ΩΡΕΣ-ώρες, απορείς βαθύτατα πού άνθρωποι σοβαροί – φιλόσοφοι, μάλιστα, ή φιλοσοφούντες – μπορούν να γράφουν πράγματα εντελώς ασόβαρα.


Αναφέρομαι σ’ έναν νέο άγγλο φιλόσοφο, τον Roger Scruton, που (όπως διαβάζω) σε πρόσφατο βιβλίο του, ασχολείται με την ισλαμική τρομοκρατία1. Λέει, εκεί, πως, αντίθετα με τη δυτική παράδοση του Διαφωτισμού, «στο Ισλάμ, δεν υφίσταται διάκριση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας. Το κράτος του Θεού εκτείνεται αδιακρίτως στο σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας και ο άνθρωπος καθίσταται έρμαιο των αυθεντικών διερμηνευτών της βούλησής Του».


Αυτονόητο. H έκπληξη έρχεται μετά: «Οι απαρχές της διάκρισης δημόσιου και ιδιωτικού χώρου… ανιχνεύονται από τον Scruton στα ιερά κείμενα του Χριστιανισμού. Ο Απόστολος Παύλος… θέτει τις βάσεις της διάκρισης «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ… H Καινή Διαθήκη εμφανίζεται να ανοίγει τον δρόμο της Δύσης προς τη νεωτερικότητα».


Ακατανόητο! Ακατανόητο, ένας φιλόσοφος να αγνοεί (ή να λησμονεί ή να διαγράφει) ολόκληρο τον αρχαίο πολιτισμό! Να «αγνοεί» πως οι Ελληνες ήταν εκείνοι που πρώτοι έκαναν τη διάκριση δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, που (πραγματικά) «ανοίγει τον ορίζοντα για την πολλαπλότητα και το αυτεξούσιο του ανθρώπου, δηλ. για την ανθρώπινη ελευθερία» (κατά τον συγγραφέα).


ΠΟΙΟΣ νεοσσός δεν το ξέρει αυτό και ποιος, στοχαστής ή μη, μπορεί να το αρνηθεί;


Είναι ανάγκη να επαναλάβουμε τόπους κοινότατους – όπως ότι οι Ελληνες ήταν εκείνοι που θεμελίωσαν την ελευθερία βίου και πολιτείας, σκέψης και κρίσης των πάντων, θνητών και αθανάτων; Πως η μυθολογία-θρησκεία τους δεν είχε κανένα δογματισμό; Πως εκείνοι καθιέρωσαν τον «αυτόνομον και αυτεξούσιον» – να νομοθετούν οι ίδιοι για τα κοινά και να εξουσιάζουν αυτοί τον εαυτό τους;


Εκείνοι τόλμησαν να υποστηρίξουν (το «βλάσφημο» και αδιανόητο για τις άλλες θρησκείες) πως «οι παλαιοί νομοθέτες επινόησαν το θεό σαν, κατά κάποιο τρόπο, επιτηρητή των σωστών πράξεων και των σφαλμάτων του ανθρώπου, ώστε – από φόβο για τη θεϊκή τιμωρία – κανένας να μην αδικεί κρυφά τον διπλανό του»2.


Εκείνοι θεωρούσαν πως την πορεία του ανθρώπου τη χαράζει ο ίδιος, όχι οι θεοί («Αιτία ελομένου· θεός αναίτιος»: «Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τις επιλογές του· ο θεός είναι ανεύθυνος»)3.


Εκείνοι έφταναν ν’ αμφισβητούν ακόμα και την υπόσταση των θεών – αν, αυτοί, δεν πράττουν δίκαια – δίκαια, κατά την κρίση των ανθρώπων, βέβαια. «Ει θεοί τι δρώσιν αισχρόν, ουκ εισί θεοί»: «Αν οι θεοί κάνουν κάτι άνομο, δεν είναι θεοί»4). Ακόμα και ο γιος του Απόλλωνα και θεράπων του στο ιερό των Δελφών («ιερόδουλος»), ο Ιων, θα πει: «Πώς είναι δίκαιο, εσείς [οι θεοί] που βάλατε νόμους στους θνητούς, οι ίδιοι εσείς να κάνετε ανομίες;» («Πώς ουν δίκαιον τους νόμους υμάς βροτοίς γράψαντας, αυτούς ανομίαν οφλισκάνειν;»)5.


Και αμέτρητα άλλα από την τεράστια και πολύτροπη πράξη και στοχασμό των Ελλήνων, όπου αδιάκοπα επιβεβαιώνεται πως «Ουδέν μείζον εστιν ανθρώποις Ελλησιν της ελευθερίας» «Τίποτα δεν είναι πιο σπουδαίο για τους Ελληνες από την ελευθερία»)6.


ΑΠΕΝΑΝΤΙ (και ενάντια) στον ανθρωποκεντρισμό, τη λογοκρατία και τον έρωτα ελευθερίας των Ελλήνων, θα σταθεί ο θεοκεντρικός και θεοκρατικός Χριστιανισμός, όπου πρωταρχική σημασία έχει η πίστη στο Θεό και όχι η λογική του ανθρώπου.


Ο Απόστολος Παύλος (που τον μνημονεύει ο Scruton) γράφει στους Κορινθίους πως «το κήρυγμά του δεν στηριζόταν σε ανθρώπινη σοφία που πείθει, αλλά στην πεποίθηση που γεννούν τα χαρίσματα του Πνεύματος και οι θαυματουργικές δυνάμεις», «ίνα μη η πίστις υμών ή (βασίζεται) εν σοφία ανθρώπων, αλλ’ εν δυνάμει Θεού»7.


Και ακολούθησαν – από στόματος των «διερμηνέων» της θεϊκής βούλησης – τα άπειρα εκείνα «Πίστευε και μη ερεύνα», «Πιστεύω δια να εννοήσω» (Credo ut intelligam), «Πιστεύω διότι είναι παράλογον» (Credo quia absurdum) του Τερτυλλιανού, που κυριάρχησαν 15 αιώνες σε Ανατολή και Δύση. Ωσπου ήρθε η Αναγέννηση για να ξαναφέρει τον άνθρωπο στο κέντρο του κόσμου, και τη σκέψη, τη λογική, την έρευνα στο πηδάλιό του.


Αυτά τα στοιχειώδη τα ξέρει, βέβαια, ο άγγλος φιλόσοφος. Πώς και γιατί τα αποσιωπά;


1. Οι πληροφορίες για το βιβλίο αυτό (The west and the rest. Globalisation and the terrorist threat, Λονδίνο, 2002) στηρίζονται σε άρθρο του κ. Αλέξη Καλοκαιρινού, «Νέα», 11.9.04. – 2. Ευριπίδης, στη χαμένη τραγωδία του Σίσυφος (I, σελ. 770. Nauck). Βλ. N. Σκουτερόπουλου, Αρχαία σοφιστική, Γνώση, 1991. – 3. Πλάτων, Πολιτεία, I, 617E. Μεταφρ. I.N. Γρυπάρη, Ζαχαρόπουλος, 1954). – 4. Ευριπίδης, στη χαμένη τραγωδία του Βελλερεφόντης, αποσπ. 295. – 5. Ευριπίδης, Ιων, 442. Μεταφρ. N. Ποριώτη, Ζαχαρόπουλος, 1939. – 6. Ψήφισμα Πριήνης (M. Ασία), Γ’ αιώνας π.X. – 7. A’ προς Κορινθίους, B’, 4-5. Εκδ. Βιβλικής Εταιρίας, 1985.