Οταν παρακολουθώ τα επετειακά κείμενα για τον Λένιν, ιδίως φέτος που συμπληρώθηκαν ογδόντα χρόνια από τον θάνατό του, σκέφτομαι πως και γι’ αυτόν ισχύει ό,τι ο ίδιος είχε τη δύναμη κάποτε να ειρωνευθεί. Οταν δηλαδή δυο χρόνια πριν την αποδημία του έγραφε: «Ουδέποτε ο Marx σκέφτηκε να γράψει, μια λέξη έστω, γι’ αυτό· και πέθανε χωρίς να μας αφήσει ούτε ένα ακριβές τσιτάτο ή μια αδιαφιλονίκητη υπόδειξη. Ετσι μόνοι μας τώρα πρέπει να τα βγάλουμε πέρα».


Σήμερα πολλαπλασιάσθηκαν τα ερεθίσματα, πολιτικής και ιστοριογραφικής υφής, για την ανατοποθέτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης και, πολύ περισσότερο, για την κατανόηση της έκβασής της. Θα μπορούσε να μνημονευθεί ξανά η ακαριαία αντίδραση του νεαρού Gramsci που διέκρινε στην επιτυχία των Ρώσων «μαξιμαλιστών» την «επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο». Στην προκλητική αυτή διατύπωση υπογραμμιζόταν η προτεραιότητα της πρωτοβουλίας των «λαϊκών μαζών» που φαινόταν να διαψεύδει τις αναλύσεις του Κεφαλαίου. Ο,τι δηλαδή είχε συμπεράνει στη μνημειώδη σύνθεσή του ο Marx για τους ιστορικούς νόμους που εμφανίζονται να επενεργούν με «χαλύβδινη αναγκαιότητα» και επομένως να δείχνουν με ακρίβεια στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες το δρόμο που αναπόφευκτα θα ακολουθήσουν, κατά το παράδειγμα των προπομπών, δηλαδή των βιομηχανικά αναπτυγμένων χωρών.


Πρόκειται βέβαια για την ερμηνεία που καθιέρωσε, στο πλαίσιο της κωδικοποίησης των αρχών της «υλιστικής αντίληψης της ιστορίας», ο Kautsky και εκλαΐκευσε η γερμανική σοσιαλδημοκρατία δίνοντας το προβάδισμα στην οικονομική νομοτέλεια και όχι στους πολιτικούς αγώνες. Στην αντίστροφη φορά κινούνταν οι Μπολσεβίκοι που τόνιζαν, με το στόμα του Λένιν, ότι η «πολιτική έχει αναγκαστικά το πρωτείο αναφορικά με την οικονομία· αν επιχειρηματολογούμε διαφορετικά, σημαίνει ότι ξεχάσαμε το αλφάβητο του μαρξισμού».


Ο ίδιος ο Gramsci, μετά τις συγκρούσεις των επιγόνων του Λένιν και την επικράτηση του φασισμού στην Ιταλία, θα επανέλθει στο θέμα της θεμελιώδους διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στη Δυτική και την Ανατολική Ευρώπη: στην πρώτη το κράτος αποτελεί απλώς μια «εξωτερική τάφρο» και η «κοινωνία των πολιτών» ένα «ανθεκτικό σύνολο οχυρών και προχωμάτων», ενώ αντίθετα στη δεύτερη το κράτος ήταν το παν και η «κοινωνία των πολιτών» «πρωτόγονη και άμορφη». Ετσι απέκρουσε τη βεβαιότητα (την οποία εισήγαγε κυρίως ο Στάλιν, διακηρύσσοντας ότι ο «λενινισμός» συνιστά «διεθνές φαινόμενο που έχει τις ρίζες του σ’ όλη την παγκόσμια εξέλιξη», και επέβαλε στη συνέχεια η Κομμουνιστική Διεθνής στα κατά τόπους εθνικά της τμήματα) ότι η ρωσική επαναστατική εμπειρία θα μπορούσε αυτούσια να επαναληφθεί και στη Δύση. H στρατηγική που παρουσιάζεται στην τελευταία είναι ο «πόλεμος θέσεων» που συνεπάγεται μια επίπονη διαδικασία απόκτησης της «ηγεμονίας» μέσω μιας «μόνιμα οργανωμένης συναίνεσης». Απαιτεί μια συντονισμένη προσπάθεια «μακράς διάρκειας», ενώ αντίθετα ο «πόλεμος ελιγμών» (που εφαρμόσθηκε το 1917 στη Ρωσία) σήμαινε τη μετωπική έφοδο για την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας.


Οι παρατηρήσεις αυτές του Gramsci, διατυπωμένες στις αρχές της δεκαετίας του ’30, συγκροτούν μία από τις πολλές μορφές κριτικής που άσκησαν οι δυτικοευρωπαίοι μαρξιστές στον τρόπο επιβολής και κυρίως αναπαραγωγής της σοβιετικής εξουσίας, αρνούμενοι μάλιστα να προγραμματίσουν έναν παρόμοιο δρόμο για τη νικηφόρα έκβαση των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων στον τόπο τους. Μία παρεμφερής κριτική ήταν αυτή που είχε στοιχειοθετηθεί από τη R. Luxemburg, όταν αντέτεινε στους Μπολσεβίκους ότι η «ελευθερία νοείται πάντα ελευθερία για κείνον που σκέφτεται διαφορετικά». Στους κόλπους επίσης της ΕΣΣΔ πλήθαιναν οι «αντιπολιτευτικές» κινήσεις και πολύ πριν ο Μπουχάριν κατηγορηθεί για σύμπλευση μαζί τους, προειδοποιούσε ότι «αν εφαρμόσουμε ορθή πολιτική, δεν θα αναγκασθούμε να κάνουμε πάλι μια δεύτερη επανάσταση».


Σήμερα βέβαια είναι αρκετά γνωστές οι λεπτομέρειες των περιστατικών που οδήγησαν στην ανατροπή της προσωρινής κυβέρνησης του Κερένσκυ από τη «Στρατιωτική επαναστατική επιτροπή των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών» της Πετρούπολης και στη δημιουργία του «Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού» υπό την ηγεσία του Λένιν. H κατανόηση ωστόσο της δυναμικής και του ειρμού που διέπει αυτά τα γεγονότα και ειδικότερα των πτυχών συνάρθρωσης του κοινωνικού και πολιτικού στοιχείου, στη συγκυρία μάλιστα του A´ Παγκοσμίου Πολέμου, εγείρει διχογνωμίες και απολήγει σε διαφορετικές προτάσεις ερμηνείας.


H δομική πάντως κρίση του τσαρικού καθεστώτος, παρά το διστακτικό μεταρρυθμιστικό εγχείρημα της κυβέρνησης Στολύπιν, είχε επικεντρωθεί στη βραδυπορούσα (και συντηρούμενη με ξένα κεφάλαια) εκβιομηχάνιση της πολυεθνικής Αγίας Ρωσίας και συνάμα στην ανεπαρκή παραγωγικότητα της υπανάπτυκτης αγροτικής παραγωγής. Στην εποχή του πολέμου το κόμμα των Μπολσεβίκων (που αριθμούσε μόλις 23.000 μέλη) προπαγάνδιζε την ειρήνη (ακόμη και με δυσμενείς όρους), την απόδοση των χωραφιών στους αγρότες και την κατάκτηση όλης της εξουσίας από τα «Σοβιέτ», δηλαδή από τα συμβούλια των εργατών, αγροτών και στρατιωτών, τα οποία λειτουργούσαν με τους κανόνες της άμεσης δημοκρατίας.


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.