Μερικοί αναρωτιούνται: Υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Ιησού Χριστού από πηγές ιστορικές έξω από τα τέσσερα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης; Παλαιότερα, για λόγους κυρίως απολογητικούς επιστρατεύονταν από θεολόγους κυρίως μαρτυρίες των ιστορικών του 1ου αιώνα μ.X. για τον Χριστό και το κίνημα που προκάλεσε, καθώς και άλλοι έμμεσοι υπαινιγμοί στο πρόσωπο και το έργο του (από ιουδαϊκά κείμενα και άλλους συγγραφείς της εποχής, όπως π.χ. από τον Ιώσηπο, τον Σουετώνιο, τον Τάκιτο, τον Πλίνιο τον Νεότερο κ.ά.), ώστε να ενισχυθεί η πίστη των χριστιανών, ύστερα μάλιστα από την αμφισβήτηση ακόμη και της ιστορικής ύπαρξης του Χριστού κατά τον 19ον αιώνα.


Σήμερα, και εννοούμε ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η προσέγγιση του προσώπου του Ιησού γίνεται με διαφορετικό τρόπο. Για να αντιληφθούμε το νέο πρίσμα της έρευνας πρέπει με πολλή συντομία να αρχίσουμε από παλαιότερα, από την εποχή του Διαφωτισμού. Στα μέσα του 17ου αιώνα και εξής, αρχίζει στην Ευρώπη να τίθεται το θέμα της ιστορικής αξιοπιστίας των πηγών της χριστιανικής πίστης. Οι αντιλήψεις που επικράτησαν τότε τόσο στον χώρο των φυσικών επιστημών όσο και στον χώρο των ανθρωπιστικών, και που ήδη είχαν αρχίσει να προβάλλουν και να προβάλλονται από την προηγηθείσα εποχή της Αναγέννησης (15ος αιώνας), σηματοδότησαν μια νέα εποχή στη Δύση για το τι είναι ιστορία, ποιος ο χαρακτήρας του ιστορικού παρελθόντος και ποια η σχέση του (συνέχεια ή ασυνέχεια;) με το παρόν.


* Οι βιβλικές επιστήμες


Ετσι, μια νέα αντίληψη για την ιστορία άρχισε να επικρατεί, κατά την οποία από τη μια μεριά τονίστηκε η «διαφορετικότητα» του παρελθόντος από το παρόν και από την άλλη εφαρμόστηκε αυτή η νέα αντίληψη στην περιοχή της γλώσσας των κειμένων που μας κληροδότησε το παρελθόν. Τα κείμενα άρχισαν να μελετώνται στη γλώσσα της αρχικής συγγραφής τους. Για να αρκεστούμε σε ένα μόνο παράδειγμα από την περιοχή των βιβλικών επιστημών, αναγνωρίστηκε ότι πίσω και πριν από τη λατινική Βουλγάτα βρίσκεται η εβραϊκή και η ελληνική γλώσσα, πράγμα που οδήγησε στην έκδοση της Ελληνικής Καινής Διαθήκης από τον Ερασμο το 1516, για να ακολουθήσουν κατόπιν συνεχείς επανεκδόσεις και δη κριτικές εκδόσεις με βάση όσο γίνεται μεγαλύτερο αριθμό χειρογράφων.


Μέσα στο πλαίσιο αυτών των αντιλήψεων έγινε ένας διαχωρισμός ανάμεσα στον Ιησού της ιστορίας, όσο είναι δυνατόν να σκιαγραφηθεί μέσα από τις πηγές, και στον Ιησού της πίστης, όπως εκφράστηκε από την Εκκλησία με όρους δογματικούς. Παράλληλα ξεκινάει μια ολόκληρη σειρά από συγγραφές «Βίων του Ιησού». Ο γνωστός θεολόγος και ανθρωπιστής Albert Schweitzer συγκέντρωσε και ανέλυσε τις ως τα τέλη του 19ου αιώνα βιογραφίες του Ιησού στο έργο του, που αποτελεί σταθμό για τα θεολογικά γράμματα, Die Geschichte der Leben-Jesus-Forschung (αρχές του 20ού αιώνα), που μεταφράστηκε στα ελληνικά από το ίδρυμα «Αρτος Ζωής» με τον τίτλο «Ιστορία της έρευνας του βίου του Ιησού» (Αθήνα, 1982). Στο βιβλίο αυτό παρουσιάζεται «η εποποιία της ευρωπαϊκής διανόησης καθώς αγωνίζεται να συλλάβει το νόημα του προσώπου και του έργου του Ιησού», εφόσον οι διάφοροι συγγραφείς βιογραφίας του 19ου αιώνα, από όποια φιλοσοφική σχολή ή κατεύθυνση κι αν εμπνέονταν, έφτιαχναν κάθε φορά μια εικόνα του Ιησού αποδεσμευμένη από το δόγμα, «όχι με βάση αντικειμενικά δεδομένα, αλλά κατ’ εικόνα και ομοίωση της δικής τους εποχής», όπως σημειώνει στον πρόλογο της έκδοσης ο καθηγητής Σ. Αγουρίδης.


