Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχε συνειδητοποιηθεί ότι η πολιτική που ακολουθούσαμε στο Κυπριακό και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είχε ολοκληρώσει τον ιστορικό της κύκλο. Στο διεθνές περιβάλλον που διαμορφωνόταν έπρεπε να επεξεργαστούμε μια νέα στρατηγική για το τρίγωνο των σχέσεων Ελλάδας – Κύπρου – Τουρκίας. Στην προσπάθεια αυτή πρυτάνευσε η ιδέα της μετατόπισης του πλέγματός τους στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Βασική επιδίωξη της νέας στρατηγικής ήταν η πρόσληψη των μεγάλων εθνικών θεμάτων ως ευρωπαϊκών.


Ηεπεξεργασία της υπήρξε καρπός συστηματικής και επίμονης τόσο πολιτικής όσο και διπλωματικής δουλειάς. Οι κύριοι άξονες του Δόγματος του Ελσίνκι είναι τέσσερις:


α) Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας εξυπηρετούσε το εθνικό συμφέρον, σε αντίθεση με ό,τι παγίως γινόταν δεκτό στο παρελθόν.


β) H ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση έπρεπε να αποσυνδεθεί από την προηγούμενη επίλυση του Κυπριακού, και πάλι σε αντίθεση προς την πάγια στάση της Ενωσης για το ζήτημα. H Κύπρος θα έπαυε έτσι να είναι όμηρος της Τουρκίας.


γ) H επίλυση του Κυπριακού θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνον αν η Ενωση την αντιμετώπιζε ως προϋπόθεση για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Ετσι η ένταξη της Κύπρου στην Ενωση δεν θα περνούσε πια από την Αγκυρα, αλλά η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας θα περνούσε από την Αθήνα και τη Λευκωσία.


δ) H διευθέτηση της διαφοράς της υφαλοκρηπίδας με τις τυχόν προεκτάσεις της θα μπορούσε να εξασφαλισθεί μόνον αν καθίστατο ρητά όρος για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.


Και οι τέσσερις παραπάνω επιδιώξεις κατοχυρώθηκαν, κατά τρόπο ικανοποιητικό, στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου του 1999 στο Ελσίνκι. Οι βασικές θέσεις της νέας στρατηγικής μας έγιναν έτσι μέρος του ευρωπαϊκού κεκτημένου. H εξέλιξη ήταν πράγματι, από κάθε άποψη, καθοριστική. Εν πρώτοις, απελευθέρωσε την Ελλάδα από τις υποθήκες που βάρυναν την εξωτερική πολιτική της και της προσέφεραν τη δυνατότητα να κινείται με σαφώς καλύτερους όρους για την επιτυχία των στόχων της. Οι σημαντικότερες αλλαγές υπήρξαν όμως η εγκατάλειψη της μοναξιάς που βιώναμε για τα εθνικά μας θέματα στο διεθνές περιβάλλον και η ανάδειξη των βασικών μας στόχων ως στόχων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τα εθνικά μας θέματα έγιναν και ευρωπαϊκά.


Παρά την έντονη κριτική που ασκήθηκε από την αρχή, ιδίως από τη σημερινή κυβερνητική παράταξη, δεν άργησε να γίνει ευρύτερα αποδεκτό ότι το Δόγμα του Ελσίνκι συνιστούσε τη μόνη συνεκτική και αποτελεσματική στρατηγική στην εξωτερική μας πολιτική. Τα αποτελέσματά της είναι ιδιαίτερα εύγλωττα:


α) H εγκατάλειψη της στάσης μας ως αντιτουρκικού αναχώματος στην Ενωση μας επέτρεψε να διεκδικήσουμε τόσο τους εθνικούς όσο και τους ευρωπαϊκούς μας στόχους. Δεν χρειαζόταν πια να προσφέρουμε βολικά άλλοθι σε όσους είχαν ενδοιασμούς για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Ετσι σταμάτησε η χρόνια διπλωματική και πολιτική αιμορραγία μας. Ταυτόχρονα το Δόγμα του Ελσίνκι άνοιξε τον δρόμο για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε κλίμα ύφεσης και με προοπτική την προσέγγισή τους. H Τουρκία συνειδητοποιούσε ότι η Ελλάδα δεν ήταν εμπόδιο για την ευρωπαϊκή της πορεία. Αντίθετα, θα μπορούσε να βασίζεται στην υποστήριξή της, εφόσον εκπλήρωνε τις ευρωπαϊκές της υποχρεώσεις.


