Μια από τις πιο σημαντικές αλλαγές που η ψηφιακή επανάσταση έχει φέρει στις σύγχρονες κοινωνίες είναι η μαζική καταστροφή θέσεων εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών – αφού ο ηλεκτρονικός υπολογιστής μπορεί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να διεκπεραιώνει εργασίες και να λύνει προβλήματα που, πριν από μερικές δεκαετίες, απαιτούσαν τη μακρόχρονη εργασία χιλιάδων υπαλλήλων. Αυτή η κατάσταση έχει βέβαια σοβαρές επιπτώσεις στο πρόβλημα της ανεργίας. Είναι ευρεία η παραδοχή ότι η επίλυση του προβλήματος βρίσκεται στην εκπαίδευση: η «κοινωνία της γνώσης» δημιουργεί προβλήματα που μόνο μια καλύτερη, πιο εντατική εκπαίδευση όλου του εργατικού δυναμικού μπορεί να λύσει. Με άλλα λόγια, η κοινωνία της πληροφόρησης και της γνώσης που οι νέες τεχνολογίες δημιουργούν απαιτεί όχι μόνο τη μαζική διεύρυνση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και την πιο αυστηρή προσαρμογή της στις ανάγκες της αγοράς. Απαιτεί επίσης τον ριζικό επαναπροσανατολισμό/επανεκπαίδευση του εργατικού δυναμικού μιας χώρας μέσω πολυάριθμων προγραμμάτων (εκπαίδευση ενηλίκων, συνεχής επαγγελματική κατάρτιση στις νέες τεχνολογίες, διά βίου εκπαίδευση κ.ά.) που έχουν σκοπό τη συνεχή προσαρμογή των ατόμων στις ραγδαίες αλλαγές τις οποίες η τεχνολογία επιφέρει. Οπως τόνισε πριν από καιρό ο Τόνι Μπλερ, τρεις είναι οι λύσεις του προβλήματος της εντεινόμενης ανεργίας: εκπαίδευση, εκπαίδευση και πάλι εκπαίδευση.


* Από τον βιοτέχνη στον βιομηχανικό εργάτη


Αντίθετα με την παραπάνω θέση, θέλω να υποστηρίξω ότι η εκπαίδευση από μόνη της δεν μπορεί να λύσει τα κοινωνικά προβλήματα που η ψηφιακή επανάσταση δημιουργεί. Ούτε ριζικές αλλαγές στον χώρο της παιδείας (όπως η συστηματική διασύνδεσή της με την αγορά εργασίας) ούτε ο πολλαπλασιασμός των πόρων που διατίθενται για την εκπαίδευση/επανεκπαίδευση του εργατικού δυναμικού είναι δυνατόν να λύσουν, έστω και μερικώς, τα προβλήματα της ανεργίας και της κοινωνικής αποδιοργάνωσης που οι μεταβιομηχανικές/μεταφορντικές κοινωνίες βιώνουν σήμερα.


Για να καταλάβουμε γιατί, για να εντοπίσουμε την ιδιαιτερότητα/μοναδικότητα της τωρινής κρίσης θα πρέπει να δούμε τα πράγματα από μια ιστορική/συγκριτική σκοπιά. Από μια τέτοια προοπτική, επικεντρώνοντας την προσοχή μας στη σχέση της τεχνολογίας και του τρόπου διαχείρισης/εκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού, μπορούμε να διακρίνουμε τρία στάδια.


Σε αυτό το πρώτο στάδιο η πρώιμη βιομηχανική επανάσταση επέβαλλε τον θεσμό του εργοστασίου ως τον κυρίαρχο τρόπο οργάνωσης της εργασίας στις βιομηχανικές κοινωνίες. Σ’ αυτή την πρώιμη «φορντική» περίοδο οι νέες τότε τεχνολογίες κατέστρεψαν μαζικά θέσεις εργασίας που συνδέονταν με τη λεγόμενη «κατ’ οίκον» εργασία (όπου ο βιοτέχνης ήταν σε μεγάλο βαθμό ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής) – συγχρόνως όμως δημιούργησαν νέες θέσεις εργασίας στον ραγδαία αναπτυσσόμενο χώρο.


Το πέρασμα από τον παραδοσιακό βιοτέχνη στον βιομηχανικό εργάτη έγινε σε ένα πλαίσιο όπου τα συνδικάτα ήταν σχεδόν ανύπαρκτα, το κράτος έπαιζε απλώς τον ρόλο του νυχτοφύλακα, ενώ η ανερχόμενη τάξη των βιομηχάνων ασπάστηκε με ενθουσιασμό τη laissez-faire ιδεολογία της αγοράς. Ως αποτέλεσμα, η μετάβαση πήρε έναν εξαιρετικά βάρβαρο χαρακτήρα. Οπως σωστά τονίζει ο Ε.Ρ. Thompson στην κλασική μελέτη του για τη συγκρότηση και εξέλιξη της αγγλικής εργατικής τάξης, η παντελής απουσία κοινωνικών και εκπαιδευτικών μηχανισμών περάσματος από τη βιοτεχνική στη βιομηχανική εργασία είχε αποτέλεσμα την απόλυτη εξαθλίωση μιας μεγάλης μερίδας του εργατικού δυναμικού.


