Με τα άρθρα του υφυπουργού πολιτισμού Πέτρου Τατούλη («Τέλος στον κρατικοδίαιτο πολιτισμό», «H Καθημερινή», 7.11.04) και του Αντώνη Καρκαγιάννη («Ο «πολιτισμός» που καταστρέφει τον πολιτισμό», «H Καθημερινή», 14.11.04) η νεοφιλελεύθερη, θατσερική θεώρηση της σχέσης τέχνης και αγοράς έρχεται με κάποια καθυστέρηση και στη χώρα μας.


Κατά τον κ. Τατούλη στον τόπο μας το σύστημα των κρατικών επιχορηγήσεων δημιουργεί κρατικοδίαιτους καλλιτέχνες. H άμεση ή έμμεση εξάρτησή τους από το κράτος, η σχέση κρατικού πάτρωνα – πελάτη στην οποία οι άνθρωποι του πολιτισμού είναι αναγκασμένοι να ενταχθούν, τους μετατρέπει σε ανδρείκελα της κρατικής εξουσίας, τους αφαιρεί τη δυνατότητα της αυτόνομης δημιουργίας. Κατά τον κ. υφυπουργό, η λύση σε αυτή τη νοσηρή κατάσταση είναι απλώς η κατάργηση της κρατικής επιχορήγησης. Αυτό θα κάνει τους καλλιτέχνες να απαλλαγούν από τα κρατικά «δεκανίκια», να σταθούν στα πόδια τους και να αναπτύξουν τις δικές τους δημιουργικές δυνάμεις: πρέπει να σταματήσει επιτέλους ο χώρος αυτός να λειτουργεί με τα «χαϊδεμένα από το κράτος» παιδιά και με τα παραμελημένα αποπαίδια. «Πρέπει ξανά ο πολίτης να αποφασίζει με προσωπική του επιλογή ποιος καλλιτέχνης είναι σε θέση να προχωρήσει και να αναδειχθεί και ποιος όχι, και όχι ο κρατικός λειτουργός. H αντικειμενικότητα οφείλει να επιστρέψει ως βασική αξιολογική αρχή στο χώρο του πολιτισμού».


* Το προϊόν και οι δυσλειτουργίες


Προφανώς ο κ. Τατούλης όταν αναφέρεται στην απόφαση του «πολίτη» εννοεί την απόφαση του πελάτη να αγοράσει ή να μην αγοράσει ένα έργο τέχνης. Και όταν αναφέρεται στην αντικειμενικότητα της αγοράς εννοεί πως ό,τι πουλάει έχει αντικειμενική αξία, ενώ ό,τι δεν πουλάει δεν έχει αξία, δεν έχει «πρακτική χρήση». Οι ενδοιασμοί του κ. Τατούλη, που τον κάνουν να μιλάει για πολίτες παρά για καταναλωτές, εξαφανίζονται στο άρθρο του κ. Καρκαγιάννη. Εδώ το καλλιτεχνικό προϊόν ταυτίζεται πλήρως με εμπορεύματα όπως το βαμβάκι και τα πορτοκάλια. Κάθε επιχορηγούμενο προϊόν, είτε πρόκειται για μήλα είτε για πορτοκάλια, πάσχει από τις ίδιες δυσλειτουργίες: «Ο παραγωγός του επιχορηγούμενου προϊόντος δεν έχει την αγωνία να το πουλήσει και το προϊόν δεν έχει την ευκαιρία να πραγματοποιήσει την ανταλλακτική του αξία και μέσω αυτής να αποδείξει ότι έχει αξία χρήσης».


Και ως απόδειξη της παραπάνω επιχειρηματολογίας ο κ. Καρκαγιάννης δίνει σαν παράδειγμα τη Σοβιετική Ενωση όπου η σχέση ενός καταπιεστικού κομματικού μηχανισμού με τους καλλιτέχνες οδήγησε σε μια κατάσταση όχι καλλιτεχνικής δημιουργίας αλλά και καταστροφής της σημαντικής πολιτιστικής παράδοσης που προϋπήρχε του σοβιετικού ολοκληρωτισμού. Το παράδειγμα της σοβιετικής εμπειρίας όμως υποσκάπτει παρά στηρίζει την επιχειρηματολογία του κ. Καρκαγιάννη. Και αυτό γιατί στη Σοβιετική Ενωση είχαμε μια κατάσταση όπου η ολοκληρωτική κυριαρχία του κράτους ισοπέδωσε τις αυτόνομες λογικές και αξίες όλων των άλλων θεσμικών χώρων από την τέχνη ως τη θρησκεία και τα σπορ. Αν εφαρμοστεί η λύση που οι κκ. Τατούλης και Καρκαγιάννης υποστηρίζουν, θα έχουμε ενός άλλου είδους ισοπέδωση. Θα περάσουμε δηλαδή από την απόλυτη κυριαρχία του πολιτικού στην απόλυτη κυριαρχία του οικονομικού – σε μια κατάσταση δηλαδή όπου η λογική της αγοράς θα υποσκάψει όλες τις άλλες λογικές των διαφοροποιημένων κοινωνικών χώρων. Θα περάσουμε, με άλλα λόγια, από τον κρατικό στον αγοραίο ισοπεδωτισμό. Και για να περάσουμε από τη Σοβιετική Ενωση στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτό που προτείνουν οι κκ. Τατούλης και Καρκαγιάννης είναι το πέρασμα από την ισχύουσα κομματικοκρατία στην αγοροκρατία, το πέρασμα από μια κατάσταση όπου η κομματικοκρατική λογική διαβρώνει όλους τους θεσμούς σε ένα σύστημα όπου όλα θυσιάζονται στον βωμό της οικονομικής παραγωγικότητας και του κέρδους.


* Το «καλλιτεχνικό» και το «οικονομικό»


Εξηγούμαι: πιστεύω ότι τις τρεις τελευταίες δεκαετίες βλέπουμε σε παγκόσμιο επίπεδο μια έντονη άμβλυνση της αυτονομίας του πολιτισμικού/καλλιτεχνικού χώρου, αφού η ιδιαίτερη λογική και οι αξίες του υποσκάπτονται συστηματικά από τη λογική του χρήματος και της αγοράς. Μιλάω, με άλλα λόγια, γι’ αυτό που ο Χάμπερμας αποκαλεί αποικιοποίηση του «βιοκόσμου» από την κυρίαρχη εργαλειακή λογική του οικονομικού συστήματος. Αυτή η αποικιοποίηση έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές «παγκοσμιοποιημένες» κοινωνίες που το θεωρούμε αναχρονιστικό, αν όχι αλλόκοτο, όταν κάποιος επιμένει στη μη απόλυτη ταύτιση του «εμπορικού» με το «καλλιτεχνικό»· όταν κάποιος επιμένει ότι πρέπει να περάσουμε από την κυριαρχία του πρώτου πάνω στο δεύτερο, στην ισορροπία μεταξύ των δύο στοιχείων. Βέβαια, δεν πιστεύω στην απομόνωση της τέχνης από την αγορά. Αυτό δεν είναι ούτε εφικτό ούτε και επιθυμητό. Γιατί είναι γεγονός ότι κάθε καλλιτεχνική εκδήλωση έχει πάντοτε μια εμπορική/οικονομική διάσταση. Είναι επίσης γεγονός ότι πολλές οικονομικές δραστηριότητες, από τον σχεδιασμό των αυτοκινήτων ως αυτόν των κοσμημάτων και των ρούχων, έχουν μια αισθητική/καλλιτεχνική διάσταση. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η απομόνωση/στεγανοποίηση των δύο χώρων, αλλά ο τρόπος συνάρθρωσης του «οικονομικού» και του «καλλιτεχνικού» στοιχείου σε μια κοινωνία που θέλει να εκσυγχρονιστεί όχι κατά μονολογικό/μονοδιάστατο, αλλά κατά πολυλογικό/πολυδιάστατο τρόπο. Σε μια κοινωνία δηλαδή όπου η αναπόφευκτη διαφοροποίηση των βασικών θεσμικών χώρων (οικονομικού, πολιτικού, κοινωνικού, πολιτισμικού) δεν οδηγεί στην κυριαρχία του ενός πάνω στους άλλους (κομματικοκρατία, αγοροκρατία, θεοκρατία), αλλά στην ισορροπία και στον σεβασμό της ιδιαίτερης λογικής του κάθε διαφοροποιημένου χώρου.


Αν αυτό είναι το ζητούμενο, η λύση στο σημερινό σύστημα επιχορηγήσεων (που όντως παρουσιάζει προβλήματα σαν αυτά που αναφέρει ο κ. υφυπουργός) δεν είναι το πέρασμα από τον αυταρχισμό του κόμματος σε αυτόν της αγοράς. Γιατί αν το πρώτο σύστημα δημιουργεί τις γνωστές πελατειακές σχέσεις, το δεύτερο δημιουργεί μια κατάσταση όπου σημαντικά έργα δεν πραγματοποιούνται, ενώ τα ασήμαντα (τα λεγόμενα «σκουπίδια») τείνουν να κυριαρχούν. H ραγδαία εμπορευματοποίηση της τέχνης, η όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση των καλλιτεχνών από τους ιδιοκτήτες των γκαλερί, από εταιρείες διαφήμισης και δημοσίων σχέσεων, από τα MME κτλ. – όλα αυτά τείνουν να ευνοούν περισσότερο τον «καλλιτέχνη-επιχειρηματία» και λιγότερο τον «καλλιτέχνη-δημιουργό». Και το ίδιο βέβαια συμβαίνει σε όλους τους άλλους πολιτισμικούς χώρους. Παίρνοντας ως παράδειγμα την προσωπική μου εμπειρία, όταν ξεκίνησα την πανεπιστημιακή μου καριέρα στην Αγγλία κυριαρχούσε το ιδεώδες του «scholar», του διανοητή που ακολουθούσε τη λογική της επιστήμης δίνοντας προτεραιότητα στην έρευνα και στη διδασκαλία. Σήμερα, ο «scholar» έχει τελείως παραμεριστεί. Σήμερα κυριαρχεί ο «επιχειρηματίας-πανεπιστημιακός», που ασχολείται με τα MME, την εξεύρεση πόρων, την ανάπτυξη δημοσίων σχέσεων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα «προϊόντα» που παράγονται στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (από τις διατριβές των μεταπτυχιακών φοιτητών ως τα συγγράμματα των καθηγητών) ικανοποιούν περισσότερο τις αξίες της αγοράς και λιγότερο την εσωτερική λογική και τις αξίες μιας συγκεκριμένης πειθαρχίας/επιστήμης – τις αξίες δηλαδή που συνδέονται με αυτό που ο γνωστός κοινωνιολόγος Τ. Parsons ονόμασε νοητική ορθολογικότητα (cognitive rationality).


* Το πρόβλημα και η λύση του


Συμπέρασμα: Σε μια εποχή όπου οι ιδιώτες χορηγοί (στους οποίους αναφέρεται ο κ. Τατούλης) βλέπουν τη στήριξη καλλιτεχνικών εκδηλώσεων σαν διαφήμιση, σαν μια επένδυση που θα καλυτερεύσει το «image» των επιχειρήσεων, το κράτος δεν πρέπει με κανένα τρόπο να σταματήσει τις επιχορηγήσεις. Πρέπει όμως να βρεθούν τρόποι αποσύνδεσης της διάθεσης των πόρων με βάση τη ρουσφετολογική-πελατειακή λογική. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τη δημιουργία ενός αυτόνομου (από το κομματικοκρατικό σύστημα) οργανισμού που θα στελεχώνεται όχι μόνο από αντιπροσώπους των κομμάτων αλλά πρωτίστως από προσωπικότητες κύρους από τον χώρο της τέχνης, των γραμμάτων και του πολιτισμού γενικά.


Με άλλα λόγια, αν θέλουμε να διατηρήσουμε και να προωθήσουμε περαιτέρω την ποιοτική καλλιτεχνική παραγωγή, πρέπει να αποφύγουμε και την κομματικοκρατική αλλά και την αγοροκρατική λογική. Αυτό σημαίνει ότι ενώ οι πόροι για τη στήριξη της τέχνης/πολιτισμού πρέπει να έρχονται κυρίως από το κράτος, ο τρόπος παροχής αυτών των πόρων πρέπει να περάσει όχι στην αγορά αλλά στην κοινωνία πολιτών – δηλ. σε έναν τρίτο χώρο που δεν λειτουργεί με βάση ούτε το κέρδος ούτε την ψηφοθηρία.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.