Οκτακόσια χρόνια έχουν παρέλθει από την πρώτη Αλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1204 από τους δυτικούς Σταυροφόρους. Το γεγονός αυτό, πέρα από το ότι βάθυνε αντιδυτικά συναισθήματα τα οποία ήδη υπήρχαν στους Βυζαντινούς, απετέλεσε ορόσημο για τις σχέσεις Ανατολής και Δύσης σε πολιτικό, ιδεολογικό και πολιτισμικό επίπεδο. Οι σχέσεις αυτές περιγράφηκαν και βιώθηκαν διαφορετικά από τους συγχρόνους της Αλωσης και από μεταγενέστερους ιστοριογράφους της δυτικής και της ελληνικής παράδοσης. Οι Σταυροφορίες αφενός και η Λατινοκρατία που ακολούθησε αφετέρου απεικονίστηκαν άλλοτε ως το απόγειο της δυτικής επιθετικότητας προς την ελληνική Ανατολή και άλλοτε ως ευκαιρία για επικοινωνία, επαφή και σύντηξη των δύο διαφορετικών πολιτισμών. H ένταξη της Αλωσης του 1204 στην ελληνική εθνική ιστορία και η ασάφεια που ούτως ή άλλως χαρακτηρίζει την περίοδο της Φραγκοκρατίας (ή Βενετοκρατίας), λόγω της χρονικής και γεωγραφικής διάσπασης, επέτρεψαν για πολλές δεκαετίες την καλλιέργεια ιστορικής άγνοιας και στερεότυπων ερμηνειών. Σήμερα η ιστορική έρευνα μας επιτρέπει να δούμε την πρώτη Αλωση της Βασιλεύουσας μέσα από πολλαπλές και διαφορετικές οπτικές.


Η έκπληξη που προκάλεσε στη βυζαντινή κοινωνία η Α´ Σταυροφορία (1096-1099) σύντομα μετατράπηκε σε εχθρότητα. Η φραγγική διάβασις εκλήφθηκε ως επιθετική ενέργεια και κάποιοι Βυζαντινοί πίστευαν πως οι Σταυροφόροι είχαν ενδομυχούντα λογισμόν… και αυτήν την Βασιλεύουσαν [Κωνσταντινούπολη] κατασχείν. Η δυσπιστία που αναπτύχθηκε με τις επόμενες Σταυροφορίες (1147-1149, 1189-1192) εμπέδωσε την ιδέα πως χάσμα διαφοράς εστήρικται μέγιστον και πως Βυζαντινοί και Δυτικοί ήταν ταις γνώμαις ασυναφείς.


* Τα αντιλατινικά αισθήματα


Χωρίς αμφιβολία, η Αλωση της Κωνσταντινούπολης από τους «προσκυνητές» της Δ’ Σταυροφορίας ήταν το καταλυτικό γεγονός για τη διαμόρφωση της αρνητικής εικόνας των Δυτικών. Τα «αντιλατινικά» ωστόσο αισθήματα των λαϊκών τάξεων δεν ήταν σταθερά και δεν κάλυπταν την αρνητική στάση τους απέναντι στους βυζαντινούς αξιωματούχους. Ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει πως οι αγροίκοι, οι κάτοικοι των περιχώρων της Κωνσταντινούπολης, μετά την είσοδο των Σταυροφόρων ευχαριστούσαν τον Θεό για το κατάντημα των μελών της γραφειοκρατικής πολιτικο-εκκλησιαστικής ιεραρχίας, που με επικεφαλής τον πατριάρχη πήραν τον δρόμο για την εξορία. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν έτοιμοι να δεχθούν τη λατινική κυριαρχία και σε πολλές περιοχές το έκαναν.


Η εικόνα των Δυτικών, όπως εμφανίζεται στις πηγές, διαμορφώθηκε από αυτούς που συνοπτικά αποτελούσαν τη γραφειοκρατική πολιτικο-εκκλησιαστική ιεραρχία, αυτούς που ο ανώτατος διοικητικός υπάλληλος και ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης λέει ότι συνεκοινώνουν ημίν σχήματος και λογικών εν μεθέξει παιδεύσεων. Γι’ αυτούς η ανωτερότητα του βυζαντινού πολιτισμού ήταν αυτονόητη. Ο Ιωάννης Μεσαρίτης, μέλος του πατριαρχικού κλήρου, μετά την Αλωση του 1204, αναφερόμενος στον τρόπο με τον οποίο οι Λατίνοι ονόμάζαν τους Βυζαντινούς, δηλαδή Γραικούς, τονίζει: Γραμματικούς δ’ ειπείν αληθώς, παρά γαρ τοις ελληνογλώσσοις η των όντων γνώσις εγνώρισται.