* H άνοδος του τομέα των υπηρεσιών


Σε ένα δεύτερο στάδιο που μπορεί κανείς να αποκαλέσει μεταφορντικό, η αυτοματοποίηση διαφόρων λειτουργιών στο επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής κατέστρεψε πάλι θέσεις εργασίας αλλά συγχρόνως δημιούργησε νέες θέσεις «υπαλληλικής» εργασίας στον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών. Σε αυτή τη φάση η διαχείριση της μετάβασης γίνεται σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο: τα συνδικάτα είναι καλά οργανωμένα, το κράτος παίζει έναν έντονα παρεμβατικό/αναδιανεμητικό ρόλο και ο κοινωνικός δαρβινισμός της πρώιμης βιομηχανικής επανάστασης δίνει τη θέση του σε μια σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία που τονίζει την ανάγκη συνεργασίας κράτους – κεφαλαίου – εργασίας με σκοπό την επίτευξη μιας ισορροπίας μεταξύ των αξιών της παραγωγικότητας/ανταγωνισμού, από τη μια πλευρά, και της κοινωνικής δικαιοσύνης, από την άλλη. Ως αποτέλεσμα, η μετάβαση από την αριθμητική κυριαρχία των βιομηχανικών εργατών σε αυτή των υπαλλήλων του γραφείου γίνεται κατά έναν πολύ πιο ανθρώπινο τρόπο, αφού έχουμε και εκπαιδευτικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς που αμβλύνουν σημαντικά την επίπονη αποδιοργάνωση που οι νέες τεχνολογίες δημιούργησαν.


* H παγκοσμιοποιημένη οικονομία


Περνώντας τέλος στη σημερινή κατάσταση, εδώ οι νέες τεχνολογίες καταστρέφουν μαζικά θέσεις εργασίας και στον χώρο της βιομηχανίας και σε αυτόν των υπηρεσιών – χωρίς όμως να είναι καθόλου σίγουρο ότι οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται θα είναι αριθμητικά σημαντικές. Με άλλα λόγια, ενώ στα δύο προηγούμενα στάδια μετάβασης υπήρχε σχετική ισορροπία μεταξύ των θέσεων εργασίας που οι νέες τεχνολογίες κατέστρεψαν και των νέων θέσεων που δημιούργησαν, στη σημερινή συγκυρία δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται μια παρόμοια ισορροπία. Γίνεται όλο και πιο προφανές ότι με βάση τις νέες τεχνολογίες η οικονομία μπορεί να λειτουργεί ικανοποιητικά (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την παραγωγική διαδικασία) με ένα μέρος μόνο του εργατικού δυναμικού μιας χώρας. Με άλλα λόγια, επειδή η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, είναι πιθανό να έχουμε στο μέλλον πολύ υψηλά επίπεδα ανεργίας όχι επειδή τα άτομα δεν έχουν τη σωστή εκπαίδευση/κατάρτιση, αλλά επειδή η οικονομία δεν τα χρειάζεται πια. Σε αυτή την περίπτωση βέβαια η παραπέρα εκπαίδευση/μετεκπαίδευση δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα.


H πιθανότητα «μονιμοποίησης» ενός υψηλού βαθμού ανεργίας εντείνεται αν λάβουμε υπόψη μας το πιο γενικό νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο πλαίσιο μέσα στο οποίο η μετάβαση στη λεγόμενη «κοινωνία της γνώσης» εκτυλίσσεται.


Αυτό το πλαίσιο χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή περιθωριοποίηση των συνδικάτων, την αδυναμία του κράτους-έθνους να παίξει τον εξισορροπητικό και αναδιανεμητικό ρόλο που έπαιξε στην προηγούμενη μεταβατική περίοδο και την κυριαρχία μιας νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας που βλέπει στην απελευθέρωση των μηχανισμών της αγοράς τη μαγική λύση σε όλα τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου.


Βέβαια δεν πρόκειται να πάμε πίσω στον βάρβαρο καπιταλισμό της πρώιμης βιομηχανικής επανάστασης – το κράτος πρόνοιας δεν έχει ακόμα, ούτε πρόκειται να διαλυθεί. Αυτό που είναι σίγουρο όμως είναι ότι το πρόβλημα της εξαιρετικά υψηλής ανεργίας δεν λύνεται με «εκπαίδευση, εκπαίδευση, εκπαίδευση» – σε ένα πλαίσιο που ο φονταμενταλισμός της αγοράς συνδέεται άρρηκτα με τις τεχνολογικές εξελίξεις οι οποίες, για πρώτη φορά στην ιστορία της νεωτερικότητας, δημιουργούν μια άνευ προηγουμένου ανισορροπία μεταξύ ξεπερασμένων και νέων θέσεων εργασίας.


