Τις τελευταίες ημέρες η εγχώρια επικαιρότητα μονοπωλήθηκε από τη γνωστή υπόθεση των μετεγγραφών συγγενικών προσώπων πολιτικών που οδήγησε στην αποπομπή του υπουργού Γεωργίας από την κυβέρνηση και στην αποδοχή της παραίτησης του εκπροσώπου Τύπου του ΠαΣοΚ.


H επιχείρηση συμψηφισμού των δύο υποθέσεων από την πλευρά της κυβέρνησης δεν κατάφερε ούτε καν στιγμιαία να εξισώσει στη συνείδηση της κοινής γνώμης δύο υποθέσεις διαφορετικής τάξεως, καθώς στη μία περίπτωση επρόκειτο για σαφή παράβαση του νόμου, για την οποία προηγήθηκε προσωπική παρέμβαση του αποπεμφθέντος υπουργού, ενώ στην άλλη για μια ασφαλώς απαράδεκτη και κατακριτέα συντεχνιακή πρακτική την οποία ένα δημόσιο πρόσωπο όφειλε να μην έχει ακολουθήσει.


H αποκάλυψη της υπόθεσης Τσιτουρίδη θα έχει επιτελέσει τον πραγματικό της στόχο αν οδηγήσει στην οριστική ανατροπή του στρεβλού και συχνά φαύλου καθεστώτος μετεγγραφών στα πανεπιστήμια της χώρας, που αποτελούσε ως σήμερα ένα ένοχο κοινό μυστικό. Αν υπό την πίεση της αντιπολίτευσης αλλά και της κοινής γνώμης η κυβέρνηση αναγκαστεί να θεσπίσει ένα αδιάβλητο σύστημα που θα διασφαλίζει την αντικειμενική και χωρίς «άνωθεν» παρεμβάσεις αξιολόγηση των αιτήσεων μετεγγραφών. Γιατί οι μετεγγραφές και το φαύλο καθεστώς που τις διέπει αποτελούν ασφαλώς ένα ζήτημα αλλά την ίδια στιγμή η εξάμηνη διακυβέρνηση της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία έχει προκαλέσει μείζονα προβλήματα. Πιο συγκεκριμένα:


H χώρα απειλείται με παραπομπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και η εθνική οικονομία έχει τεθεί υπό διαρκή επιτήρηση μετά τη «φαεινή» ιδέα της απογραφής. Πρωτοφανή δυσφημιστικά δημοσιεύματα που είχαμε χρόνια να δούμε στρέφονται εναντίον μας παρουσιάζοντας την Ελλάδα ως μια χώρα αναξιόπιστη και προβληματική, για την οποία δημιουργούνται αμφιβολίες σε σχέση με τη νομιμότητα της ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ενωση. Την ίδια στιγμή η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας υποβαθμίζεται καθημερινά από διεθνείς οίκους που προαναγγέλλουν με βεβαιότητα τον αναπτυξιακό μας κατήφορο. H πραγματευτική ισχύς της χώρας είναι προφανές ότι έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα όχι μόνο όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις για το Δ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, καθώς ενδέχεται να αναζητηθούν κονδύλια που επενδύθηκαν σε έργα ενταγμένα στο Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, αλλά και σε ό,τι αφορά το σύνολο της ατζέντας στην Ευρώπη των 25. H πρωτοφανής ενέργεια της απογραφής αποτελεί μια μετεγγραφή ευθυνών από μια κυβέρνηση που είναι ανίκανη να κυβερνήσει και για τον λόγο αυτόν συνεχίζει ακάθεκτη να ασκεί αντιπολίτευση στον προκάτοχό της. Ο στόχος είναι προφανής: να στιγματιστεί όλη η δημοσιοοικονομική πολιτική και οικονομική διαχείριση των κυβερνήσεων του ΠαΣοΚ που οδήγησε τη χώρα στην ΟΝΕ. Να αποδοθεί η ανικανότητα της κυβέρνησης να υλοποιήσει τις φιλόδοξες προεκλογικές δεσμεύσεις της στα ελλείμματα και στην κακοδιαχείριση του ΠαΣοΚ, άλλοθι που ασφαλώς δεν μπορεί να θεραπεύσει την αναξιοπιστία της κυβέρνησης. Να προετοιμαστεί εγκαίρως και υποδορίως το έδαφος για τα σκληρά μέτρα λιτότητας στα οποία η κυβέρνηση θα καταφύγει αντιμετωπίζοντας με τον συνήθη για την πρακτική της Νέας Δημοκρατίας τρόπο το έλλειμμα αναπτυξιακού οράματος για τον τόπο.


Αν όμως η οικονομία αποτελεί το θεμέλιο κάθε αναπτυξιακής πολιτικής της εκάστοτε κυβέρνησης, η παιδεία είναι η εγγύηση για ένα ισχυρό και ανταγωνιστικό μέλλον. Στον τομέα αυτόν οι εξαγγελίες για εθνικό διάλογο και για μια πολιτική επίτευξης ευρύτερων συναινέσεων που θα οδηγούσε σε δομικές αλλαγές στον χώρο της εκπαίδευσης και όχι σε αποσπασματικές αλλαγές του εξεταστικού συστήματος αποδείχθηκαν αναληθείς.


H πολιτική της Νέας Δημοκρατίας και στον τομέα αυτόν συμπυκνώνεται και εξαντλείται στη μικροκομματική αντιπολιτευτική κριτική σε όσα έγιναν ή δεν έγιναν επί κυβερνήσεων ΠαΣοΚ.


Το έργο όμως και το χρέος της κυβέρνησης είναι να κυβερνά και όχι να συνεχίζει να αντιπολιτεύεται. H τακτική αυτή μπορεί να είναι ανέξοδη, είναι όμως ασύμβατη με τις ανάγκες της διακυβέρνησης και η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να καταλάβει ότι ψηφίστηκε για να κυβερνήσει και όχι για να συνεχίσει να κάνει αντιπολίτευση στο έργο και στις κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ.


Ο χρόνος περνά και η ανοχή εξαντλείται. Σε λίγο οι πολίτες θα αρχίσουν να μειδιούν στις επαναλαμβανόμενες επικλήσεις του υποθηκευμένου παρελθόντος της χώρας. Μόνο που η εντολή που πήρε η κυβέρνηση στις εκλογές της 7ης Μαρτίου αφορούσε το μέλλον του τόπου και ο χρόνος ήδη άρχισε να μετρά αντίστροφα.


H κυρία Μιλένα Αποστολάκη είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ.