Τη «δόξα» και τις «γροθιές», που ζητούσε ο Ψυχάρης (1854-1929) από το πρώτο ήδη κεφάλαιο του «Ταξιδιού» του (1888), δεν τα κέρδισε βέβαια ούτε ως πεζογράφος (διηγηματογράφος/μυθιστοριογράφος) ούτε ως θεατρικός συγγραφέας ούτε ως γλωσσολόγος – και στους τρεις αυτούς τομείς της συγγραφικής του δραστηριότητας, και στη «γαλλική» και στην «ελληνική» εκδοχή της, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το όριο της μετριότητας· τα κέρδισε ακριβώς μ’ αυτό το διαβόητο γλωσσικό μανιφέστο του, που κυκλοφόρησε πάνω στην τρικουπική ακμή του ελλαδικού εξαστισμού.


Είναι σχεδόν αυτονόητο ότι το «γλωσσικό ζήτημα» στην Ελλάδα είχε ήδη τεθεί κατά τη μακρά περίοδο του ελληνικού Διαφωτισμού (1770-1820) και ήταν τότε άρρηκτα συνδεδεμένο με το αίτημα για μια νέα, «ευρωπαϊκή», παιδεία. Οι τρεις αντιμαχόμενες «προτάσεις» για τη λύση του εκπροσωπούσαν, σχηματικά αλλ’ όχι αυθαίρετα, τις κύριες αντιμαχόμενες κοινωνικές ομάδες του προεπαναστατικού «ελληνισμού»: η «αρχαϊστική» των οπαδών της παλαιάς, φεουδαρχικής και εκκλησιαστικής-πατριαρχικής, κάστας, η «χυδαία» (=λαϊκή) των ριζοσπαστών και η «καθαρεύουσα», η κοραϊκή «μέση οδός» των μετριοπαθών πρωτοαστών.


H ανακίνηση του γλωσσικού ζητήματος από τον Σολωμό πάνω στο απόγειο της Ελληνικής Επανάστασης αλλά μακριά απ’ αυτήν (Διάλογος, 1824) σήμαινε μιαν αδιόρατη αλλ’ αποφασιστική μετακίνηση του ζητήματος από την παιδεία – του Διαφωτισμού – στην ποίηση και, γενικότερα, τη λογοτεχνία -του Ρομαντισμού. Τη σολωμική διδασκαλία επρόκειτο να ενστερνιστούν και να επαναλάβουν και οι επτανήσιοι ακόλουθοί του (Στάης, Καλοσγούρος κ.ά. μέχρι το τέλος του ίδιου αιώνα (I. Πολυλάς, H φιλολογική μας γλώσσα, Κέρκυρα 1893).


Οπως ξέρουμε, το ζήτημα «λύθηκε», όπως ήταν αναμενόμενο: στο νεότευκτο ελληνικό κρατίδιο επιβλήθηκαν άνωθεν, από τη νέα εξουσία, και επικράτησαν για μισόν περίπου αιώνα (1830-1880), και στην παιδεία και στη λογοτεχνία, τα καθαρεύοντα και δη αρχαϊστικά πρότυπα ενός ήδη παρηκμασμένου, όχι μόνο γλωσσικού αλλά και, γενικότερα, πολιτισμικού (Νεο-) Κλασικισμού.


Με το Ταξίδι του Ψυχάρη το ζήτημα φαινόταν να επιστρέφει στη λογοτεχνική βάση, πάνω στην οποία το είχαν στήσει ο Σολωμός και οι επτανήσιοι ομοϊδεάτες του – έτσι τουλάχιστον το προσέλαβαν ο Παλαμάς και οι δορυφόροι του της Γενιάς του 1880. Μια τέτοια πρόσληψη παρέβλεπε, υποσυνείδητα, τον απώτερο, τον ιδεολογικό, στόχο του γλωσσικού κηρύγματος του Ψυχάρη: Ο Ψυχάρης, που είχε κάνει λαμπρές πανεπιστημιακές σπουδές στις αρχαίες και τις νεότερες ευρωπαϊκές λογοτεχνίες, είχε εγκαινιάσει τη σταδιοδρομία του ως γλωσσολόγος στα 1884 μ’ ένα Δοκίμιο για τη νεοελληνική φωνητική, που ήταν γραμμένο στην πρώτη «μητρική» του γλώσσα, τη γαλλική. H «φωνητική», ο νεογέννητος αυτός κλάδος της γλωσσολογίας, είχε τεθεί πάνω σε «επιστημονική» βάση με την πρόσφατη τότε ακόμα εφεύρεση του φωνογράφου (1877) – και η φωνητική θα προωθήσει, και στον Ψυχάρη, τις σπουδές στη νεοελληνική διαλεκτολογία.