H ποικιλία και πολλαπλότητα των περί Ιησού εικόνων που μας έδωσε η φιλελεύθερη έρευνα του 19ου αιώνα, όπως τη συνοψίζει ο Α. Schweitzer στο παραπάνω βιβλίο του, μαρτυρεί και την τελική αποτυχία της για μια αντικειμενική σκιαγράφηση του προσώπου και του έργου του ιστορικού Ιησού.


* Οι πέντε προσεγγίσεις


Στα τέλη του 20ού αιώνα, και πιο συγκεκριμένα από τη δεκαετία του ’80 και εξής, γίνεται λόγος για μεταμοντέρνα προσέγγιση των Ευαγγελίων με χαρακτηριστικές τάσεις τη ρητορική ανάλυση των βιβλικών κειμένων, την αφηγηματολογική ανάλυση, τη μέθοδο της ανταπόκρισης του αναγνώστη (reader – response – criticism), την κοινωνιολογική θεώρηση και την προσέγγιση από την οπτική γωνία της πολιτιστικής ανθρωπολογίας. Σε τι μπορούν οι νέες αυτές προσεγγίσεις να βοηθήσουν την αναζήτηση του ιστορικού Ιησού;


1. Μέσα σε ένα πλαίσιο διαλόγου της Βιβλικής Ερμηνευτικής με άλλες επιστήμες, οι νέες μεταμοντέρνες μέθοδοι ερμηνείας που χρησιμοποιούνται στα λογοτεχνικά κείμενα διεθνώς μεταφέρονται και στα κείμενα της Καινής Διαθήκης άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε ανεπιτυχώς. Αναγνωρίζεται από τους ερευνητές ο «διπολικός άξονας» των κειμένων (συγγραφέας – αναγνώστης) και αναδεικνύεται ο ρόλος του σημερινού αναγνώστη. Ετσι, το ευαγγελικό κείμενο προβάλλεται όχι μόνο ως το παράθυρο μέσα από το οποίο βλέπει κανείς τον πίσω απ’ αυτό κόσμο, αλλά και ως καθρέφτης όπου βλέπει κανείς τον εμπρός από αυτό κόσμο, τον κόσμο του ίδιου του αναγνώστη. Αυτό σημαίνει ότι βλέπει κανείς μια νέα δυναμική στα βιβλικά κείμενα, δηλαδή νέες ερμηνείες, χωρίς να προσκολλάται στατικά σε μια μοναδική και απολιθωμένη προσέγγιση. Αυτές οι νέες αναγνώσεις προσδιορίζονται τόσο από την εποχή του σημερινού αναγνώστη όσο βέβαια και από το ίδιο το κείμενο.


Παράλληλα ο φιλόσοφος της Χαϊδελβέργης Hans-Georg Gadamer υπογράμμισε ότι ο ερμηνευτής και το κείμενο το οποίο ερμηνεύει αποτελούν και οι δύο μέρος της ιστορικής πορείας, δηλαδή ο ερμηνευτής δεν μπορεί να βρεθεί πάνω από την παράδοση που τον συνδέει με το παρελθόν, μπορεί όμως να καταλάβει το παρελθόν και το κείμενο που προέρχεται από αυτό μέσω αυτής της παράδοσης. Με άλλα λόγια, η ανάγνωση και κατανόηση ενός κειμένου προσδιορίζεται από την «αναγιγνώσκουσα κοινότητα». Μεταφερόμενα αυτά στα ευαγγέλια σημαίνουν ότι η κατανόηση των Ευαγγελίων προσδιορίζεται από την αναγιγνώσκουσα εκκλησιαστική κοινότητα και από την παράδοσή της. «Σε αυτό το σημείο Δύση και Ανατολή αρχίζουν να έρχονται πιο κοντά από όσο ήταν πριν από μερικούς αιώνες» σημειώνει ένας ξένος ερευνητής.


