτικού δικαίου (πρωτογενούς και παραγώγου)· και δεύτερον, το τρέχον πολιτικό ζήτημα των επιδιώξεων και των χειρισμών της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης.


Από τότε που ιδρύθηκαν οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες, πριν από μισό αιώνα, ως την πρόσφατη υπογραφή της Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στα εθνικά συντάγματα των κρατών-μελών και το πρωτογενές, αλλά και το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, απασχόλησε κατ’ επανάληψη τόσο το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσο και τα συνταγματικά ή τα ανώτατα δικαστήρια των κρατών-μελών.


Με την πάροδο των χρόνων διαμορφώθηκε ενιαίος ευρωπαϊκός συνταγματικός χώρος που βασίζεται σε τρεις αρχές: πρώτον, στον σεβασμό, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, των συνταγματικών διαδικασιών των κρατών-μελών ως προς τη συνεχή τροποποίηση και μετεξέλιξη του πρωτογενούς και κατ’ επέκταση του παραγώγου κοινοτικού δικαίου που έχει ως στόχο την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Δεύτερον, στη σταδιακή προσαρμογή (με αναθεώρηση, όπου αυτή απαιτείται) των εθνικών συνταγμάτων των κρατών-μελών, ώστε να μην εμφανίζονται εστίες πιθανής αντίθεσής τους προς το Κοινοτικό Δίκαιο. Τρίτον, στη σταδιακή «συνταγματοποίηση» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δηλαδή στην προσχώρησή της στην έννοια και στη μορφή του συντάγματος, με αποκορύφωμα την υπογραφή της Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Είχαν προηγηθεί ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο κοινοτικό κεκτημένο και η αναγωγή του σεβασμού των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών-μελών σε θεμελιώδη κανόνα του Κοινοτικού Δικαίου. Ολα αυτά διαμόρφωσαν και στερέωσαν την πεποίθηση ότι όλα όσα ιστορικά, θεσμικά και νομικά κατοχυρώνει και προστατεύει ένα εθνικό σύνταγμα (κανόνες, αρχές, αξίες, εγγυήσεις, δικαιώματα, απαγορεύσεις) κατοχυρώνονται και προστατεύονται κατά τρόπο τουλάχιστον ισάξιο στο επίπεδο της κοινοτικής έννομης τάξης.


Κατά τον τρόπο αυτόν, το ζήτημα των σχέσεων εθνικού συντάγματος και κοινοτικού δικαίου αντιμετωπίστηκε με την αλληλοπροσαρμογή και τον αμοιβαίο σεβασμό, έτσι ώστε τα εθνικά συντάγματα να υποδέχονται και να αναγνωρίζουν πλήρως το φαινόμενο και την προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και η ευρωπαϊκή, κοινοτική, έννομη τάξη να αφομοιώνει σταδιακά τη μορφή, τις αξίες και την κανονιστική λογική των εθνικών συνταγμάτων. Αυτή η μακροχρόνια διεργασία έχει προ πολλού καταγραφεί τόσο στη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσο και σε αυτήν των συνταγματικών ή των ανωτάτων δικαστηρίων των κρατών-μελών, με τελευταίο κρίσιμο παράδειγμα την απόφαση του Γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου της 15.6.2004.


Στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια (25 πλέον) δεν έγινε ποτέ επίδειξη «συνταγματικού πατριωτισμού» σε σχέση με την κοινοτική έννομη τάξη, που θεωρήθηκε πάντα συνώνυμη της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Ποτέ η συμμετοχή της Ελλάδας σε κάποια φάση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (διευρύνσεις, Ενιαία Πράξη, Μάαστριχτ, Αμστερνταμ, Νίκαια) δεν προσέκρουσε σε εθνικό συνταγματικό φραγμό. Στο πλαίσιο αυτό ούτε και η ελληνική νομολογία θέλησε να θέσει ποτέ ευθέως το ζήτημα των σχέσεων Συντάγματος και κοινοτικής έννομης τάξης. Αλλωστε, το ζήτημα αυτό δεν απαντάται τελικά από τα εθνικά δικαστήρια, αλλά από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που έχει εκ γενετής και εξ αρχής ταχθεί υπέρ της υπεροχής του Κοινοτικού Δικαίου. Εφόσον μια χώρα μετέχει στην Ευρωπαϊκή Ενωση και άρα αποδέχεται τη δικαιοδοσία του ΔΕΚ, γνωρίζει ότι αυτό θα αποφανθεί τελικά (είτε με τη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής από τα εθνικά δικαστήρια είτε με προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά κράτους-μέλους είτε με προσφυγή κατά απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εφαρμόζει τη λογική της υπεροχής του Κοινοτικού Δικαίου). Αυτό κατά μείζονα λόγο αφορά την ερμηνεία του παράγωγου κοινοτικού δικαίου (π.χ. των διαφόρων οδηγιών) μέσα από το πρίσμα των θεμελιωδών κοινοτικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Συνεπώς, το τι περιθώρια αφήνει μια οδηγία στον εθνικό νομοθέτη να την συμπληρώσει με πρόσθετους όρους (π.χ. κωλύματα) θα κριθεί τελικά από το ΔΕΚ και όχι από τα εθνικά δικαστήρια.


Κατά την αναθεώρηση του Ελληνικού Συντάγματος του 2001, η Αναθεωρητική Βουλή έλαβε ταυτοχρόνως δύο ισοδύναμες συνταγματικές αποφάσεις που προφανώς θέλησε να τις εναρμονίσει μεταξύ τους: αποφάσισε να καταστήσει αυστηρότατο το νομικό καθεστώς των μέσων ενημέρωσης και των δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών μέσω μεγάλης δέσμης διατάξεων που διέπονται από την αρχή της διαφάνειας (άρθρα14, 15, 101A, 108). Αποφάσισε όμως επίσης να καταστήσει αναμφισβήτητη, οριστική και αμετάκλητη τη συμμετοχή της Ελλάδας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (ερμηνευτικές δηλώσεις στα άρθρα 28 και 80).


