Συμπληρώνονται φέτος ογδόντα χρόνια από τη δημοσίευση του πολύκροτου έργου του Κορδάτου για την «κοινωνική σημασία» του Εικοσιένα.


Ο Γιάννης K. Κορδάτος (Ζαγορά Πηλίου 1891 – Αθήνα 1961) ανήκει στα λιγοστά διανοούμενα στελέχη του ΣΕΚΕ(K), με μακρά θητεία στα διαδοχικά σχήματα της ηγεσίας του και με αξιόλογο συγγραφικό έργο που ξεπερνά το επίπεδο της επικαιρότητας για να διεισδύσει στο ιστορικό βάθος των προβλημάτων της. Στις συντεταγμένες της κομματικής ζωής εμπλουτίζει τη θεωρητική του σκευή, δείγματα της οποίας είχαν εμφανισθεί στον Ριζοσπάστη από το 1919 και στα Γράμματα το 1920, και αναδεικνύεται στον πρώτο αυτοδίδαχτο ιστορικό που έχει κατανοήσει την ανάγκη των φιλοσοφικών και επιστημολογικών θεμελίων της έρευνάς του. Ως υπεύθυνος «επί της πολιτικής» του Ριζοσπάστη (1920) και ως διευθυντής του (1921-1924) δεν αφομοιώθηκε από τις ιδιάζουσες απαιτήσεις της καθημερινής δημοσιογραφίας, αλλά βρήκε την αντοχή να συνθέσει ευρύτερες μελέτες για το αγροτικό ζήτημα που δημοσιεύθηκαν στην Κομμουνιστικήν Επιθεώρησιν, όπου βέβαια θα καταχωρισθούν και άλλες μικρότερες εργασίες του (πολιτικές αναλύσεις, ιδεολογικές παρεμβάσεις, επισκοπήσεις της τρέχουσας πολιτικής ζωής και βιβλιοκριτικές).


Λίγο πριν παραμερισθεί από την ηγεσία του KKE κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βασιλείου» η Κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, η πρώτη ιστορική μονογραφία με την οπτική του «ιστορικού υλισμού» και χωρίς την «ήρεμη εργασία του σπουδαστηρίου», όπως σημείωνε ο δημιουργός της στον επίλογο.


* H υλιστική θεώρηση


Το θέμα αυτό και ειδικότερα ο χαρακτήρας της επανάστασης του Εικοσιένα απασχόλησε, στο περιθώριο συναφών προσεγγίσεων, και άλλα στελέχη του ΣΕΚΕ(K) ανακαλώντας κυρίως την πρόταση ερμηνείας του Σκληρού, προς τον οποίο ήδη είχε στραφεί και ο Κορδάτος επιδοκιμάζοντας τις αναλύσεις του Κοινωνικού μας ζητήματος που είχαν προκύψει με την «πιο θετική μέθοδο της αντικειμενικής κοινωνιολογίας». Εννοείται ότι η ιδρυτική γενιά του ΣΕΚΕ ξεχωρίζει το πρωτόλειο του Σκληρού από τα Σύγχρονα προβλήματα του Ελληνισμού, στα οποία διέκρινε τη θεωρητική δικαίωση του Βενιζελισμού και τη συρρίκνωση της αυτοτελούς πολιτικής του αρτιγέννητου κόμματος της εργατικής τάξης. Πάντως το ιστοριογραφικό πεδίο, από τις εύστοχες νύξεις του Κοινωνικού μας ζητήματος και τη μακρά συζήτηση που προκάλεσαν, φάνηκε ιδιαίτερα προνομιακό για την αντιπαράθεση των οπαδών της υλιστικής θεώρησης της ιστορίας με την αντίστοιχη ιδεαλιστική που ώς τότε κατείχε στην ελληνική ιστορική έρευνα αδιαφιλονίκητα κυρίαρχη θέση.


Στην «Εισαγωγή» του βιβλίου του ο Κορδάτος οριοθετεί τη μέθοδό του σε σχέση με τους «ακοινωνιολογήτους» ιστορικούς ή τους «βατράχους της πατριδοκαπηλίας» που επιμένουν να εκτοπίζουν τον «υλιστικόν παράγοντα» για να προβάλλουν την «θέλησιν ωρισμένων προσώπων» ή «οιαδήποτε υποκειμενικά ιδεαλιστικά ελατήρια». Ο «ιστορικός υλισμός», όπως απέκτησε «επιστημονικήν» υπόσταση από τον Marx που αξιοποίησε τον «διαλεκτισμόν» του Hegel, μελετά τα στάδια που έχει διανύσει η ανθρώπινη κοινωνία («πρωτόγονος κομμουνισμός, δουλεία, φεουδαρχία, κεφαλαιοκρατία») ως αποτελέσματα της «εξελίξεως των παραγωγικών σχέσεων των ανθρώπων»: η εκάστοτε «μορφή της κοινωνίας, δηλαδή το πολιτειακόν καθεστώς, δεν είναι άλλο τι παρά η προσαρμογή των κοινωνικών σχέσεων των ανθρώπων μιας περιόδου προς τας εκάστοτε υλικάς συνθήκας». Τα «εργαλεία» (ή «μέσα παραγωγής» και «παραγωγικά μέσα») με την τελειοποίησή τους προξενούν «δυσαναλογίαν» ανάμεσα στις οικονομικές και συνεπώς και τις κοινωνικές σχέσεις με αναπόφευκτο «ορμητικόν ξέσπασμα» την κοινωνική επανάσταση. H πάλη των τάξεων, έτσι, εκφράζει τον διαρκή πόλεμο ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, ιδίως όταν επέρχεται «τελεία διατάραξις της ισορροπίας των οικονομικών και κοινωνικών όρων».