β) H απεξάρτηση της ένταξης της Κύπρου από τη λύση του Κυπριακού έδωσε ώθηση στις διαπραγματεύσεις της με την Ενωση και οδήγησε στην ένταξή της με την ομάδα των δέκα νέων μελών. H ιστορική αυτή επιτυχία, που ήταν αδιανόητη χωρίς το Δόγμα του Ελσίνκι και άλλαξε άρδην τα δεδομένα του Κυπριακού, επισφραγίστηκε στη Συνθήκη των Αθηνών το 2003. Πρέπει μάλιστα να τονισθεί ότι η Κύπρος προσχώρησε στην Ενωση με το σύνολο της επικράτειάς της, ενώ τα Κατεχόμενα κατέστησαν έδαφός της.


γ) H ένταξη της Κύπρου ενίσχυσε αποφασιστικά τη βασική θέση μας, κατά την οποία η επίλυση του Κυπριακού αποτελεί πολιτική προϋπόθεση για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας. H Τουρκία εξαναγκάστηκε έτσι να εγκαταλείψει την πάγια πολιτική που ακολουθούσε στο Κυπριακό από το 1974. Σύμφωνα με αυτήν, το Κυπριακό είχε λυθεί με την «επέμβασή» της, ενώ η «επικύρωση» της «οριστικής» λύσης του περιοριζόταν στην αναγνώριση της «ΤΔΒΚ» ως ανεξάρτητου κράτους. Για πρώτη φορά η Τουρκία αποδέχθηκε τον Φεβρουάριο του 2004 την επίλυσή του στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ με βάση το Σχέδιο Αναν. H αλλαγή ρότας της τουρκικής πολιτικής στο Κυπριακό, που επέβαλε το Δόγμα του Ελσίνκι, αποτελεί κεκτημένο της εξωτερικής μας πολιτικής. Παρά την αρνητική έκβαση του δημοψηφίσματος, η Τουρκία δεν μπορεί πια να υπαναχωρήσει από την ομοσπονδιακή επίλυση του Κυπριακού.


δ) H κατοχύρωση της υποχρέωσης για την ειρηνική διευθέτηση της διαφοράς της υφαλοκρηπίδας με τις τυχόν προεκτάσεις της με διπλωματικά και, στην ανάγκη, με δικαστικά μέσα ως προϋπόθεση για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας δημιούργησε για πρώτη φορά ένα δεσμευτικό πλαίσιο για την επίλυσή της. Το πλαίσιο αυτό επέτρεψε την έναρξη διερευνητικών επαφών σε διπλωματικό επίπεδο. H Τουρκία έπρεπε λοιπόν να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και, στην περίπτωση που οι σχετικές προσπάθειες απέβαιναν άκαρπες, όφειλε να δεχθεί τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, και μάλιστα ως την ημέρα που θα ελαμβάνετο η απόφαση για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.


Οπως όλα δείχνουν, η κυβέρνηση εγκατέλειψε από την αρχή της θητείας της το Δόγμα του Ελσίνκι. Επειδή εν όψει της Συνόδου Κορυφής του Δεκεμβρίου οι στιγμές είναι κρίσιμες, πρέπει να εξηγηθεί γιατί η εγκατάλειψή του είναι πολιτικά ακατανόητη, στρατηγικά αδιέξοδη και εθνικά ολισθηρή και επικίνδυνη. Συγκεκριμένα, αντιστρέφοντας τη σειρά των τεσσάρων αξόνων του Δόγματος του Ελσίνκι, επισημαίνονται τα εξής:


α) Ως προς την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, αποστερoύμαστε ουσιαστικά τις πολιτικές εγγυήσεις, τις οποίες είχαμε επιτύχει για τη διευθέτησή της στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας. Εξάλλου, με τη στάση μας επιτρέπουμε στην Ευρωπαϊκή Ενωση να θεωρήσει εκ νέου τη διαφορά ως ελληνοτουρκική και να τη διαγράψει από την ατζέντα της. H προσδοκία ότι η Ενωση θα εξακολουθήσει να ενδιαφέρεται για την επίλυσή της κατά τη διάρκεια των μακρόχρονων ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία είναι εξωπραγματική και πάντως, αν δεν υπάρχουν απτές εγγυήσεις και σαφές χρονοδιάγραμμα, χωρίς αντίκρισμα. Αλλά και η προσδοκία ότι η Τουρκία θα επιδείξει διαλλακτικότητα είναι επίσης ανεδαφική. Σημασία έχουν εν προκειμένω οι δεσμεύσεις απέναντι στην Ενωση, τις οποίες θα αναλάβει πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων. Αυτές και μόνον αυτές θα τηρήσει. Γι’ αυτές θα αναλάβει άλλωστε η όποια τουρκική κυβέρνηση πολιτικό κόστος, αφού μόνο για την αθέτησή τους θα μπορεί να ελεγχθεί. H διαφορά για την υφαλοκρηπίδα θα διαιωνίζεται και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα τελούν υπό διαρκή δοκιμασία με απρόβλεπτες συνέπειες.