Συνεπώς, τα ασυμβίβαστα, οι απαγορεύσεις και όλες γενικά οι κανονιστικές προβλέψεις του άρθρου 14 παρ. 9 του αναθεωρημένου Ελληνικού Συντάγματος ερμηνεύονται και εφαρμόζονται και εν όψει της βασικής συνταγματικής απόφασης για τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που συνεπάγονται την αποδοχή και τον σεβασμό της κοινοτικής έννομης τάξης. Πρόβλημα άλλωστε λειτουργίας μέσων ενημέρωσης και διαφάνειας στις δημόσιες συμβάσεις δεν αντιμετωπίζει μόνο η Ελλάδα, αλλά όλες οι χώρες-μέλη. Αυτό, που ισχύει ως προς τη σχέση του άρθρου 14. παρ. 9 με το άρθρο 28, ισχύει εξίσου και ως προς τις συνταγματικές διατάξεις που αφορούν την προστασία της προσωπικότητας και της προσωπικής ελευθερίας σε όλες τις εκφάνσεις της. Το άρθρο 14 παρ. 9 πρέπει να ερμηνεύεται συστηματικά σε συνδυασμό με όλα αυτά, καθώς και με βάση τα στοιχεία της ιστορικής ερμηνείας του, που καταγράφονται στα πρακτικά της Αναθεωρητικής Βουλής και της Επιτροπής Αναθεώρησης.


Είχε τονισθεί κατά τη διαδικασία της αναθεώρησης ότι όλα αυτά μπορεί και πρέπει να αντιμετωπισθούν μέσα από τους εκτελεστικούς νόμους στους οποίους παραπέμπει το Σύνταγμα για την εξειδίκευση των ρυθμίσεών του και μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί η πρακτική εναρμόνιση Συντάγματος και κοινοτικής έννομης τάξης. Οι νόμοι άλλωστε υπέρ των οποίων επιφυλάσσεται το Σύνταγμα δεν είναι μόνο αυτοί που συγκροτούν το σώμα της εθνικής νομοθεσίας, αλλά κατ’ αρχήν τουλάχιστον και αυτοί που συγκροτούν το σώμα της κοινοτικής έννομης τάξης.


Ολα αυτά τα γνώριζε η σημερινή κυβέρνηση, όπως γνώριζε και τις σαφείς και έντονες αντιρρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Γνώριζε επίσης τη θετική για την ισχύουσα νομοθεσία απόφαση του αρμοδίου τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Γνώριζε ότι εκκρεμεί στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ευρεία δέσμη ερωτημάτων που αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 14 παρ. 9 Συντ. και – ίσως πρώτη φορά με τόσο σαφή τρόπο – τη σχέση μεταξύ εθνικού συντάγματος και κοινοτικής έννομης τάξης. Γνώριζε ότι εκκρεμεί επίσης το ερώτημα της παραπομπής στο ΔΕΚ. H κυβέρνηση γνώριζε ακόμη ότι υπέγραψε τη Συνθήκη για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα που ετοιμάζεται να φέρει για κύρωση στη Βουλή. Γνώριζε επίσης ότι για τα θέματα της εσωτερικής αγοράς δεν χωρεί κάποια πολιτική διαπραγμάτευση στο Συμβούλιο Υπουργών ή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, γιατί κατ’ εξοχήν τα θέματα αυτά ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ενεργεί αυτοτελώς ως θεματοφύλακας της Συνθήκης.


Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση κατάφερε να εγκλωβισθεί στο εξής καταπληκτικό πολιτικό σκηνικό: με κατατεθειμένο το νομοσχέδιο στη Βουλή, να είναι αναγκασμένη είτε να το αποσύρει είτε να το τροποποιήσει σε όλα σχεδόν τα κρίσιμα σημεία του είτε να επιμείνει στην ψήφισή του, ανοίγοντας αδιέξοδο μέτωπο με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, αφενός μεν το ζήτημα θα τεθεί σύντομα στο ΔΕΚ με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αφετέρου δε κάθε δημόσια σύμβαση έργου, προμήθειας ή υπηρεσιών θα γίνεται αντικείμενο κοινοτικού ελέγχου και άρα εμπλοκής με προφανείς δυσμενείς επιπτώσεις στην απορρόφηση του Γ´ ΚΠΣ, στην προετοιμασία και στη διαπραγμάτευση του Δ´ ΚΠΣ, στην πορεία των δημοσίων επενδύσεων, στον ρυθμό ανάπτυξης και φυσικά στην απασχόληση.


Είναι πλέον προφανές ότι στόχος της κυβέρνησης δεν είναι η θεσμική θωράκιση της διαφάνειας, αλλά η δημιουργία της εντύπωσης ότι είναι «σκληρή» και «απειλητική», για την άσκηση ελέγχου στον ευαίσθητο χώρο της ενημέρωσης και τη δημιουργία ενός ελεγχόμενου από αυτήν οικονομικοπολιτικού συστήματος ισχύος. Ο κόσμος όμως δεν ασχολείται με αυτά. Θέλει μια κυβέρνηση που να είναι «βασικός μέτοχος» της αγωνίας των πολιτών για τα πραγματικά τους προβλήματα και όχι μια κυβέρνηση που είναι «βασικά αμέτοχη» για την ουσία της πολιτικής και εγκλωβίζεται σε παρόμοια αδιέξοδα.


Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠαΣοΚ.