H συζήτηση εκτός ημερησίας διατάξεως που έγινε την περασμένη εβδομάδα για την παιδεία έστειλε πολλά εύληπτα σήματα προς διάφορους ενδιαφερόμενους φορείς. Και ήταν όλα τους προς την κατεύθυνση ενός ουσιαστικού εκσυγχρονισμού, ο οποίος στον βαθμό και με τον ρυθμό που θα υλοποιηθεί θα αναβαθμίσει το εκπαιδευτικό σύστημα σταδιακά και προοπτικά μπορεί να οδηγήσει στην ανάδειξη της δημόσιας εκπαίδευσης ως μέτρου για αναφορά και σύγκριση. Δεδομένου λοιπόν ότι αρκετά από τα πιο πάνω σήματα είχαν αποδέκτες τους φορείς της πανεπιστημιακής κοινότητας, σήμερα θα επικεντρώσω τις σκέψεις μου στην ξεκάθαρη τοποθέτηση του κ. Πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπέρ της δημιουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.


Για αρκετά χρόνια λειτουργούν στη χώρα μας μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών στον ιδιωτικό τομέα, τα οποία προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ανταγωνιστική βάση με τα αντίστοιχα των δημόσιων πανεπιστημίων. Επομένως έχουμε μια καλή βάση να κρίνουμε τι θα συμβεί, αν και όποτε ιδρυθούν ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αυτά είναι τα ακόλουθα:


Πρώτον, εν όψει του πραγματικού και του δυνητικού ανταγωνισμού που θα αναπτυχθεί, τα δημόσια πανεπιστήμια θα ανεβάσουν την ποιότητα των εκπαιδευτικών και των ερευνητικών υπηρεσιών τους.


Δεύτερον, επειδή η βελτίωση της ποιότητας που μπορεί να επιτευχθεί κάτω από την παρούσα διοικητική δομή είναι περιορισμένη, θα υποχρεωθούν να προσαρμοστούν, φθάνοντας μέχρι του σημείου οι καθηγητές να περιοριστούν στην εκπαίδευση και να παραδώσουν τη διοίκηση σε στελέχη με διοικητικές ικανότητες.


Τρίτον, σε περιβάλλον ανοικτής πανεπιστημιακής αγοράς, τα κόμματα θα αντιληφθούν ότι είναι ατελέσφορο να παρεμβαίνουν όπως γίνεται σήμερα. Θα σταματήσουν να ωθούν προς τα πανεπιστήμια νέους και νέες με σοβαρότατες μαθησιακές ελλείψεις. Ο κομματισμός μεταξύ των καθηγητών και των φοιτητών θα περιοριστεί. Θα μπει φραγμός στον ορίζοντα των σπουδών για τη λήψη πτυχίου. Και γενικά οι πόροι που διατίθενται θα χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικότερα. Ετσι βαθμιαία το δημόσιο πανεπιστήμιο θα αποκτήσει ουσιαστική αυτονομία, και συνεπώς ευελιξία να ανταγωνιστεί, κάτω βέβαια από τον κατασταλτικό οικονομικό έλεγχο των αρμόδιων οργάνων του κράτους.


Τέταρτον, η επιχορήγηση του Δημοσίου υποχρεωτικά θα συνδεθεί με την ποιότητα και την ποσότητα των προσφερόμενων εκπαιδευτικών και ερευνητικών υπηρεσιών. Κατά συνέπεια, αφού θα πρέπει πλέον να ανταγωνίζονται για περιορισμένους πόρους, τα πανεπιστήμια θα υιοθετήσουν εσωτερικές και εξωτερικές διαδικασίες αξιολόγησης και πιστοποίησης, μέσα από τις οποίες θα κερδίζουν καθημερινά την εμπιστοσύνη της πολιτείας και των πολιτών.


Πέμπτον, τέλος, αν ταυτόχρονα με το άνοιγμα της πανεπιστημιακής αγοράς στον ανταγωνισμό υιοθετηθεί από την κυβέρνηση και ένα γενικό σύστημα κουπονιών (Vouchers) για τη χρηματοδότηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, τότε μπορούμε να προβλέψουμε από τώρα ότι θα λάβει χώρα ένα τέτοιο ποιοτικό άλμα, ώστε το πανεπιστήμιο θα αποτελέσει παράδειγμα για την από καιρού επαγγελλόμενη μεταρρύθμιση σε πλείστους όσους τομείς στους οποίους δραστηριοποιείται το Δημόσιο.


Συμπερασματικά, μετά από πολλά χρόνια αμφιταλαντεύσεων, η παρούσα πολιτική συγκυρία ευνοεί το άνοιγμα του δημόσιου πανεπιστημίου στον ανταγωνισμό. Οπως σε κάθε άλλο κλάδο που απελευθερώθηκε, τα αποτελέσματα μεσομακροχρόνια θα είναι ευνοϊκά. Ακόμη και για τους πανεπιστημιακούς οι οποίοι δεν βαρέθηκαν να υπερασπίζονται τη χαμένη υπόληψη του πανεπιστημίου και αναζητούν τρίτους για να φορτώσουν τις ευθύνες τους.


Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.