Συχνά στο πεδίο της λογοτεχνίας, όπως άλλωστε και στους κόλπους της ανθρώπινης ζωής, ο έρωτας συντίθεται με το θάνατο. H ερωτική διακινδύνευση είναι τέτοια που επιτρέπει το διαποτισμό της με την αυτεπίγνωση ότι «ουκ έστιν αναποδισμός της τελευτής ημών». Πρόκειται για το αδιόρατο παράπονο του νυχτολούλουδου όταν ξανακλείνει τους ανθούς του στο φως της ημέρας που σφραγίζεται από τον επιούσιο κάματο. Ξορκίζουμε τάχα ανέξοδα το φόβο των διαδοχικών θανάτων με την αδιάπτωτη προσμονή του αγνώστου, ακόμη και σε μια κατάσταση ερωτικής μέθεξης και δυαδικής πληρότητας; H ανίχνευση του «τέλους», μέσα από ένα κατεξοχήν αγοραφοβικό θεσμό, όπως είναι ο θάνατος, πάντα έφερνε στο προσκήνιο της λογοτεχνικής παραγωγής απωθημένα θέματα «μεταφυσικής». Δηλαδή πώς θα ‘ναι όταν ο άνθρωπος θα κάνει έρωτα για τελευταία φορά στη γη. ´H έστω, για προτελευταία, μια και όπως πίστευε ο Λειβαδίτης, αν ταφεί κανείς κοντά – κοντά με τη σύντροφό του, δεν θα αναγκάζεται να τρέχει «μέσα στη νύχτα» για να συναντηθούνε. Ενδεικτική είναι επίσης η κατακλείδα στο έργο του Γκαίτε: Οι εκλεκτικές συγγένειες (1809), με τη διάχυση των «νόμων της χημείας» στην πλοκή του.


Ποιο θα ήταν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα από τη σύμμιξη ενός κειμένου Ελληνα ποιητή, όπως η Φαίδρα του Γ. Ρίτσου, με το μονόπρακτο ενός φιλέλληνα, όπως η Αριάδνη του Michel Deon; Εντρυφώ αρχικά στην ελληνική μετάφραση, που επιμελήθηκε η Κίρκη Κεφαλέα (εκδόσεις «Χατζηνικολή»), της σύνθεσης που επικαλείται ως από μηχανής θεό το Διόνυσο. H επικράτειά του βρίσκεται «όπου βασιλεύει η ομορφιά», με γυναικείο στόλο (οι Μαινάδες που διακατέχονται από την «ιερή μανία») που διαθέτει δικό του γλωσσικό όργανο και με καθημερινή πρακτική τη μέθη. Ετσι στην «καρδιά του μεθυσιού» κρύβεται ο «χορός, το τραγούδι, η μουσική, η ποίηση και οι μυρωδιές του έρωτα». Στην κατακλείδα της συνεπαφής με την Αριάδνη ο Διόνυσος της αφαιρεί όλα της τα υπάρχοντα, ακόμη και το θάνατο, για να την καταστήσει σύντροφο των Μαινάδων. Οσο για το πλαίσιο των σχέσεών της με το Θησέα, προγραμματικά ο Deon επιδιώκει να κινηθεί στο περίγραμμα των συζεύξεων φιλοδοξίας και πολιτικής, έρωτα και λύπης, «πάθους» και «κυνισμού».


Δεν μπορώ εδώ να αφήσω ασχολίαστη τη διαβεβαίωση του αρχαίου ιστορικού ότι ο δρόμος προς την εκκοσμίκευση της πολιτικής θεολογίας της αθηναϊκής κοινωνίας πέρασε από το ένα «βουλευτήριον» και «πρυτανείον» που εγκαθίδρυσε ο Θησέας, όταν ξεπερνώντας τις αντιθέσεις των «φυλών» «ξυνώκισε πάντας και ηνάγκασε μια πόλει […] χρήσθαι». Ούτε πάλι να παραβλέψω την επιρροή που ασκεί ακόμη – σε Ελληνες και ιδίως σε ξένους – ο καζαντζακικός Ζορμπάς, με τον απόγονο του Διόνυσου να αναλώνεται χορευτικά στο γιαλό. Και όμως ο αρχαίος θεός, που σταδιοδρόμησε στην ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου, όταν εγκαταστάθηκε στο αρχαίο ελληνικό άστυ παρέμεινε ενεργός στη φαντασιακή κοινότητα των καταπιεσμένων, δηλαδή των γυναικών και των δούλων. Οπως έγραφε ένας πρόωρα χαμένος δάσκαλός μας, ο Σπύρος Κυριαζόπουλος (H πολιτική θρησκεία της Ελλάδος, Ιωάννινα 1970, 40), ο «μαινόμενος» θεός δίδασκε την «απόδρασιν εκ των συνθηκών της ζωής δια του χορού και της μέθης εις τους υφισταμένους την ωμότητα των κυριάρχων».


