Σε προηγούμενο άρθρο μας («Το Βήμα», 4.9.2004) είχαμε αναφερθεί στη σοβαρότατη κρίση που περνούν τα κλασικά γράμματα στον τόπο μας. Που παρά τις αλλαγές, τις μεταρρυθμίσεις και τις αντιμεταρρυθμίσεις, 30 χρόνια τώρα, τα Αρχαία «μας» πάνε από το κακό στο χειρότερο. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Ευρωπαϊκού Δικτύου Επικοινωνίας και Πληροφόρησης (Euronem), η Ελλάδα κατέχει στους τομείς των φυσικών επιστημών και της κλασικής παιδείας την 29η θέση μεταξύ 31 ευρωπαϊκών χωρών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται όλες οι χώρες-μέλη της EE! «Το Βήμα», που μετέδωσε την είδηση (10.9.2004), δεν μας αποκαλύπτει, δυστυχώς, ποιες είναι οι δύο ευρωπαϊκές χώρες που πήραμε φαλάγγι στην κλασική παιδεία. Δεν πειράζει. Ομως αν τα στοιχεία της παραπάνω μελέτης είναι ακριβή, τότε πρέπει να παραιτηθούν όλοι οι υπουργοί Παιδείας των τελευταίων 30 χρόνων. Εννοώ να παραιτηθούν από την υπερηφάνειά τους. Και καλά, τελευταίοι στα Αρχαία που δεν έχουν και ψωμί. Αλλά και στις φυσικές επιστήμες; Δηλαδή, πού είμαστε καλοί όσον αφορά την Παιδεία και τα παιδιά μας; Στις κλειστές στροφές των Τεμπών και του Μαλιακού; Εκεί όλοι πρώτοι και καλύτεροι;


Σκοπός μας δεν είναι να καταγγείλουμε άλλη μια φορά την κατάντια της Παιδείας μας. Δεν έχει νόημα. Πρόθεσή μας είναι να προτείνουμε κάποιες πρακτικές «λύσεις» που, κατά τη γνώμη μας, θα επέτρεπαν ενδεχομένως στην εκπαίδευσή μας (δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια) να αισιοδοξεί για το μέλλον των κλασικών γραμμάτων στη χώρα μας. Μεγάλα λόγια, θα πει κάποιος. Κάθε άλλο.


Οι προτεινόμενες «λύσεις» είναι απλές και ρεαλιστικές. Καθόλου μεγαλόστομες. Θα έλεγα μάλιστα πως είναι «πεζές». Αλλά λίγο ακριβούτσικες. Ο,τι χειρότερο δηλαδή για το σεβαστό υπουργείο, που χρόνια τώρα (για να μην παρεξηγηθούμε) αρέσκεται σε λύσεις μεγαλόστομες και φθηνιάρικες.


* Τα «ελληνικά γονίδια»


Ομως προτού έρθουμε στα πρακτικά, οφείλουμε να απαντήσουμε σε ένα ουσιώδες ερώτημα που έχει να κάνει με τον σκοπό της διδασκαλίας των Αρχαίων. Είναι προφανές ότι η όποια απάντηση θα καθορίσει και τα μέτρα που θα λάβουμε.


Το απλό ερώτημα είναι: τι εννοούμε όταν λέμε ότι τα παιδιά μας πρέπει να «μάθουν», να «σπουδάσουν» Αρχαία, δηλαδή αρχαία ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία; Καλύτερα: για ποιο λόγο «διδάσκουμε» ή «μαθαίνουμε» Αρχαία; (Θέτουμε τα ρήματα σε εισαγωγικά για προφανείς λόγους). Το ερώτημα φαίνεται απλό αλλά, παρά ταύτα, έχει πάρει πολλές, διαφορετικές και κυρίως νεφελώδεις και ακατανόητες απαντήσεις. Ομως αν ρωτήσουμε κάποιον φοιτητή Ιατρικής γιατί επέλεξε αυτό το επάγγελμα (και κατά συνέπεια γιατί ταλαιπωρήθηκε χρόνια στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο, στα φροντιστήρια και στις πανελλαδικές) οι απαντήσεις που θα λάβουμε θα είναι κατανοητές. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, θα απαντήσουν ότι διάλεξαν την Ιατρική διότι είναι ένα κοινωνικά χρήσιμο επάγγελμα, με κύρος και χρήμα. Οι ανθρωπιστικοί λόγοι που θα επικαλεστούν ορισμένοι είναι στην περίπτωσή τους κατανοητοί. Ομως οι φοιτητές της Φιλοσοφικής δεν μπορούν να απαντήσουν με την ίδια σαφήνεια. Και κατά συνέπεια δεν μπορούν να αιτιολογήσουν τόσα χρόνια προπαρασκευαστικών σπουδών. Που τελικά δεν θα τους εξασφαλίσουν κάποιο επάγγελμα. Τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον. Θα υπάρξουν όμως μερικοί που θα επικαλεσθούν (αορίστως) εθνικούς λόγους, τα ελληνικά γονίδια, την αρχαία κληρονομιά κ.λπ. Κάποιοι θα αναφερθούν και στα περίφημα ανθρωπιστικά ιδεώδη κ.λπ. Υστερα όλοι θα ψάξουν να βρουν πρακτικούς τρόπους να εξοικονομήσουν τα προς το ζην.