β) Ως προς το Κυπριακό τα πράγματα φαίνεται ότι θα οδηγηθούν στο άμεσο μέλλον σε αδιέξοδο. Αν τον Δεκέμβριο δεν επιβεβαιωθεί η δέσμευση της Τουρκίας για την επίλυσή του εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος, η Τουρκία θα έχει επιτύχει την αποενοχοποίησή της για την εισβολή και την κατοχή στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Χωρίς συγκεκριμένη δέσμευση, είναι αδιανόητο να αναμένει κανείς ότι η Τουρκία θα στέρξει σε νέες διαπραγματεύσεις.


γ) Αλλά και το κεκτημένο της ένταξης της Κύπρου με όλη την επικράτειά της κινδυνεύει να τεθεί σε αμφισβήτηση. Πράγματι, αν το σημερινό status quo στην Κύπρο γίνει αποδεκτό και αποσυνδεθεί από την ένταξη της Τουρκίας, ελλοχεύει ο κίνδυνος να μετατραπούν τα Κατεχόμενα, στο περιθώριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σε καθεστώς τύπου Ταϊβάν. Στην περίπτωση αυτή, θα πρόβαλλε η προοπτική – που πάντα άλλωστε επεδίωκε η Αγκυρα – να «ενταχθεί» το κατεχόμενο μέρος της Κύπρου στην Ενωση με όχημα την Τουρκία, εφόσον βέβαια και όταν προσχωρήσει σε αυτήν.


δ) Τα παραπάνω αδιέξοδα κινδυνεύουν να κάνουν διάτρητη και να τραυματίσουν καίρια την υποστήριξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. H επιδίωξη αυτή εξακολουθεί να αποτελεί σταθερά της πολιτικής και της παρούσας κυβέρνησης. Οσα ζητήματα του τριγώνου Ελλάδας – Κύπρου – Τουρκίας μείνουν εκκρεμή χωρίς ρητές δεσμεύσεις θα αποτελούν εύφλεκτη ύλη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. H Ελλάδα θα αναγκασθεί, αργά ή γρήγορα, να σκληρύνει τη στάση της απέναντι στην Τουρκία αλλά και να απορροφά πρώτη τις εντάσεις που θα προκαλούν συνολικά οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις.


Από όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως γίνεται πρόδηλο το διακύβευμα της ευρωπαϊκής και εξωτερικής πολιτικής μας στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου. H εγκατάλειψη του Δόγματος του Ελσίνκι, χωρίς μάλιστα την επεξεργασία εναλλακτικών λύσεων και τη διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής, μας οδηγεί με βεβαιότητα σε αδιέξοδο. Το ισοζύγιο μεταξύ της διατήρησης και της εγκατάλειψής του αποβαίνει, με τρόπο μάλιστα συντριπτικό, υπέρ της προσήλωσης σε αυτό. Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει, έστω και την ύστατη στιγμή, να καταβληθεί συστηματική και επίμονη προσπάθεια με τη σύμπραξη όλων των πολιτικών δυνάμεων να επαναβεβαιωθούν στην απόφαση του Δεκεμβρίου η στρατηγική και οι στόχοι του Ελσίνκι με τις τυχόν αναγκαίες προσαρμογές. Συγκεκριμένα επιβάλλεται:


α) H επιβεβαίωση της διαδικασίας του Ελσίνκι για την επίλυση της διαφοράς της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου με τις τυχόν προεκτάσεις της, με εύλογη μετατόπιση του χρονοδιαγράμματος και την ανανέωση των εγγυήσεων.


β) H δέσμευση της Τουρκίας να συμβάλει εποικοδομητικά στην επίλυση του Κυπριακού με διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος. Ανάλογη δέσμευση πρέπει φυσικά να είναι σε θέση να αναλάβουν η Ελλάδα και η Κύπρος.


γ) Τέλος, είναι αυτονόητο ότι η απόφαση του Δεκεμβρίου πρέπει να εξασφαλίζει το κεκτημένο της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Θέματα έτσι όπως η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία και οι συνέπειές της είναι για μας αδιαπραγμάτευτα, γιατί έχουν αντιμετωπισθεί στη Συνθήκη Προσχώρησης.


Ο κ. Γιώργος Παπαδημητρίου είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.