H υπεροχή όμως αναφερόταν και στον υλικό πολιτισμό. Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος αναφέρει πως, όταν οι Νορμανδοί κατέλαβαν την πόλη του (1185), έχυσαν και το παλιό, καλό κρασί. Οι Δυτικοί, κατά τον Ευστάθιο, δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσουν τα αγαθά του πολιτισμού που κάνουν ευχάριστη τη ζωή, τα πολιτικά. Περιφρονούσαν τα έργα τέχνης που έβγαιναν από τα βυζαντινά εργαστήρια, ενώ θεωρούσαν ευτελή αντικείμενα, καρφιά και μαχαιρίδια, ως πολύτιμα. Εξάλλου, τα καρυκεύματα και τα καλλυντικά τούς ήταν άγνωστα, θεωρούσαν την κανέλα ως ροκανίδι, τη σταφίδα ως κάρβουνο και το ροδόνερο ως ύδωρ αχρείον.


* Εγκλήματα και σκάνδαλα


Εξίσου με τους Λατίνους, τα μέλη της γραφειοκρατικής ιεραρχίας περιφρονούσαν και τα λαϊκά στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας. H διασφάλιση ωστόσο της «ιδεολογικής αυθεντίας» οδηγούσε τα μέλη της γραφειοκρατικής ιεραρχίας να αποζητήσουν, ως τάξη, ιδιαίτερα μετά το 1204, τη διαμόρφωση μιας πολιτιστικής κοινότητας, σε αντίθεση με τους Λατίνους. Ο «αντιλατινισμός» βασιζόταν στην αρνητική εικόνα της λατινικής εκκλησίας και των ανθρώπων της, που είχε διαμορφωθεί ήδη στην εποχή του πατριάρχη Φωτίου (867-877, 886-893) και είχε εμπεδωθεί στην εποχή του σχίσματος (1054). Οι «αντιλατινικές» πραγματείες όμως του 12ου και του 13ου αι., όπως του Κωνσταντίνου Στιλβή, ο οποίος έγραψε αμέσως μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, εμπλουτίστηκαν με νέες κατηγορίες προερχόμενες από την επαφή με τους Σταυροφόρους. Το κατηγορητήριο δεν ήταν προσανατολισμένο, όπως πριν, στη λατρεία του τύπου, αλλά γίνεται συγκεκριμένο, με ανταπόκριση στο βιωμένο λαϊκό αίσθημα. Οι θεωρητικές συζητήσεις για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος περιθωριοποιήθηκαν, η θρησκευτική διαφορά έγινε εμβληματική, οι Λατίνοι ονομάστηκαν λαϊκότροπα αζυμίτες. Οι αντιπαπικές κατηγορίες πήραν συγκεκριμένη μορφή· η βίαιη συμπεριφορά των Σταυροφόρων κατά την είσοδό τους στην Πόλη δεν εξηγείται μόνον από τον βάρβαρο χαρακτήρα τους, αλλά από τη φήμη ότι ο πάπας και τα μέλη της λατινικής ιεραρχίας είχαν ήδη συγχωρέσει φόνους και άλλες αμαρτίες των Σταυροφόρων. Κατηγορίες για την ιερουργία αιμομικτικών γάμων, για ιεροσυλία στα έθιμα της βάπτισης και της θείας κοινωνίας τόνιζαν τη διαφορά ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Δυτικούς.


Το ξύρισμα, ιδιαιτέρως των κληρικών, γίνεται, στις αρχές του 13ου αι., πραγματική και ικανή αιτία για να κατηγορηθούν οι Λατίνοι ως αιρετικοί, αλλά κυρίως εμφανίζεται και ως απόδειξη θηλυπρέπειας (το γένειον ξυρώνται και γυναικίζονται). Η αγαμία των κληρικών της δυτικής εκκλησίας μετατρέπεται σε σκαμπρόζικο θέμα. Οι κληρικοί δέχονται τη νύχτα τις ερωμένες τους αφώνως και αθεάτως και θεωρούν τη συνεύρεση ως όνειρο. Εξάλλου, με την κατηγορία της δημόσιας παιδεραστίας τίθεται σε αμφισβήτηση η ηθική υπόσταση των δυτικών αρχιερέων. Αυτή η κατηγορία γίνεται συγκεκριμένη· ο Στιλβής αναφέρει πως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης κάποιος καρδινάλιος πήγε στον ναό του Αρχαγγέλου, στον Ανάπλου. Εκεί, αφού επέχρισε τις εικόνες με ασβέστη και πέταξε στη θάλασσα τα λείψανα των αγίων, ο δυτικός ιεράρχης ιερούργησε με συνοδεία γυμνών παιδιών. Η κατηγορία της παιδεραστίας συνδυάζεται με αυτήν της εικονομαχίας και της ιεροσυλίας.