Στο σημείο αυτό ο Κορδάτος γνωστοποιεί τις πηγές του, οι οποίες άλλωστε είναι και προσιτές στην ελληνική γλώσσα: τον Ε. Ferri που συσχετίζει τον «νόμο» της πάλης των τάξεων με τη δαρβινική θεωρία του «αγώνα υπάρξεως», τον Kautsky (Ηθική και υλιστική αντίληψις της ιστορίας), τον Lafargue (Οικονομικός ντετερμινισμός), τον Μπουχάριν (H θεωρία του ιστορικού υλισμού) και τον Λένιν (Τρία άρθρα για τον Μαρξισμό). Επισημαίνει επίσης τις παραποιήσεις του «ιστορικού υλισμού» μνημονεύοντας συνοπτικά την επιχειρηματολογία τους: για παράδειγμα, ο Ελευθερόπουλος που βλέπει τους μαρξιστές να διδάσκουν ότι η ανθρώπινη ιστορία εξελίσσεται «εντελώς μηχανικώς» και ότι οι «μεγάλοι άνδρες» δεν παίζουν «απολύτως» κανένα ρόλο, αλλά και ο Σκληρός του «πολλάκις δογματίζει κατά τρόπον αφόρητον» και στο επιθανάτιο έργο του διατυπώνει «τελείως» ιδεαλιστικές απόψεις για τον «ψυχικόν» και «ιστορικόν» παράγοντα της ανθρώπινης ιστορίας.


* Ο «Ελευθερωτής των μαζών»


Ως προς το κύριο πρόβλημα του βιβλίου του ο Κορδάτος παραπέμπει στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο και δευτερευόντως στον Lafargue (H εξέλιξις της ιδιοκτησίας) και διατείνεται ότι η αστική τάξη του τόπου μας, προϊόν των κεφαλαιοκρατικών παραγωγικών δυνάμεων κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, συγκρούεται με τις φεουδαρχικές παραγωγικές σχέσεις (που είχε επιβάλει η Τουρκοκρατία) και απελευθερώνει το μεγαλύτερο τμήμα της «τότε υποδούλου» Ελλάδος. Πολύ αργότερα, μετά το 1880, η «παλαιά αστική μετασχηματίζεται» «εις τάξιν κεφαλαιοκρατικήν» και συνακόλουθα η πάλη των τάξεων μετατίθεται «εντελώς προς το μέρος των κεφαλαιούχων και εργατών». H σκοπιμότητα να μεταστοιχειωθεί η γνώση του άμεσου παρελθόντος σε διάγνωση των κινητήριων διεργασιών του παρόντος οδηγεί τον Κορδάτο στην αναμφίλογη βεβαιότητα ότι στον καιρό του επαναστατική είναι «μόνον» η οργανωμένη εργατική τάξη, εφόσον «διά της Κοινωνικής Επαναστάσεώς» της θα καταστεί όχι απλώς ο «καταλύτης» των οικονομικών και πολιτικών δεσμών της, αλλά και ο «Ελευθερωτής όλων των καταπιεζομένων μαζών».