* Κοινωνικές ανάγκες και σπατάλες


Αν η εκπαίδευση δεν μπορεί από μόνη της να δώσει τη λύση, τι άλλο μπορεί να βοηθήσει; H παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική πολιτική στο θέμα της ανεργίας (κεϋνσιανά μέτρα για την αναθέρμανση της οικονομίας σε συνδυασμό με μια κοινωνική πολιτική που βασίζεται σε επιδόματα ανεργίας) οδηγεί σήμερα σε μια κατάσταση όπου, από τη μια μεριά, τεράστιοι πόροι κατασπαταλώνται (αφού ένα μέρος του εργατικού δυναμικού αμείβεται χωρίς να ενεργοποιείται οικονομικά), ενώ, από την άλλη, πολλές κοινωνικές ανάγκες δεν καλύπτονται από τους μηχανισμούς της αγοράς.


Αυτό το άκρως παράλογο και σπάταλο σύστημα μπορεί να ξεπεραστεί μέσα στον καπιταλισμό αν και όταν υπερβούμε τη φετιχιστική νοοτροπία ότι μόνο η αγορά εργασίας δημιουργεί «αληθινή» απασχόληση. H κοινωνική απασχόληση (δηλαδή η απασχόληση σε έναν «τρίτο» τομέα που δεν θα λειτουργεί ούτε με βάση το κέρδος ούτε με βάση τη γραφειοκρατική, κρατικιστική λογική) είναι τόσο χρήσιμη και αναγκαία όσο και η «αγοραία» απασχόληση. H πρώτη θα μπορούσε να καλύψει επείγουσες ανάγκες (στον χώρο της τρίτης ηλικίας, της κοινότητας, της οικολογίας κτλ.) που αυτή τη στιγμή αγνοούνται. Αν αυτό γίνει γενική συνείδηση, αν δηλαδή η κουλτούρα περί του τι είναι χρήσιμη απασχόληση αλλάξει, τότε αυτοί που δεν βρίσκουν δουλειά στην αγορά εργασίας, αν βέβαια η υγεία τους το επιτρέπει, θα έχουν να επιλέξουν μεταξύ επαγγελματικής μετεκπαίδευσης και απασχόλησης στον «τρίτο» τομέα. Ετσι, κάθε δυνάμενος να εργαστεί πολίτης δεν θα έχει μόνο την υποχρέωση αλλά και το δικαίωμα να μένει κοινωνικά ενεργοποιημένος ως το τέλος της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας.


* Ο εξανθρωπισμός του καπιταλισμού


Βέβαια μια τέτοια λύση δεν είναι εφικτή σήμερα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. H απόλυτη κυριαρχία της αγοραίας λογικής που επικρατεί σήμερα επιβάλλει την ιδέα ότι μόνο η ενεργοποίηση του εργατικού δυναμικού στο πλαίσιο της αγοράς εργασίας παράγει αξία. H ενεργοποίηση ατόμων εκτός της αγοράς εργασίας είναι απλώς παρασιτική. Κατ’ αυτή την άποψη η μόνη «παραγωγική» λύση είναι η μόνιμη ύπαρξη μιας στρατιάς ανέργων που θα «πειθαρχεί» επί μονίμου βάσης τα συνδικάτα, θα συμπιέζει τους μισθούς και θα αμβλύνει την ανάγκη για ανθρώπινες εργασιακές συνθήκες. Αν αυτή η κατάσταση δημιουργεί μόνιμη ανασφάλεια στους εργαζομένους καθώς και μόνιμη υπαρξιακή απαξίωση στους ανέργους, αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει μια χώρα αν θέλει να παραμείνει «ανταγωνιστική» στην παγκόσμια οικονομική αρένα.


Το πρόβλημα της ανεργίας σήμερα δεν μπορεί να λυθεί μόνο μέσω της εκπαίδευσης/επανεκπαίδευσης. Μπορεί να λυθεί μόνο μέσω μιας νέας εργασιακής κουλτούρας που δεν θα απαξιώνει την εργασία εκτός της αγοράς ως παρασιτική. Μόνο η κινητοποίηση όλων στο τρίγωνο αγορά εργασίας – εθελοντικός/τρίτος τομέας – εκπαίδευση μπορεί να λύσει το πρόβλημα της ανεργίας. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο πρέπει να περάσουμε από τον κυρίαρχο σήμερα νεοφιλελεύθερο σε ένα νεοσοσιαλδημοκρατικό τρόπο παγκόσμιας διακυβέρνησης. Για μερικούς κάτι τέτοιο είναι τελείως ουτοπικό. H κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας δεν είναι μετατρέψιμη. Για άλλους το σημερινό παγκόσμιο status quo δεν είναι «σιδερένιος νόμος» στον οποίο πρέπει κανείς παθητικά να προσαρμοστεί. Κατ’ αυτούς, ο εξανθρωπισμός του καπιταλισμού που επιτεύχθηκε στη Δύση στο επίπεδο του κράτους-έθνους μπορεί να επαναληφθεί σε παγκόσμια κλίμακα στις δεκαετίες που έρχονται.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics. Το άρθρο αυτό βασίζεται στην εισήγηση του συγγραφέα στο πρώτο συνέδριο Επιστημονικής Ενωσης Εκπαίδευσης Ενηλίκων, τον περασμένο Οκτώβριο.