* Διατροφικές εκκεντρικότητες


Οι συνήθειες γύρω από το φαγητό ήταν το πεδίο της αντιπαράθεσης με τους Λατίνους, όπου ο πολιτισμός της βυζαντινής γραφειοκρατικής ιεραρχίας συναντούσε τις λαϊκές αντιλήψεις. Οι βυζαντινοί συγγραφείς κατηγορούν τους Λατίνους για συνήθειες που προκαλούσαν αποτροπιασμό, όπως ότι τρώνε συντροφιά με τα ζώα, σκύλους και αρκούδες, χρησιμοποιώντας τα ίδια σκεύη, ότι τρέφονται όχι μόνον με πνικτά ζώα, δηλαδή που δεν έχουν ματώσει, αλλά και με ψοφίμια (θνησιμαία) και πτώματα που έχουν σκοτωθεί από άλλα ζώα (θηριάλωτα), ότι στο διαιτολόγιό τους περιλαμβάνονται και μη οικόσιτα ζώα, όπως άρκτοι, τσακάλια, ποντίκια και ει τι μυσαρώτερον τούτων και μιαρώτερον. Οι βυζαντινοί συγγραφείς, τον 11ο-12ο αι., αναφέρουν με απέχθεια την κατανάλωση από τους Λατίνους μεγάλης ποσότητας σκόρδων. Στην πραγματεία του Στιλβή ωστόσο δεν γίνεται λόγος για τη διατροφική αυτή συνήθεια και τούτο γιατί το σκόρδο συνόδευε και το φαγητό των βυζαντινών λαϊκών τάξεων, προκαλώντας τον αποτροπιασμό των ανθρώπων της γραφειοκρατικής ιεραρχίας. Ετσι η αναφορά σε αυτή τη λατινική διατροφική συνήθεια θα ήταν ακατανόητη από τα λαϊκά στρώματα και ίσως προκαλούσε την αντίδρασή τους.


* Αίρεση και πολιτική


Η μνήμη των γεγονότων της Αλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους ήταν βραχεία και οι Βυζαντινοί συμβίωσαν με τους Δυτικούς τόσο στις υπό λατινική κατοχή περιοχές όσο και στις περιοχές που υπήρχε ακόμη βυζαντινή εξουσία, γράφοντας ένα κομμάτι κοινής ιστορίας. Ο εκκλησιαστικός «αντιλατινικός» λόγος αποτελούσε πάντα το λειτουργικό υφάδι για την αντιπαράθεση και παρείχε μια τυποποιημένη εικόνα. Οπως λέει ο λατινόφρων αξιωματούχος του βυζαντινού κράτους Δημήτριος Κυδώνης (μέσα 14ου αι.), αυτός ο τυποποιημένος κώδικας αποτελούσε το κύριο μέσο άμυνας που χρησιμοποιούσαν οι αμαθέστεροι και φιλονικότεροι άνθρωποι της Εκκλησίας και έβρισκε ανταπόκριση στο βιωμένο από την παρουσία των Δυτικών λαϊκό αίσθημα.


H αντίληψη ωστόσο ότι η πολιτική συμπεριφορά των Βυζαντινών ήταν προκαθορισμένη από το μίσος τους κατά των Λατίνων, που συμπυκνώνεται στην περίφημη φράση του μεγάλου δούκα Λουκά Νοταρά κρειτότερόν εστι ειδέναι εν μέση τη πόλη φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν, είναι επιπόλαια. Μόνο λίγοι βυζαντινοί πολιτικοί ήταν τόσο ανόητοι για να μπερδεύουν τη λατινική «αίρεση» με την άσκηση πολιτικής ή να επιμένουν σε αντιλατινικές εκδηλώσεις για να ικανοποιούν το «λαϊκό αίσθημα». Το 1453 εξάλλου ανάμεσα στους πολιορκημένους Κωνσταντινουπολίτες επιβίωνε μιαν άλλη ιδέα, αυτή της ενότητας του χριστιανικού κόσμου· κάποιοι εύχονταν να περάσει η Πόλη εν χερσί των Λατίνων των ονομαζόντων τον Χριστόν και την Θεοτόκον, και μη απορριφθώμεν εν ταις ασεβών [Τούρκων] παλάμαις.


Ο κ. Πάρις Γουναρίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.