H Κοινωνική σημασία δημοσιεύεται σε μια περίοδο που ο Κορδάτος αρχίζει να αντιλαμβάνεται τις διαφορές του με τη νεώτερη απ’ αυτόν γενιά της «μπολσεβικοποίησης» που ηγεμονεύει στο ΣΕΚΕ(K). Στο τρίτο έκτακτο συνέδριό του είχε αναλάβει τις εισηγήσεις για το αγροτικό και το πολιτικό πρόγραμμα, ενώ ήδη ήταν γνωστή η διαφωνία του για το «Μακεδονικό». Από την ανάλυση της «πολιτικοοικονομικής καταστάσεως», που είχε συντελεσθεί με το πρίσμα του «επαναστατικού μαρξισμού», είχε συναχθεί η ανάγκη να καταστεί το KK «κόμμα μαζών», χωρίς να παραμελήσει το «στάδιον της προπαγάνδας και της ζυμώσεως» σε μια χώρα που θέτει «πληθωρικήν» σειρά «καθηκόντων» στον πρόμαχο των διεκδικήσεων του «εργαζομένου λαού». Οι ενστάσεις, ήπιες ή όχι, επικεντρώνονται στον τρόπο εργασίας του Κορδάτου: απουσιάζει η «αναγλυφική μορφή του συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων», εφόσον ο εισηγητής «δεν είναι μπασμένος στη σύνθεση της αστικής κοινωνίας», αγνοούνται οι τρόποι με τους οποίους εκδηλώνεται η «κοινωνική κρίση» (όπως την εντείνουν οι πρόσφυγες και οι αγρότες), υπερτερεί η ιστορική αναδρομή σε βάρος της τωρινής «πολιτικής κρίσης» (δεν διευκρινίζεται το κοινωνικό περιεχόμενο του ανταγωνισμού των «αστικών φατριών», δεν αποδίδεται η δέουσα προσοχή στον «φασισμό» και αποσιωπάται η ανάγκη της «παρανόμου προπαρασκευής» του κόμματος), υποβαθμίζεται η διεθνής θέση της χώρας και παρασιωπώνται οι «ιμπεριαλιστικές επιρροές» που προεξοφλούν κινδύνους για νέα σύγκρουση στη Βαλκανική.


Στο μείζον θέμα της «πολιτικής τακτικής» οι επικριτές δεν εμφανίζονται φειδωλοί σε διαπιστώσεις: η εισήγηση δεν απέχει «και πολύ» από την απόφαση του Φεβρουαρίου, εφόσον διέπεται από «υπολανθάνοντα σοσιαλδημοκρατισμόν» ή διαθέτει «πολύ ρεφορμισμό» και δεν εξετάζει «διαλεκτικώς» τη σχέση ανάμεσα στα «καθήκοντα» και τις υπάρχουσες δυνάμεις.


* H σοσιαλιστική παράδοση


Οι παρατηρήσεις αυτές μορφοποιούν το κλίμα υποδοχής της Κοινωνικής σημασίας που αναδεικνύει και την αμφιρρέπεια της σκόπευσης του βιβλίου: η στρατηγική της προλεταριακής επανάστασης (στον βαθμό που έχει προηγηθεί και ολοκληρωθεί η αστική μεταβολή) δεν νοείται χωρίς την ορθή εξακρίβωση των τοπικών συνθηκών για την εξασφάλισή της. Δηλαδή δεν πρόκειται για μια τυπική επικύρωση του χειραφετητικού οράματος της εργατικής τάξης, όπως το προωθεί η γενιά της «μπολσεβικοποίησης» (την οποία ακολούθησε, ώς ένα σημείο, ασθμαίνοντας ο Κορδάτος), αλλά για ένα ιστοριογραφικό εγχείρημα που συμμορφώνεται προς το γενικό μαρξιστικό σχήμα της αλληλοδιαδοχής των κοινωνικών σχηματισμών, σύμφωνα βέβαια με τις συναφείς επεξεργασίες των θεωρητικών της σοσιαλιστικής παράδοσης. M’ αυτήν την έννοια η Κοινωνική σημασία δεν αποτελεί παράδειγμα κομματικής ιστοριογραφίας αποκλειστικά εμφορούμενο από τα θεωρήματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Τούτο φαίνεται να υπονοεί η όλη δεξίωση του βιβλίου από την ηγετική ομάδα του KKE που δεν του συγχωρεί τη στάση του στο «Μακεδονικό», την οποία αντιμετώπισαν ως ανταρσία στις αποφάσεις του φορέα της παγκόσμιας επανάστασης (κάποτε μάλιστα την ονόμασαν και «φιλοτομαρίστικη» πρακτική), και εξισώνει τον «κορδατισμό» με τη θεωρία της «προπαρασκευής».


Προς αυτήν την κατεύθυνση τους ενίσχυε η αποσαφήνιση των εκτιμήσεων του ίδιου του Κορδάτου για την εγκατάλειψη της «μπολσεβίκικης» αυταπάτης και τη συγκέντρωση των δυνάμεων του κόμματος στην προπαγάνδιση του προγράμματός του. Σ’ αυτήν τη συλλογιστική ήταν επόμενο να εκτοξευθούν οι αιτιάσεις εναντίον της «σοσιαλδημοκρατικής δεξιάς», που επαναφέρει το πρωτείο των αναλύσεων στα εθνικά πλαίσια και όχι στις διεθνείς συνταγές, κατά το πρότυπο του «γεωργιαδισμού». Ακόμη και ο Μάξιμος, που σε λίγο θα έχει διανύσει μια ανάλογη τροχιά στη δίνη της ενδοκομματικής κρίσης, θα υπενθυμίσει ότι δεν συνιστά μαρξιστική ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας ο τονισμός του «οικονομικού παράγοντα», κάτι βέβαια που δεν ανευρίσκεται στα «ασυγκρίτως ανώτερα» έργα του Σκληρού.


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.