Πριν από δύο ακριβώς μήνες, από την ίδια στήλη, είχα απευθυνθεί στον κ. Πρωθυπουργό ως Πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και είχα ζητήσει να παρέμβει ώστε να αντιμετωπιστούν μερικοί περιορισμοί που μας εμποδίζουν να κατακτήσουμε μια περίοπτη θέση μεταξύ των διακεκριμένων πανεπιστημιακών τμημάτων διδασκαλίας και έρευνας στις Οικονομικές Επιστήμες. Εκτοτε, χωρίς να έχω καμία πληροφόρηση αν είχε διαβάσει την έκκλησή μου και αν είχε ενεργήσει σχετικά, ήμουν πεπεισμένος ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα ανταποκρινόταν, γιατί αυτό που ζητούσα ουσιαστικά ήταν να γίνουν κάποιες διοικητικές ρυθμίσεις οι οποίες βρίσκονται σε πλήρη συνέπεια με τις προγραμματικές του εξαγγελίες για την επανίδρυση της δημόσιας διοίκησης και τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης. Γι’ αυτό, όταν πριν από λίγες ημέρες πληροφορήθηκα από τις εφημερίδες ότι με επιστολή του προς την Πρόεδρο της Βουλής ζήτησε να προγραμματιστεί εκτός ημερησίας διατάξεως συζήτηση για την παιδεία, χάρηκα πάρα πολύ για την ευκαιρία να προηγηθώ και να θέσω ένα ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας για το ελληνικό πανεπιστήμιο.


Στα πανεπιστήμια υπάρχουν γνώσεις και πληροφορίες τις οποίες είναι αδύνατον να έχει το υπουργείο Παιδείας. Για παράδειγμα, τα πανεπιστήμια γνωρίζουν καλύτερα ποιες ειδικότητες ζητούνται, ποιες ειδικότητες θα ζητούνται τα προσεχή χρόνια, και ποιες τάσεις επικρατούν στις διάφορες επιστήμες από τις οποίες θα ξεπηδήσουν οι κλάδοι του μέλλοντος. Οι λόγοι που η κεντρική διοίκηση αδυνατεί εγγενώς να έχει καλύτερη πληροφόρηση από τα πανεπιστήμια είναι τουλάχιστον τρεις και έχουν αναλυθεί σε μεγάλη έκταση από τους θεωρητικούς της λήψης αποκεντρωμένων αποφάσεων.


Ο πρώτος λόγος είναι ότι οι γνώσεις των πανεπιστημίων στα θέματα που αφορούν τη λειτουργία τους δεν είναι συνολικά μεταβιβάσιμες. Και τούτο γιατί ένα μεγάλο μέρος από τις γνώσεις του πανεπιστημίου είναι άρρητες και δεν μπορούν να καταγραφούν. Για παράδειγμα, άσχετα με τις διαδικασίες που προβλέπει ο νόμος για τις καταλήψεις, με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται αποτελεί τμήμα των άρρητων γνώσεων των πανεπιστημίων. Γι’ αυτό εξάλλου και η αντιμετώπισή τους είναι διαφορετική από τα επί μέρους AEI.


Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι γνώσεις των πανεπιστημίων και να ήταν συνολικά μεταβιβάσιμες στην κεντρική διοίκηση είναι αδύνατον να αθροιστούν κατά αντιπροσωπευτικό τρόπο. Με άλλα λόγια, εξαιτίας της απώλειας πληροφοριών που συνεπάγεται η διαδικασία της άθροισης, αυτοί που αποφασίζουν κεντρικά βρίσκονται σε μειονεκτική θέση γιατί έχουν στη διάθεσή τους λιγότερες πληροφορίες.


Τέλος, ο τρίτος λόγος είναι ότι η μεταφορά των πληροφοριών από τα πανεπιστήμια προς την κεντρική διοίκηση, εκτός από το κόστος που συνεπάγεται, χαρακτηρίζεται από σοβαρότατες υστερήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ταυτόχρονη έλλειψη μελών ΔΕΠ στο Τμήμα μας και η καθυστέρηση η οποία παρατηρείται στον διορισμό των νέων συναδέλφων που από μήνες τώρα έχουμε εκλέξει.


Συμπερασματικά, επειδή αποδεδειγμένα το υπουργείο Παιδείας δεν έχει ούτε μπορεί ποτέ στο μέλλον να έχει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για να διαχειρίζεται με αποτελεσματικότητα τα πανεπιστήμια, ο εκσυγχρονισμός περνάει μέσα από τη συνταγματική επιταγή ότι τα AEI είναι αυτόνομα και αυτοδιοικούμενα. Γι’ αυτό και ο τίτλος του άρθρου μου σήμερα αποτελεί έκκληση προς την εθνική αντιπροσωπεία.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.