Αυτόν τον καιρό και όλα τα τελευταία χρόνια η Εκπαίδευση αντιμετωπίζει ένα σημαντικό πρόβλημα: δεν βρίσκει δασκάλους για τα δημοτικά σχολεία. Ευτυχώς και επιτέλους, η Εκπαίδευση απορροφά όλους τους πτυχιούχους των Παιδαγωγικών Τμημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης, όλους τους δασκάλους τής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Κι αυτό είναι επίτευγμα που το πιστώνονται και οι προηγούμενες και η σημερινή ηγεσία τού Υπουργείου Παιδείας. Ωστόσο, αρχίζει και γίνεται όλο και περισσότερο αισθητή η έλλειψη πτυχιούχων δασκάλων για προσλήψεις στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση (δημοτικό σχολείο).


Κι από την άλλη ορθώνεται μια έντονη αντίθεση: χιλιάδες καθηγητών (φιλολόγων, μαθηματικών, φυσικών, θεολόγων, ξενόγλωσσων κ.ά.), με καλές σπουδές σε πανεπιστημιακά τμήματα υψηλών απαιτήσεων, μαστίζονται από την ανεργία. Δεν υπάρχουν θέσεις να διοριστούν στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Γυμνάσιο-Λύκειο), με αποτέλεσμα να υποαπασχολούνται σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα. H αναμονή για διορισμό σε ορισμένες ειδικότητες – και μέσω ΑΣΕΠ – παίρνει χρόνια, βυθίζοντας τους νέους πτυχιούχους σε απελπισία.


Ετσι εμφανίζεται το φαινόμενο από τη μια να υπάρχει υπερ-απασχόληση, ζήτηση και έλλειψη (σε δασκάλους) και από την άλλη να υπάρχει ανεργία, υπο-απασχόληση και υπερεπάρκεια (σε καθηγητές). Χτυπητή κοινωνική και επαγγελματική αδικία, αφού και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για εκπαιδευτικούς και για μια Εκπαίδευση όπως είναι η Ελληνική, η οποία έχει ανάγκες και κενά.


Ποια λύση υπάρχει στο πρόβλημα; Ποιοι μπορούν να καταλάβουν τις κενές θέσεις που προκύπτουν, όταν δεν υπάρχουν δάσκαλοι για διορισμό; Προφανώς, οι εκπαιδευτικοί τής δευτεροβάθμιας (Μέσης Εκπαίδευσης). Μετά από μια ταχύρρυθμη εκπαίδευση ως προς ορισμένα παιδαγωγικά και ψυχολογικά ζητήματα των μικρότερης ηλικίας παιδιών τού Δημοτικού, ιδίως παιδιών των δύο τελευταίων τάξεων τού Δημοτικού (ηλικίας 10-12 ετών), ο φιλόλογος μπορεί άριστα να διδάξει τη γλώσσα, την ιστορία και την ελληνική παράδοση. Το ίδιο και ο πτυχιούχος των Θετικών Επιστημών (ο μαθηματικός ή ο φυσικός) μπορεί με πλήρη επάρκεια να διδάξει τα μαθηματικά και τη φυσική αντιστοίχως. Ετσι, και η Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση θα μπορεί να καλύπτει τα εκπαιδευτικά κενά της και η διδασκαλία στα αντίστοιχα μαθήματα δεν θα υποβαθμισθεί, προερχόμενη από επιστήμονες που γνωρίζουν εις βάθος – λόγω ειδικότητας – το αντικείμενό τους.