Και καλά η απόληξη αυτής της θλιβερής αλυσίδας: να αποφοιτούν κάθε χρόνο χιλιάδες από τις Φιλοσοφικές. Χωρίς σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση. Χωρίς (κι εδώ είναι το τραγικό) να γνωρίζουν και οι ίδιοι τι έχουν σπουδάσει και γιατί έχουν σπουδάσει ό,τι τελοσπάντων έχουν σπουδάσει. Ομως την αρχή αυτής της αλυσίδας, δηλαδή τα παιδιά του Γυμνασίου, πώς την αντιμετωπίζουμε; Με ποιο λογικό επιχείρημα θα τα πείσουμε να αρχίζουν να κλίνουν το λύω και να λένε το νόημα μιας μεταφρασμένης ραψωδίας; Οτι έτσι κάποτε θα βγάλουν λεφτά; Αποκλείεται. Τέτοια οι μαθητές του Γυμνασίου δεν τα χάβουν. Οτι όποιος μάθει Αρχαία γίνεται καλός χριστιανός; Ναι. Ισως, αρκεί να αποφεύγει τον Αριστοφάνη. Οτι με τα Αρχαία γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι; Αν ίσχυε αυτό, τότε οι καθηγητές Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας θα έπρεπε να είναι οι καλύτεροι άνθρωποι.


* Οι λογικές απαντήσεις


Να μη μακρηγορώ. Τη μόνη «λογική» απάντηση γιατί μαθαίνουμε Αρχαία, γιατί τελοσπάντων εντρυφούμε στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία, την έχουν δώσει οι μεγάλοι συγγραφείς. Ελληνες και ξένοι. Οχι οι φιλόλογοι. Ούτε οι παιδαγωγοί. Ούτε το υπουργείο Παιδείας. Αλλά αυτή η «λογική» απάντηση, επειδή ακριβώς προέρχεται από τον χώρο της τέχνης, δεν φαίνεται να μας ικανοποιεί πρακτικά. Αντιθέτως δείχνει το «περιττόν», το μη πρακτικόν. Το πολυτελές. Το μη αναγκαίον. Αυτό όμως που τελικά αποδεικνύεται αναγκαίον. H τέχνη είναι «περιττή», αλλά τόσο αναγκαία. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι «περιττοί», αλλά παρά ταύτα τους πληρώσαμε και με το παραπάνω. Γιατί; Διότι ο πολιτισμός γενικότερα μοιάζει περιττός, αλλά προφανώς δεν είναι. Ο Καβάφης λοιπόν έμαθε και διαχειρίστηκε την αρχαία ελληνική λογοτεχνία διότι εκεί, σε μια συγκεκριμένη εποχή της, βρήκε το υλικό να δημιουργήσει ο ίδιος το δικό του έργο. Μεταποίησε το αρχαίο λογοτεχνικό υλικό για χάρη, προς όφελος της τέχνης του. Αυτό έκανε και ο Σεφέρης. Και ο Τζέιμς Τζόυς. Και ο σκηνοθέτης της «Τροίας». Βρήκαν υλικό όχι πώς να γίνουν καλοί άνθρωποι, αλλά πώς να εμπνευστούν και να δημιουργήσουν. H αρχαία ελληνική λογοτεχνία, κάθε λογοτεχνία, είναι πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Αυτό ισχύει και για τη νεοελληνική λογοτεχνία αλλά και για την ισπανική και την κινέζικη. Εδώ σε μας συντρέχουν – να το δεχτούμε – ιστορικοί λόγοι που επιβάλλουν (τουλάχιστον σε όσους το επιθυμούν) και τη γλωσσική διδασκαλία των Αρχαίων. Μαθαίνουν λοιπόν Αρχαία τα γυμνασιόπαιδα επειδή έτσι έχουν την πολυτέλεια να γίνουν μέτοχοι μιας άλλης τάξεως γλωσσικής και λογοτεχνικής γνώσης και εμπειρίας. Δεν γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι διαβάζοντας Ορέστεια ή Οθέλο.


* H εθνική μας «πολυτέλεια»


Ο Πλάτων κατάλαβε πολύ καλά ότι η μεγάλη λογοτεχνία διαχειρίζεται συνήθως το Κακό. Μαθαίνουμε Αρχαία γιατί αυτό ωφελεί τη φαντασία, την έμπνευση και τη δημιουργικότητά μας. Μας δίνει την πολυτέλεια του «ωφέλιμου περιττού». Αλλά όσοι διακηρύττουν και υποστηρίζουν αυτή την πολυτέλεια γνωρίζουν ότι πρόκειται για μια πολύ δαπανηρή επένδυση, χωρίς αναμενόμενα υλικά κέρδη. Μπορεί να έρθουν και αυτά, αλλά το ζητούμενο για την ώρα είναι η χρηματοδότηση της φαντασίας και της δημιουργίας. Οπως έγινε με τους Ολυμπιακούς. Που συνεχώς επικαλούμαστε. Οπως πρέπει να γίνεται με τα μουσεία, τη μουσική, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία. Αν δεχθούμε (και στη συνέχεια πείσουμε τους ενδιαφερόμενους) ότι η διδασκαλία των Αρχαίων μάς οδηγεί στην απαραίτητη και ζωτική πολυτέλεια του «περιττού», στην έμπνευση και στη δημιουργία μέσα στην καθημερινότητα (δεν χρειάζεται να γίνουμε όλοι ποιητές), τότε μπορούμε να επικαλεσθούμε και άλλους λόγους.


Κληρονομικούς, ενδεχομένως, παιδαγωγικούς κ.λπ. Ομως αν δεν δούμε τη διδασκαλία των Αρχαίων ως ύψιστη «εθνική πολυτέλεια», τότε να σταματήσουμε να παραπονούμαστε, να ταλαιπωρούμε και να ταλαιπωρούμαστε. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να διαφυλάξουμε και να προβάλουμε αυτή την «εθνική πολυτέλεια» και να την συντηρήσουμε γενναίως. Οικονομικά και ψυχικά. Θα επανέλθουμε.


Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής της Κλασικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.