Πριν από την Ελληνική Επανάσταση, στη φάση αποκρυστάλλωσης της ελληνικής εθνικής συνείδησης, η επιλογή του εθνικού ονόματος από τους επαναστάτες δεν αποτέλεσε αυτονόητη διαδικασία, ενώ παράλληλα καθόρισε σημαντικό μέρος του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού. Οπως είναι γνωστό από πολλές μελέτες, η επιλογή του ονόματος «Ελληνες» δεν υπήρξε εξαρχής δεδομένη επειδή η λέξη είχε, με την πάροδο των αιώνων, αλλάξει περιεχόμενο και σήμαινε τον ειδωλολάτρη. Χαρακτηριστικά, ο Δ. Καταρτζής έγραφε το 1783: «εκείνο τόνομα που από Χριστού ως την αιχμαλωσία μας, τόσους αιώνες έλαβε χρήσι, κ’η σημασία του βεβαιώθηκε με παραγραφή χρόνων αμνημονεύτων να σημαίνη ειδωλολάτρη, πώς μερικοί σπουδαίοι, ενάντια και στους κανόνες της γραμματικής τολμούν ν’αλλάζουν σημασία λέξις, και να λεν τον εαυτό τους Ελληνες, και να μην το’χουν πρόκριμα καθό χριστιανοί, και ατιμία καθό Ρωμηοί;». Απηχώντας κυρίαρχες απόψεις εκείνη την εποχή, ο Καταρτζής συνέδεε λοιπόν την ονομασία «Ρωμιοί» με την ορθόδοξη θρησκεία, βασικό και πρωταρχικό στοιχείο ταυτότητας. Αντίθετα ο Κοραής, που ήταν υποστηρικτής του ονόματος «Γραικοί», «επειδή», όπως έγραφε το 1805, «ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης», απέρριπτε κατηγορηματικά την ονομασία «Ρωμιοί», γιατί θύμιζε περίοδο δουλείας του έθνους. Γνωρίζουμε, βεβαίως, ότι τελικά επικράτησε το όνομα «Ελληνες», το οποίο ισχυροποιήθηκε μέσα από το θαυμασμό προς την Αρχαιότητα και τους αρχαίους προγόνους. H προβολή εξάλλου της αρχαίας ελληνικής και η επιβολή της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας ενίσχυσαν αυτή την επιλογή.


Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι η επιλογή του ονόματος επηρέασε συνολικά τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό, όπως αφήνει να διαφανεί η αντιστικτική χρήση της ονομασίας «Ρωμιοί» από εκείνους που προβάλλουν άλλες όψεις της εθνικής ταυτότητας. «Ελληνισμός» και «Ρωμιοσύνη» θα αντιπαρατεθούν πράγματι και μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους αλλά κυρίως μέσα στον 20ό αιώνα ως προς τον ορισμό της εθνικής ταυτότητας και ως προς την ανάγνωση του παρελθόντος. Μάλιστα, η αντιπαράθεση αυτή θα συμβολοποιηθεί μέσα από την ελληνική διγλωσσία -καθαρεύουσα εναντίον δημοτικής.


Τα τελευταία χρόνια, τέλος, η διεθνής ονομασία «Greece» τείνει, με ελληνική διεκδίκηση, να αντικατασταθεί από την ονομασία «Hellas». Το βασικό επιχείρημα πίσω από αυτή τη διεκδίκηση είναι το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού -μια ονομασία που επιλέγεται από το ίδιο το έθνος- έναντι του ετεροπροσδιορισμού -η ονομασία που έδωσαν «τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης», όπως θα έλεγε ο Κοραής.


