ΑΠΟΡΩ για τον σάλο που ξεσήκωσε μια λέξη του «πεζοδρομίου», που χρησιμοποίησε ο Πρωθυπουργός σε συνεστίαση με μερικούς βουλευτές του και που θεωρήθηκε άπρεπη και ανάξια προεδρικών χειλέων.


Προσωπικά, βρίσκω πως η προσφυγή στο λεξιλόγιο του απλού κόσμου (ακόμη και του υποκόσμου) δίνει στον πολιτικό λόγο γλαφυρότητα και παραστατικότητα, που λείπουν από την επίσημη και συνήθως ανιαρή ρητορική. Απόδειξη πως μια και μόνη τέτοια λέξη έφτασε για να γεμίσουν πρωτοσέλιδα και τηλε-παράθυρα, και να ξεχαστούν τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση…


Μετά απ’ αυτό το «γκραν


-σουξέ», μαθαίνω – από έναν δαιμόνιο πληροφοριοδότη μου – ότι, στην επόμενη πολιτική συνευωχία, ολόκληρη η προσφώνηση θα υιοθετήσει το περιφρονημένο λαϊκό ιδίωμα, αποστομώνοντας όλους τους αντιρρησίες. Ιδού το προσχέδιό της:


«Μακαντάσηδες βουλευτές,


Τα πήρα στο κρανίο που οι πράσινοι τζαναμπέτηδες μού κολλήσανε επειδή, στο προηγούμενο τσιμπούσι μας, μίλησα με λέξεις της πιάτσας. Και το ντελαλάνε αυτό, ποιοι; Οι πολιτικάντηδες που το παίζουνε δημοκρατικοί και προοδευτικοί κι άλλα φούμαρα και κούμαρα. Τρομάρα τους! Σηκώθηκαν οι μπάμιες να βαρέσουν το μανάβη!


Μα εγώ είμαι και ο πρώτος δημοκράτης, μια και σκίζουμαι για τα νιτερέσσα του κοσμάκη, και γι’ αυτό μίλησα τη γλώσσα του κι όχι με τζιριτζάντουλες σαν τους βουτυρομπαμπάδες του Κολωνακιού.


Και τι είπα, δηλαδή; Πως θα μαγγώσω τα τζιμάνια που κάνουνε κουμάντο στην πατρίδα μας και δεν την αφήνουνε να δει χαΐρι και προκοπή. Σωστός;


Και γιατί τους την έδωσε – τάχα μου! – η λέξη «νταβατζήδες»; Τι πιο ζουμερή κουβέντα; Ποιος δε χαμπαρίζει πως νταβατζής είναι ο ασίκης που τα παίρνει από μια καλντεριμιτζού που τα ‘χει πάρει από μερικούς χαρμάνηδες, και της πουλάει προστασία; Αυτό δεν κάνουνε και κάποιοι τσίφτες που, με την μπουρού των Μου-Μου-E, φουμάρουνε το λαουτζίκο και τόνε παραμυθιάζουνε πως τόνε προστατεύουνε από τους λουφαδόρους, ενώ αυτοί είναι τα πιο μεγάλα λαμόγια;


E, αυτωνών εγώ θα τους αλλάξω τα πετρέλαια! Για είμαι μαγγιόρος πρωθυπουργός, για δεν είμαι! Νισάφι πια. Μας έχουνε καραφλιάσει!


Και δε θα φερμάρω μόνο εκεί. Θα στήσω κι ένα άλλο μάτσο Επιτροπές για όπλα και χρηματιστήρια και για τις τούφες που ποτίζουνε τους αθλητές μας.


Αυτουνούς όλους θα τους κράξω και θα τους ξαποστείλω ντουγρού στη χάψη. Οχι θα κάτσω!


ΔΗΛΑΔΗ και συναμετάξυ μας, δε θα τους μπαγλαρώσω όλους. Υπάρχουνε και μερικοί που είναι τεφαρίκια και τσοντάρανε αβέρτα για πάρτη μας στις εκλογές, και μας κάνουν ακόμα αβάντα. Ασε πια τους δικούς μας ντελμπεντέρηδες, που ξεροσταλιάζανε τόσα χρόνια στην ουρά και τους έχει φάει ο νταλκάς για μάσα και γκλαμουριά. Τούτοι όλοι που είπα, θα τήνε βγάλουνε καθαρή, μια και βάλανε πλάτη για να μας έρθουν όλα δεξιά και ν’ αδράξουμε επιτέλους τη μεγάλη κουτάλα της μεγάλης καζάνας.


ΤΩΡΑ, θα μου πείτε πως είχαμε κι εμείς τις χασούρες μας και, πριν καλά-καλά στραταρίσουμε, πάθαμε μερικά χοντρά χουνέρια με κείνα τα πετούμενα-σκοτώστρες και τις απογραφές που μας ξεγιβεντίσανε σ’ όλο το ντουνιά και μας κυνηγάνε οι Ευρωπαίοι με τα κολυμπηθρόξυλα. E, άνθρωποι είμαστε όλοι κι έχουμε τις γκαντεμιές μας. Χώρια που οι γκαντεμιές είναι τιμή για εμάς, και μάλιστα επίτιμη…


KAI για να σπατσάρω. Μου τη σπάει που οι πράσινοι κυριλέδες ξινίστηκαν επειδή είπα όσα είπα στο φαγάδικο του Μπαϊρακτάρη. Τέτοιοι ξενέρωτοι που είναι, πώς να πιάσουνε το από πίσω νόημα; Δώστε βάση:


Ο θείος ή παραθείος του τωρινού μαγαζάτορα, ο Δημήτρης Μπαϊρακτάρης με τ’ όνομα, ήτανε ο αρχιμπάτσος της Αστυνομίας τον καιρό του Τρικούπη. Και είχε βαλθεί να ξεφτιλίσει τους αντάμηδες και τραμπούκους και κουτσαβάκηδες της Αθήνας, που κάνανε σ’ όλους το γκιουλέκα και κόβανε τα ήπατα των ήσυχων νοικοκυραίων. Και τι τους σκάρωσε, λέτε; Τους μπαγλάρωνε και τους πήγαινε σηκωτούς στην πλατεία Κλαυθμώνος, κι εκεί τους έβαζε να σπάνε από μόνοι τους με μια βαριά τα πιστολομάχαιρά τους. Κι ύστερα, η αφεντιά του, με μια μεγάλη ψαλίδα, τους έκοβε κάθε «σήμα κατατεθέν» τους και καμάρι τους, δηλαδή τις λαδωμένες αφέλειές τους και τις μύτες των σουβλερών παπουτσιών τους και το αριστερό μανίκι του σακακιού τους, που δεν το φοράγανε μα το είχανε ριχτό στον ώμο τους για πιο μεγάλη μαγκιά.


Ετσι θα κάνω κι εγώ με τους νταβάδες και τους άλλους. Θα τους μαζέψω στις Εξεταστικές και θα τους κόψω όχι τα μανίκια τους μα τις τσέπες τους για να μην έχουνε πού να τρυπώνουν τους λουφέδες τους. Και θα τσακίσω με τη βαριά τα πορτοπαράθυρα των χαζοκουτιών τους, για να κουλάρουνε και να μη μας παρασταίνουν άλλο τα σαΐνια και τους περπατημένους. Σωστός;


Αντε εβίβα!»


(Ρεπορτάζ: Θ. Κοριός)