Αυτός ακριβώς ο νεοσύστατος τότε κλάδος της γλωσσολογίας, η φωνητική, θα καθορίσει κατά κύριο λόγο και το γλωσσικό Ταξίδι του Ψυχάρη· η παραδοσιακή μορφολογία θα παίξει ένα δευτερεύοντα ρόλο, ενώ το λεξιλογικό μέρος της γλώσσας θα μείνει σ’ αυτόν, σε αντίθεση με τους καθαρολόγους και αρχαϊστές αντιπάλους του μάλλον αδιάφορο. Αυτό όμως που έχει κοινό μ’ αυτούς είναι πολύ σημαντικότερο από τις «καθαρά» γλωσσολογικές διαφορές τους: Οπως αυτοί, έτσι και ο Ψυχάρης προβαίνει σε μια διορθωτική επέμβαση πάνω στο ιστορικά υπαρκτό σώμα της γλώσσας – μια «αρχή», που αντιστρατευόταν τις αρχές για τη «φυσική γλώσσα» των προεπαναστατικών «δημοτικιστών» και του Σολωμού. Ετσι π.χ. κηρύσσει και προτείνει τις φωνητικές διορθώσεις: πνέμα αντί πνεύμα, συβιβασμός αντί συμβιβασμός – αλλά και: Ορφές αντί Ορφέας, Αισκύλος αντί Αισχύλος και Βιχτώρ Ουγκώ αντί Βικτώρ Ουγκώ!


Αλλά ο Ψυχάρης έχει κ’ ένα άλλο, ουσιαστικότερο, ιδεολογικοπολιτικό, κοινό με τους γλωσσικούς αντιπάλους του: Οπως εκείνοι, έτσι κι’ αυτός μετακινεί το γλωσσικό ζήτημα από το αίτημα της λαϊκής παιδείας του ελληνικού Διαφωτισμού και της «υψηλής», «εθνικής λογοτεχνίας» του Σολωμού και των επτανήσιων ακολούθων του στην υπηρεσία της σύγχρονής του πολιτικής: της «Μεγάλης Ιδέας», της επεκτατικής κίνησης προς Βορράν και, γι’ αυτόν τον όψιμο φαναριώτη, προς Ανατολάς. Από τον Ψυχάρη θα κληρονομήσουν τη διπλή σημασία του ιδεολογήματος αυτού: «Μεγάλη Ιδέα» (του «Ελληνισμού») και «Μεγάλη Ιδέα» (του «Δημοτικισμού»).


Τον πολιτικό στόχο του ο Ψυχάρης τον δηλώνει ήδη στην αρχή του μανιφέστου του: «Ενα έθνος, για να γίνη έθνος, θέλει δυο πράματα· να μεγαλώσουν τα σύνορά του και να κάμη φιλολογία δική του. Αμα δείξη που ξέρει τι αξίζει η δημοτική του γλώσσα κι’ άμα δεν ντραπή γι’ αφτή τη γλώσσα, βλέπουμε που τόντις είναι έθνος. Πρέπει να μεγαλώση όχι μόνο τα φυσικά, μα και τα νοερά του στα σύνορα. Γι’ αφτά τα σύνορα πολεμώ».


Το «πολεμώ» ήταν βέβαια για τον άκαπνο κονδυλοφόρο Ψυχάρη ένας τρόπος του λέγειν: Την πρακτική διεκπεραίωση της «εθνικής» αυτής αποστολής πρέπει να την αναλάβει, υπαγορεύει ο γλωσσικός της αρχιστράτηγος εκ του ασφαλούς, από το τρυφηλό Παρίσι, ο «Ελληνικός Στρατός», όπως επιγράφεται το καταληκτικό κεφάλαιο του Ταξιδιού του – ενός «ταξιδιού», που εκδηλώνεται απροκάλυπτα ως μια επεκτατική εκστρατεία προς Ανατολάς.


Ο ιδεολογικοπολιτικός χαρακτήρας του διμέτωπου αυτού γλωσσικού αγώνα του Ψυχάρη αποκαλύπτεται μ’ έναν τρόπο τραγελαφικό μεν αλλά εύγλωττο ακριβώς σε μια «διορθωτική» γλωσσική του επέμβαση, τη φορά αυτή στο λεξιλογικό επίπεδο, σ’ αυτό το κυριολεκτικά πολεμικό κεφάλαιο του βιβλίου του: Ο Ψυχάρης προτείνει, οι αξιωματικοί, πριν ακόμα βρεθούν στο πολεμικό Μέτωπο, για να «πάρουν την Πόλη», να μη δίνουν στους αγρότες και φτωχούς φαντάρους τους τη διαταγή: πυρ! αλλά: φωτιά!


Για την πρώτη μεγάλη ήττα (1897) της δισήμαντης αυτής «Μεγάλης Ιδέας» μέχρι και την οριστική πανωλεθρία και τη «Μικρασιατική Καταστροφή» της δεν έφταιγε βέβαια ούτε η καθαρεύουσα του «πυρός» ούτε η δημοτική της «φωτιάς», αλλά η «καθαρευουσιάνικη» στενοκεφαλιά των εθνικιστών ιδεολόγων σαν τον Χατζιδάκι και τον Ψυχάρη και, προπαντός, των πολιτικών και στρατιωτικών που ανέλαβαν την εκτέλεσή της, αλλά πέτυχαν μόνο την εκτέλεσή τους (15 Νοεμβρίου 1922).


Ο κ. Γιώργος Βελουδής είναι καθηγητής Πανεπιστημίου.