Προς άρσιν παρεξηγήσεων διασαφώ ότι αυτή η λύση ανάγκης μπορεί να ισχύσει μόνο σε περιπτώσεις που δεν υπάρχουν πτυχιούχοι των Παιδαγωγικών Τμημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης, οι οποίοι φύσει και θέσει προηγούνται. Αλλά είναι κοινωνικά άδικο και μαζί σπατάλη επιστημονικών δυνάμεων που αποβαίνει εις βάρος τής Παιδείας μας να μην αξιοποιούνται στα υπάρχοντα κενά άλλοι επιστήμονες των Πανεπιστημίων μας, οι οποίοι είναι ήδη έτοιμοι και καλά καταρτισμένοι. Τη δύσκολη φυσική τής 5ης και 6ης τάξεως τού Δημοτικού μπορεί να την διδάξει ο πτυχιούχος τού Φυσικού Τμήματος με πολύ δημιουργικό τρόπο, κατάλληλα ευαισθητοποιημένος και ενημερωμένος για τις προσληπτικές δυνατότητες των μαθητών των αντιστοίχων τάξεων. Το ίδιο και ο μαθηματικός για τα μαθηματικά, μπορεί άριστα να διδάξει τις δύσκολες μαθηματικές έννοιες. Το ίδιο μπορεί να κάνει, κατ’ εξοχήν, ο φιλόλογος για το δύσκολο μάθημα τής διδασκαλίας τής γλώσσας με τη δομολειτουργική-επικοινωνιακή μέθοδο που ισχύει στα σχολεία. Δεν αναφέρομαι, φυσικά, σε καθηγητές ξένων γλωσσών και σε καθηγητές φυσικής αγωγής (γυμναστές) οι οποίοι είναι απαραίτητοι – και καλώς υπάρχουν ήδη – στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Με τις απαιτήσεις που υπάρχουν σήμερα σε αντικείμενα όπως η γλώσσα, η λογοτεχνία, η ιστορία, τα μαθηματικά, η φυσική, τα θρησκευτικά, η φυσική αγωγή, τα καλλιτεχνικά, ο δάσκαλος γενικής κατάρτισης είναι γνωστό ότι αντιμετωπίζει προβλήματα.


Αλλωστε – κι αυτό είναι ένα μείζον θέμα – οι ίδιοι οι φοιτώντες στα Παιδαγωγικά Τμήματα Δημοτικής Εκπαίδευσης είναι σκόπιμο να αποκτούν μια αδρομερή ειδίκευση κατά κλάδους (φιλολογικά αντικείμενα, θετικές επιστήμες κ.ά.), ώστε να μπορούν καλύτερα να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις τού σημερινού επιπέδου των γνώσεων. Ο «δάσκαλος παντογνώστης», με τις σημερινές συνθήκες και τις σύγχρονες απαιτήσεις, διατρέχει τον κίνδυνο μιας επιφανειακής γνώσης των αντικειμένων, μιας «επιπολής» κατάρτισης η οποία τον καταδικάζει συχνά στον τύπο τού «λίγο απ’ όλα» επιστήμονα παρά τα πλεονεκτήματα που προσφέρει κάθε σύμμετρη σφαιρική διαθεματική προσέγγιση τού επιστητού. Μέχρις ότου να υπάρξει – αν υπάρξει – μια τέτοια ειδίκευση στην κατάρτιση των δασκάλων και όσο υπάρχουν κενά στις θέσεις εκπαιδευτικών τής πρωτοβάθμιας, η Πολιτεία διά τού Υπουργείου Παιδείας έχει ηθική υποχρέωση, για κοινωνικούς αλλά περισσότερο για εκπαιδευτικούς λόγους, να προσλάβει καθηγητές (φιλολόγους, μαθηματικούς, φυσικούς, θεολόγους κ.ά.) οι οποίοι θα διδάξουν τα εν λόγω αντικείμενα με μεγάλη επάρκεια λόγω τής ειδικότητάς τους, αφού προηγουμένως – το επαναλαμβάνω – ευαισθητοποιηθούν ταχύρρυθμα για τα ψυχοπαιδαγωγικά χαρακτηριστικά τής ηλικίας και για την αντιληπτική ικανότητα των παιδιών που θα διδάξουν.


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.