Εφτασε πάλι η άλλη Κυριακή με το ζόρι της. Ετσι γίνεται κάθε σαββατοκύριακο, όταν πρέπει να γραφεί το πρωθύστερο μονοτονικό. Πρωθύστερο, αφού πάει κατ’ ανάγκην πίσω μπρος: γράφεται μια εβδομάδα πριν από τη δημοσίευσή του. Ετσι εξηγούνται οι συχνές προδρομικές αναδρομές που χαρακτηρίζουν τα περισσότερα απολίτιστα. Ασφαλώς και το σημερινό, το οποίο εκτελεί υπόσχεση της περασμένης Κυριακής για ένα κρύο θέμα, που κάθε τόσο σερβίρεται ξαναζεσταμένο. Ο λόγος για την ύποπτη αρχαιοφιλία μας, που την επανέφερε στο προσκήνιο η Υπουργός Παιδείας, εντέλλοντας την εαρινή προσαύξηση των ωρών διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στις τρεις τάξεις του Γυμνασίου και στην πρώτη του Λυκείου. Στο μεταξύ λέγονται, ακούγονται, γράφονται και διαβάζονται πολλά, σχετικά και άσχετα.


Οι πιο αψίκοροι αρχαιόφιλοι φαντάζονται ότι τα Αρχαία Ελληνικά κατέβηκαν σε δημοψήφισμα, απαιτώντας από τους νομίμως ψηφίζοντες ένα καθαρό ναι ή όχι. Πονηρό στρίμωγμα δηλαδή, επειδή, εκτός των άλλων, υπονοούνται και αθέμιτες ταυτίσεις: ταύτιση των δικών μας σχολικών Αρχαίων Ελληνικών με την κατοχυρωμένη από τα αλεξανδρινά χρόνια επιστήμη της φιλολογίας· ταύτιση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας με την αρχαία ελληνική γραμματεία· ταύτιση της νεογλωσσίας με την αρχαιογλωσσία. Αυτά και άλλα, ηχηρά και άηχα, κυκλοφορούν στη σχολική και παρασχολική πιάτσα, παραμένοντας κατά κανόνα ανενόχλητα και ανεξέλεγκτα.


Εκτός ελέγχου παραμένει και το πραγματικό αντίκρισμα της λαοπρόβλητης αυτής αρχαιοφιλίας. Με σπάνιες εξαιρέσεις, οι υπερασπιστές της μάλλον δεν έχουν ανοίξει, μετά τη σχολική τους αποφοίτηση, αρχαίο κείμενο, πρωτότυπο ή μεταφρασμένο. Οσο για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, αν έλειπαν οι φεστιβαλικές παραστάσεις αρχαίου δράματος, είναι ζήτημα αν θα μπορούσε να αρθρώσει κάποιος σωστά πέντε τίτλους και ισάριθμα ονόματα αρχαίων ελληνικών έργων και συγγραφέων. Επ’ αυτού έχω προσωπική πείρα. Οταν κυκλοφόρησε, αρχές της δεκαετίας του ’90, μεταφρασμένη η πέμπτη ραψωδία της Οδύσσειας, συμπαθής και διόλου αγράμματη κατά τα άλλα δημοσιογράφος (που σίγουρα είχε διδαχτεί με το παλιό σύστημα Αρχαία Ελληνικά έξι χρόνια) ρωτούσε αν υπάρχουν προηγούμενες και επόμενες ραψωδίες του ομηρικού έπους.


Εξάλλου, όπως το υπογράμμισα ήδη, όταν οι φανατικοί αρχαιόφιλοι μιλούν για Αρχαία Ελληνικά (η Αρχαιογνωσία φαίνεται μάλλον να τους απωθεί ως όρος και ως περιεχόμενο) έχουν στον νου τους, αποκλειστικά σχεδόν, την αρχαία ελληνική γλώσσα, όχι μόνον ως μήτρα αλλά και ως προστάτη και άγρυπνο φύλακα της νεοελληνικής. Τα ίδια τα κείμενα αποτελούν μάλλον άλλοθι στην αρχαιογλωσσική αυτή σταυροφορία, επειδή τα περισσότερα αποδεικνύονται από γλωσσική άποψη άβολα. Ετσι κι αλλιώς δεν είναι η αρχαία ελληνική γλώσσα που ενδιαφέρει εδώ στο σύνολό της, μέσα από την ιστορική της εξέλιξη και τη διαδοχική κειμενική της αποτύπωση· αλλά ορισμένα έργα της αττικής διαλέκτου, τα οποία, αποσπασμένα από τον ιστορικό τους χρόνο και τον γραμματολογικό τους χώρο, προβάλλονται και μυθοποιούνται ως ανυπέρβλητα γλωσσικά πρότυπα. Τα άλλα κείμενα της αρχαϊκής και της ελληνιστικής εποχής (μεταξύ τους και ο Ομηρος) περιθωριοποιούνται ακόμη και στο Λύκειο, εξαιτίας της ιδιόρρυθμης γλώσσας τους.


Στο Γυμνάσιο πάντως δεν υπάρχει ούτε αποχρών λόγος ούτε και διαθέσιμος χρόνος για να διδαχτεί συστηματικά η αρχαία ελληνική γλώσσα σε όλες τις μορφές και τις τροπές που γνώρισε, έως ότου συγχωνευτεί στην Κοινή. Αρκεί και αρμόζει μια καλογραμμένη (μπορεί να γίνει και συναρπαστική) συνοπτική Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, ενταγμένη στο ευρύτερο ανθρωπογεωγραφικό της περιβάλλον, με συνημμένα κειμενικά παραδείγματα που να αντιστοιχούν στους βασικούς της σταθμούς και στις καθοριστικές εξελικτικές μεταλλαγές της. Εννοείται βέβαια ένα συνοδευτικό και για τις τρεις γυμνασιακές τάξεις εγχειρίδιο, που δεν θα αποστηθίζεται, αλλά θα προσφέρει στην ώρα τους έγκυρες και ερεθιστικές πληροφορίες για την πρωτότυπη γλώσσα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Κάτι μεταξύ λεξικού και μυθιστορήματος.


Και για να τελειώνουμε: σίγουρα δεν ωφέλησαν και δεν ωφελούν τα παρακλητικά προσκυνήματα της νεοελληνικής μπροστά στα εικονίσματα της αρχαιοελληνικής γλώσσας· μήτε οι ασφυκτικοί εναγκαλισμοί μεταξύ τους. Καλύτερα λοιπόν να αντικρίζονται, όταν και όπου χρειάζεται, από κάποιαν απόσταση, καθεμιά με το πραγματικό της πρόσωπο.