2. Πρέπει να προσθέσουμε ακόμη ότι στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα παρατηρήθηκε στο διεθνές επιστημονικό στερέωμα ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μελέτη των Αποκρύφων Ευαγγελίων και των λοιπών Αποκρύφων χριστιανικών κειμένων. Το ερώτημα από τη σκοπιά αυτού του άρθρου είναι: Μας παρέχουν τα Απόκρυφα κείμενα κάποια στοιχεία για την ανασυγκρότηση της εικόνας του ιστορικού Ιησού; Κατ’ αρχήν πρέπει να παρατηρηθεί ότι τα εν λόγω κείμενα δεν περιέχουν συνταρακτικά στοιχεία με την έννοια που φαντάζονται ορισμένοι σήμερα, αλλά στα κείμενα αυτά η ιστορική αλήθεια και ο μύθος συμπλέκονται κατά τέτοιον τρόπο που είναι μάλλον αδύνατον να απομονώσει κανείς κάποια στοιχεία τα οποία οδηγούν στον ιστορικό Ιησού. Εθρεψαν όμως πολλές γενιές πιστών, ιδίως κατά τον Μεσαίωνα, και είναι υπεύθυνα για μια λαϊκή περί Χριστού εικόνα που επικράτησε.


3. Σε αντίθεση προς τις προηγούμενες φάσεις της έρευνας όπου κυριαρχούσαν οι γερμανοί ευαγγελικοί ερευνητές, στην εποχή μας η ιστορική έρευνα για τον Ιησού έχει οικουμενικό και διεθνή χαρακτήρα, εφόσον συγκεντρώνει τόσο καθολικούς όσο και ευαγγελικούς, και σε περιορισμένη κλίμακα ορθοδόξους, αλλά επίσης και εβραίους ερευνητές. Ο αμερικανός καθολικός καθηγητής J. Meier στην αρχή του δίτομου έργου του «Α Marginal Jew. Rethinking the Historical Jesus», 1991, φαντάζεται ένα «μη παπικό κονκλάβιο» αποτελούμενο από έναν καθολικό, έναν προτεστάντη, έναν εβραίο και έναν αγνωστικιστή (όλοι ερευνητές ιστορικοί) που είναι κλειδωμένοι σε αίθουσα της Θεολογικής Σχολής του Harvard με λίγο φαγητό («σπαρτιάτικο», όπως το ονομάζει) και με την απαγόρευση να εξέλθουν προτού συμφωνήσουν σε ένα κοινό κείμενο για το ποιος ήταν ο Ιησούς της Ναζαρέτ και σε τι απέβλεπε το έργο του στην εποχή του και στο μέρος που έζησε. Με την περιγραφή αυτή ο αμερικανός ερευνητής θέλει να δώσει μια σχηματική εικόνα της σύγχρονης φάσης κοινής αναζήτησης του ιστορικού Ιησού που πριν από μερικές δεκαετίες ήταν αδιανόητη, μιας φάσης όπου κυριαρχούν καθαρώς ιστορικά κριτήρια χωρίς ομολογιακές ή δογματικές δεσμεύσεις. Στις προηγούμενες φάσεις, συνεχίζει, η θεολογική έρευνα μεταμφιεζόταν με τα χαρακτηριστικά της ιστορικής έρευνας, σήμερα η θεολογία και η χριστολογία επωφελούνται από την καθαρή ιστορική έρευνα. Αυτό βέβαια δεν αποτελεί προδοσία της πίστης αλλά επιβάλλεται από τον διαχωρισμό μεταξύ θεολογίας και ιστορίας ως ύο διακριτών επιστημών.


4. H ακριβέστερη μελέτη του πολυδιάστατου ιουδαϊσμού του 1ου αιώνα μ.X. (μερικοί κάνουν λόγο για «ιουδαϊσμούς») είναι ό,τι σημαντικότερο έχει να παρουσιάσει η έρευνα των τελευταίων δύο δεκαετιών σε σχέση με τον ιστορικό Ιησού, σε αντίθεση με μια ενιαιοποιημένη εικόνα του ιουδαϊσμού της προηγούμενης έρευνας. Σε αντίθεση με αυτόν τον μονολιθικό ιουδαϊσμό η σύγχρονη έρευνα μας παρέχει μια πιο ακριβή εικόνα της ποικιλίας του ιουδαϊσμού του 1ου αιώνα και της τοποθέτησης του Ιησού μέσα σ’ αυτό το σύνθετο και πολύπλευρο ιουδαϊκό έδαφος.


