Τέτοια εποχή, τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου, οι αρχαίοι Αθηναίοι και γενικότερα ο αρχαίος ελληνικός κόσμος άρχιζαν τον πολυήμερο εορτασμό των Ελευσινίων Μυστηρίων, μιας από τις μεγαλύτερες γιορτές τους. H καρδιά της γιορτής κτυπούσε στην Ελευσίνα και ειδικότερα στο ιερό των μεγάλων θεοτήτων της, της Δήμητρος, θεάς της γεωργίας, και της κόρης της Περσεφόνης. H αρχή της λατρείας εδώ ανάγεται πιθανότατα στα μυκηναϊκά χρόνια και δεν αποκλείεται να ήλθε από τη γειτονική Βοιωτία, όπου οι παραπάνω θεότητες είχαν την εποχή αυτή μια σημαντική θέση, όπως μας βεβαιώνουν πρόσφατα ευρήματα. Με βάση τα στοιχεία που διαθέτουμε ως σήμερα τα Ελευσίνια Μυστήρια ξεπέρασαν το τοπικά σύνορα και άρχισαν να αποκτούν μια πανελλήνια εμβέλεια γύρω στο 600 π.X. Είναι χαρακτηριστικό ότι, αν και η Ελευσίνα είχε από παλιά ενσωματωθεί στο αθηναϊκό κράτος – και όχι μόλις στα τέλη του 7ου αι. π.X. όπως υποστηρίζουν πολλοί -, εντούτοις δεσπόζοντα ρόλο στα πράγματα του ιερού είχε η ελευσινιακή οικογένεια των Ευμολπιδών, μέλη της οποίας καταλάμβαναν τα σημαντικότερα ιερατικά αξιώματα.


Τις πρώτες μέρες κέντρο του εορτασμού ήταν η Αθήνα. Είχε προηγηθεί η μεταφορά από την Ελευσίνα, μέσα σε ερμητικά κλειστές κίστες, των μυστικών «ιερών» των Μυστηρίων και η φύλαξή τους στο αθηναϊκό Ελευσίνιο, που βρισκόταν στις ΒΔ παρυφές της Ακρόπολης. H γιορτή άρχιζε με το κάλεσμα των υποψηφίων μυστών (υ.μ.) να συγκεντρωθούν στην Ποικίλη Στοά της αθηναϊκής Αγοράς. Στα Μυστήρια μπορούσαν να μυηθούν οι πάντες, άνδρες, γυναίκες και δούλοι, πλην βαρβάρων. Κύριος λόγος του αποκλεισμού των τελευταίων ήταν ίσως οι δυσκολίες τους στην κατανόηση της ελληνικής γλώσσας και αυτό προκαλούσε ανυπέρβλητες δυσκολίες στη μύηση αφού τα «λεγόμενα» έπαιζαν σημαντικό ρόλο σ’ αυτήν. Επρεπε όμως οι υ.μ. να εκπληρώνουν ορισμένες προϋποθέσεις: να έχουν προηγουμένως μυηθεί στα «εν Αγραις» (προάστιο της αρχαίας Αθήνας κοντά στο A´ Νεκροταφείο) Μυστήρια, να διαθέτουν αγνότητα ψυχής και να έχουν χέρια αμόλυντα από ανθρώπινο αίμα. Μετά τους σχετικούς ελέγχους, κάθε υ.μ. πλήρωνε τα έξοδα της μύησης – ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό – και ετίθετο υπό την καθοδήγηση ενός κατηχητή (μυσταγωγού), ο οποίος τον συνόδευε και τον κατηχούσε ως την ώρα της μύησής του.


Την επόμενη μέρα γινόταν η κάθοδος των υ.μ. στο Φάληρο για το καθαρτήριο λουτρό. Ο καθένας τους έπαιρνε μαζί του στη θάλασσα και ένα χοιρίδιο που επρόκειτο αργότερα να το θυσιάσει και να ραντιστεί με το αίμα του. Το νερό από πολύ παλιά είναι γνωστό μέσο εξαγνισμού. Στις μέρες που ακολουθούσαν οι υ.μ. με θυσίες και νηστεία προετοιμάζονταν ψυχικά για τη μεγάλη στιγμή της μύησης, ενώ η πέμπτη μέρα προσέφερε μοναδικές στιγμές. Μια μεγαλόπρεπη πομπή ξεκινούσε με συνοδεία τιμητικού στρατιωτικού αποσπάσματος και μουσικής από την Αθήνα και διασχίζοντας πεζή την Ιερά οδό, μια απόσταση πάνω από 20 χιλιόμετρα, έφτανε βράδυ στην Ελευσίνα. Προηγούνταν ένα άγαλμα του Ιάκχου, μιας μορφής που προσωποποιούσε τους ήχους των ύμνων, τις θριαμβευτικές ιαχές και γενικότερα τον θόρυβο που προκαλείται από τέτοιες εκδηλώσεις, όπως και τα «ιερά» των Μυστηρίων καλά φυλαγμένα μέσα στις κίστες, και ακολουθούσαν το ιερατείο με τις αρχές της πόλης, οι υ.μ. με τους κατηχητές τους και πλήθος πιστών.


