Προσωπικά έχω διάφορες και, κατά την άποψή μου, εύλογες αντιρρήσεις για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στη χώρα μας. Πολλές τις έχω εκφράσει από την παρούσα στήλη κατά καιρούς και δεν σκόπευα να επανέλθω. Αλλά πρέπει να το κάνω για τρεις κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί δεν μπορώ να σιωπώ μπροστά στις μεγάλες και ανεξήγητες αντιφάσεις που κυριαρχούν στη λειτουργία του δημόσιου πανεπιστημίου σήμερα. Δεύτερον, γιατί καλούμαι ως καθηγητής να επιτελέσω το έργο μου κάτω από συνθήκες οι οποίες υποσκάπτουν την ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου που εγώ και οι συνάδελφοί μου είμαστε ικανοί να επιτελέσουμε. Και, τρίτον, γιατί η διοίκηση του πανεπιστημίου λόγω θεσμικών και άλλων εγγενών δυσλειτουργιών αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα καθημερινά προβλήματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Γι’ αυτό σε προσεχή άρθρα μου θα παρουσιάσω μια σειρά σοβαρά προβλήματα με τα οποία θα πρέπει να ασχοληθούν οι εμπλεκόμενοι διοικητικοί παράγοντες, είτε βρίσκονται στο υπουργείο Παιδείας είτε στο πανεπιστήμιο είτε κάπου στον κρατικό μηχανισμό. Σήμερα θα ασχοληθώ με τα συγγράμματα.


Το θεμελιώδες ζήτημα που τίθεται είναι το κόστος τους για τον έλληνα φορολογούμενο. Ας δούμε κατά προσέγγιση το μέγεθος αυτής της παροχής. Στο τμήμα μας εισέρχονται τα τελευταία χρόνια 350 φοιτητές. Σύμφωνα με το πρόγραμμα σπουδών, για να αποφοιτήσουν πρέπει να περάσουν 36 μαθήματα. Αλλά για να περάσουν αυτά τα μαθήματα εγγράφονται και παρακολουθούν πολύ περισσότερα. Εστω ότι τα μαθήματα στα οποία εγγράφονται συνολικά είναι 50. Σε αυτά τους χορηγούνται συγγράμματα δωρεάν τα οποία κατά μέσον όρο εκτιμώ ότι κοστίζουν γύρω στα 50 ευρώ ανά μάθημα. Συνεπώς, για κάθε γενεά φοιτητών του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών το Δημόσιο δαπανά περίπου 875.000 ευρώ. Από το τμήμα μας όμως αποφοιτά περίπου το 60% αυτών που εισέρχονται. Κατά συνέπεια για κάθε φοιτητή που παίρνει πτυχίο το Δημόσιο δαπανά για συγγράμματα γύρω στα 4.150 ευρώ. Και φυσικά στο ποσό αυτό δεν περιλαμβάνεται το κόστος διαχείρισης του συστήματος σε επίπεδο πανεπιστημίου και υπουργείου, το οποίο δεν θα με εξέπληττε αν το διπλασίαζε.


Προφανώς λοιπόν πρόκειται για μια δαπάνη η οποία είναι απαράδεκτα υψηλή και πρέπει να μειωθεί. Για τον σκοπό αυτόν είχε προταθεί η ιδέα των βιβλιοθηκών, η οποία, όπως είχα γράψει και παλαιότερα, είναι αδύνατον να υλοποιηθεί γιατί χρειάζεται τεράστια υποδομή και μεγάλα λειτουργικά έξοδα. Αντ’ αυτής μια πιο εφικτή και οικονομική λύση είναι τα βιβλία να δανείζονται στους φοιτητές και να επιστρέφονται μετά το πέρας των μαθημάτων. Φυσικά όσοι θα ήθελαν να τα κρατήσουν ή αν τα έχουν φθείρει πέρα από τη φυσιολογική φθορά θα έπρεπε να τους τιμολογούνται στο κόστος. Ετσι θα διαμορφωνόταν στο πανεπιστήμιο μια εσωτερική άτυπη αγορά για μεταχειρισμένα συγγράμματα κατά το πρότυπο των ίδιων αγορών που λειτουργούν στις προηγμένες χώρες της Δύσης.


H πιο πάνω πρόταση σίγουρα χρειάζεται λεπτομερέστερη επεξεργασία. Για παράδειγμα, κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια τα συγγράμματα θα πρέπει να ανανεώνονται. Πλην όμως, επειδή πρέπει να μειωθεί το κόστος των δωρεάν συγγραμμάτων, αυτό που προτείνω είναι να κατατεθούν οι όποιες προτάσεις προκειμένου να μπουν σε δημόσια συζήτηση.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.