5. Οι γνώσεις μας για τον Ιησού και τον περίγυρό του εμπλουτίστηκαν σημαντικά από την αρχαιολογία. Οι πολιτιστικές συνθήκες της εποχής του, όπως διαφαίνονται στα Ευαγγέλια, έχουν περιγραφεί σήμερα από την πολιτιστική και κοινωνική ανθρωπολογία καθώς και από άλλες παρεμφερείς επιστήμες. Επιπλέον, τα ευρήματα της Νεκρής Θάλασσας (1947) διαφώτισαν αρκετές πλευρές της δράσης του Ιησού μέσα στο ιουδαϊκό περιβάλλον του.


6. Αντιμετωπίζεται θετικότερα η παράδοση περί των θαυμάτων του Ιησού. Αντίθετα προς την υποβάθμιση του θέματος των θαυμάτων από τη θρησκειοϊστορική σχολή των αρχών του 20ού αιώνα και από την ελάχιστη έκταση που δίνουν ο Bultmann και οι μαθητές του στα περί του Ιησού έργα τους στο θέμα των θαυμάτων, οι ερευνητές τώρα – έστω και από έναν αντίθετο δρόμο – δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στην παράδοση περί θαυμάτων, καθώς κάνουν λόγο για τον Ιησού ως εξορκιστή ή θεραπευτή.


7. Στο ερώτημα, τέλος, αν η επιστημονική έρευνα για τον ιστορικό Ιησού προσφέρει κάτι στη χριστολογία της Εκκλησίας, η απάντηση βρίσκεται στην επαναφορά της ισορροπίας που απαντά στη φράση του όρου της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας (451 μ.X.) για τον Ιησού Χριστό: «… Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν». Υστερα από έναν επί αιώνες κρυπτο-μονοφυσιτισμό που έτεινε να αφανίσει το «άνθρωπον αληθώς», η πρόσφατη έρευνα σχετικά με το ιουδαϊκό περιβάλλον αλλά και με τη διείσδυση του ελληνικού πολιτισμού στην Παλαιστίνη ως βασικών χαρακτηριστικών της ανθρωπότητας του Ιησού επαναφέρει την αρχική ισορροπία.


* Οι συνέπειες των ερευνών


Το πρακτικό ερώτημα είναι: Υπάρχουν κάποιες συνέπειες από τη νέα αυτή φάση της έρευνας για τη χριστιανική πίστη;


(α) Από τα νέα και ποικίλων κατευθύνσεων ενδιαφέροντα προκλήθηκε διεθνώς μια πλούσια βιβλιογραφία, από την οποία συνειδητοποιεί κανείς τη σημαντική προσφορά της ιστορικής επιστήμης και καταλαβαίνει ότι τα αδιέξοδα δεν είναι το τέλος της πίστης αλλά ο γόνιμος προβληματισμός για την άνδρωσή της, με άλλα λόγια ότι η ιστορική έρευνα όχι μόνο δεν εμποδίζεται από την πίστη αλλά αντίθετα μπορεί να της προσφέρει ιστορικά στηρίγματα.


(β) Στην περιοχή της θεολογίας υπογραμμίστηκε η αξία της λειτουργικής εμπειρίας της Εκκλησίας. Αυτή η λειτουργική εμπειρία θεωρήθηκε πρωταρχικής σημασίας έναντι των διαφόρων «αποδείξεων» της ιστορικής ύπαρξης του Ιησού, με τη διευκρίνιση ότι η λειτουργική εμπειρία προβάλλεται όχι αντί του μηνύματος των Ευαγγελίων και της Εκκλησίας, αλλά ως το μέσο και η ζωτική περιοχή με τα οποία παραδίδεται και μεταδίδεται το αρχικό ευαγγελικό μήνυμα. Με τον τρόπο αυτόν εξαίρεται με υπαρξιακό τρόπο, πέραν της ιστορικής αναζήτησης, η συνέχεια μεταξύ ιστορικού Ιησού και Ευαγγελίων, δηλαδή μεταξύ Ιησού της ιστορίας και Χριστού της χριστιανικής πίστης.


Ο κ. Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.