Για τη μέρα που ξημέρωνε, τη σημαντικότερη της όλης γιορτής αφού σε αυτήν λάμβανε χώρα η διαδικασία της μύησης, οι πηγές μας είναι δυστυχώς ελάχιστες και σκοτεινές. Οι πιστοί, υπακούοντας στα κελεύσματα της Πολιτείας που απαγόρευε αυστηρά την κοινοποίηση μυστικών των Μυστηρίων, κράτησαν κλειστό το στόμα τους, καθώς «ο μεγάλος σεβασμός προς τους θεούς έδενε τη γλώσσα τους». Γνωστό είναι ένα γεύμα, ο πέλανος, στο οποίο οι συμμετέχοντες ήταν πολλοί, ενώ το βράδυ οι υ.μ. διέκοπταν τη νηστεία τους πίνοντας τον κυκεώνα, ένα μείγμα νερωμένου αλευριού με φλισκούνι. Βράδυ, υπό το υποβλητικό φως δαδών, γινόταν και η μύηση εντός του ναού της Δήμητρας και της Κόρης, του γνωστού ως Τελεστηρίου. Επρόκειτο για ένα ξεχωριστό και εντυπωσιακό σε μέγεθος κτίριο. Στη μέση του, υπήρχε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο, το Ανάκτορο, όπου φυλάγονταν τα «ιερά» των Μυστηρίων και στο οποίο μόνον ο ιεροφάντης, ο ανώτατος ιερέας του ιερού, μπορούσε να εισέλθει. H μύηση εκτός από «λεγόμενα», περιελάμβανε «δρώμενα» και «δεικνύμενα». Χριστιανοί συγγραφείς μιλούν ή αφήνουν υπονοούμενα για άσεμνα δρώμενα και για επίδειξη σεξουαλικών συμβόλων κατά τη διάρκεια της μύησης. Ωστόσο η αντικειμενικότητά τους είναι συζητήσιμη. H λατρεία μιας θεάς της βλάστησης, όπως ήταν η Δήμητρα, φυσικό είναι να συνδέεται και με τη γονιμότητα των ανθρώπων. Πάντως ένας εξ αυτών μας πληροφορεί ότι το ιερότατο αντικείμενο που έδειχνε ο ιεροφάντης «εν σιωπή» και εν μέσω εκτυφλωτικού φωτός δαδών στον ανώτερο βαθμό μύησης, αυτόν της εποπτείας, ήταν ένα θερισμένο στάχυ.


Τα Ελευσίνια Μυστήρια υπόσχονταν στους μυημένους βάσιμες ελπίδες για μια ευτυχισμένη επίγεια ζωή και πάνω από όλα μια καλύτερη μοίρα στον Κάτω Κόσμο. Αποκαλυπτικά είναι όσα διαλαλεί η ίδια η Δήμητρα: «μακάριος είναι όποιος από τους ανθρώπους έχει γνωρίσει (τα Μυστήριά μου). Οποιος όμως δεν έχει μυηθεί (σ’ αυτά)… ακόμη και νεκρός δεν θα έχει τύχη στο μουχλιασμένο σκοτάδι». Ανάλογα είναι και τα λεγόμενα του Σοφοκλή: «πανευτυχείς είναι όσοι θνητοί κατεβαίνουν στον Αδη έχοντας μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια· μόνο γι’ αυτούς υπάρχει εκεί φως. Για τους υπόλοιπους όλα είναι μαύρα». Τον άνθρωπο, από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του, το ενδεχόμενο του θανάτου τον βασανίζει και του προκαλεί αξεπέραστο φόβο. H μύηση, χωρίς άλλο, βοηθούσε τον αρχαίο πιστό να τον αντιμετωπίζει όχι ως το οριστικό τέλος του αλλά ως αφετηρία για μια καινούργια ζωή. Οπως ακριβώς συμβαίνει και με το θερισμένο – νεκρό δηλαδή – στάχυ που έδειχνε ο ιεροφάντης στους μύστες, μέσα σε απόλυτη σιωπή. Απ’ αυτό ξεφυτρώνει ο καινούργιος καρπός.


Ο κ. Μιχάλης A. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.