Για τον Γάλλο λογοτέχνη, που έζησε πολλά χρόνια στις Σπέτσες, υπάρχει μια δευτερεύουσα θέση για τη μικρή Φαίδρα στο θεατρικό του διάκοσμο. H «πιο νέα και πιο εύθραυστη» από την αδελφή της υπόσχεται να κρατήσει υπερήφανα το νήμα στο λαβύρινθο που οδηγεί στο Μινώταυρο και δεν διστάζει να κοιτάξει «κατάματα» τους θεούς που «δεν τους καίγεται καρφί» για τα ανθρώπινα. Στο ομότιτλο θεατρικό ποίημα του Γιάννη Ρίτσου η Φαίδρα μονολογεί στοιχειοθετώντας μια μορφή θεοδικίας με σημείο αιχμής το θάνατο. Με αφετηρία τη διαπίστωση ότι και η «πλέον ελάχιστη στιγμή του παρόντος μας», στην «όποια αξίωσή της», εμφανίζεται «πιο απόλυτη από το θάνατο» ο ποιητής διατείνεται πως ο «τέλειος θάνατος» είναι «τυφλός, κουφός και μουγκός, όπως τ’ ολόλευκο». Στην αντιμετώπιση αυτή το κορμί παραμένει το «πιο άγνωστο πράγμα του κόσμου», με τη ριζική αυτεπίγνωση της «αδικίας της φύσης». Επομένως «μόνη» αδικία είναι η ίδια η ζωή και ο θάνατος αποτελεί τη «μόνη οριστική δικαιοσύνη, αν κι αργά πάντα φτασμένη».


Ιδού πλέον το δίλημμα: Αριάδνη ή Φαίδρα; H σύμμιξη των κειμένων του Deon και του Ρίτσου επέτρεψε στη θεατρική ομάδα «Πόλις» να δώσει για μιαν ακόμη φορά και σαφώς επιτυχέστερα το πλαίσιο των καλλιτεχνικών της ανησυχιών, το οποίο μάλιστα σε ορισμένες αναφορές των σελίδων του προγράμματος ξεπερνάει κατά πολύ τον ορίζοντα προσδοκιών των δημιουργών της σκηνής. Ισως μόνον, κάποιος από τους άντρες του κοινού, στα ορεινά μάλιστα καθίσματα, να απολαμβάνει πράγματι την επιμελημένη παράσταση, να αναθυμάται τον «παλαιόν λόγον» για τη σύζευξη έρωτα και θανάτου και ιδίως να ανακαλεί τον Κοσμά από τα Ιεροσόλυμα που ιστορούσε το Διόνυσο «ανδρόγυνον»: «και τα ανδρών ποιείν και τα γυναικών πάσχειν». Οσο για τους Μινώταυρους, όπως κατέχουμε όλοι και όπως διευκρινίζει ο Ionesco, «ρινόκεροι υπάρχουν παντού». Τούτο, ανάμεσα στα άλλα, σημαίνει ότι επιβάλλεται η υπέρβαση του ελέους και του φόβου από το πείσμα και την ελπίδα (Ε. Bloch, Das Prinzip Hoffnung)… Πάντως έχει δίκαιο ο Χρ. Λιοντάκης: «μετακομίζει ο Μινώταυρος» στην Αθήνα και δεν ταξιδεύει ανέμελα στο Τορίνο.


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.