Από όσα εκτέθηκαν, γίνεται προφανές ότι η επιλογή του ονόματος αποτελεί σημαντική πράξη αυτοπροσδιορισμού, η οποία επηρεάζει άλλες όψεις του. Αυτό δε σημαίνει ότι υπάρχει μονοσήμαντη αιτιακή σχέση -με το όνομα στη θέση του αιτίου. H επιλογή της εθνικής ονομασίας αποτελεί συστατικό στοιχείο -ένα μεταξύ άλλων- μιας σύνθετης διαδικασίας συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας. Το όνομά μας είναι πάντως η επιτομή της ταυτότητάς μας: περικλείει και επιβεβαιώνει.


Οπως η επιλογή του ονόματος «Ρωμιοί» ή «Ελληνες» καθορίζει και αποτυπώνει ταυτόχρονα τη δική μας ανάγνωση της εθνικής ιστορίας, αντίστοιχα η επιλογή του ονόματος «Μακεδόνες» από το σλαβικό έθνος που κατοικεί βόρεια της Ελλάδας επηρεάζει την ανάγνωση της δικής του εθνικής ιστορίας. H ελληνική αμηχανία ως προς τον ορισμό του κράτους (που ονομάζεται όλο και συχνότερα με το όνομα της πρωτεύουσάς του), ως προς τον ορισμό του λαού που το κατοικεί και ως προς τον ορισμό του ζητήματος (με εναλλαγές μεταξύ «Μακεδονικού» και «Σκοπιανού») θυμίζει την αντίστοιχη έκπληξη και αμηχανία των Ελλήνων με την εμφάνιση των άλλων βαλκανικών εθνικισμών -κυρίως του βουλγαρικού- στο β’ μισό του 19ου αιώνα. H διαφορά είναι ότι, ακόμη και σε στιγμές σφοδρότατης σύγκρουσης, οι Ελληνες δεν αμφισβήτησαν την εθνική υπόσταση των Βουλγάρων και των Τούρκων. Αντίθετα, στην παρούσα περίσταση, υπάρχει ασάφεια, αποσιώπηση, ή αμφισβήτηση ύπαρξης «μακεδονικού»/«σλαβομακεδονικού» έθνους στο παρελθόν ή σήμερα, στην πΓΔΜ ή εκτός αυτής. Ταυτόχρονα, ο λαός αυτός δεν ταυτίζεται στην ελληνική συνείδηση ούτε με τους Σέρβους ούτε με τους Βούλγαρους. Συνεπώς, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα στην ελληνική κοινωνία ποιοι είναι αυτοί που κατοικούν το γειτονικό κράτος και ποια είναι η ιστορική τους παρουσία.


H ελληνική αμηχανία συνδέεται επιπλέον με το γεγονός ότι, ενώ στην ελληνική περίπτωση το έθνος νοείται ως πολιτισμική κοινότητα που πορεύεται μέσα στον ιστορικό χρόνο, στην περίπτωση των βόρειων γειτόνων μας, η εδαφική αναφορά διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο για τον ορισμό της ταυτότητας. H ελληνική ταυτότητα υπήρξε από την πρώτη στιγμή μια ταυτότητα εκτός συνόρων, που δεν περιοριζόταν από σύνορα. Γι’ αυτό το λόγο, η ελληνική Μακεδονία κατοικήθηκε από «Ελληνες», ενώ η σλαβική Μακεδονία κατοικήθηκε από «Μακεδόνες».


Με την πρόσφατη αναζωπύρωση της συζήτησης σχετικά με την ονομασία της βόρειας γειτονικής μας χώρας, θα πρέπει λοιπόν να διερευνηθούν οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που οδήγησαν στη δημιουργία αυτού του έθνους. Ποια ήταν η διαδικασία εθνογένεσης; Πρόκειται για μια «ψευδή κατασκευή»; Αλλά, εν τέλει, αν αυτό το έθνος κατασκευάστηκε σημαίνει και ότι δεν υπάρχει; Είναι καιρός να δοθούν απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα ώστε να μην παλινδρομούμε ματαίως ανάμεσα στην άγνοια, τη στρεβλή γνώση και τη φιλάρεσκη αυτάρκεια.


H κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.