Ο κλασικός προοπτικός χώρος στο μεγάλο Αρσενάλι της βενετσιάνικης Μπιενάλε εμφανίζεται ως μια τεράστια «κοιλιά του αρχιτέκτονα». Ο Hani Sashid, ο οποίος ανέλαβε τον συνολικό σχεδιασμό της έκθεσης, διαμορφώνει ένα εσωτερικό που αντλεί την έμπνευσή του από την καρίνα της βάρκας. Πιστός στην αντίληψη αυτής της έκδοσης της Μπιενάλε για μιαν αρχιτεκτονική ρευστή, μεταβαλλόμενη, έκφραση μιας «υγρής νεωτερικότητας», επεξεργάζεται τον χώρο στον υπολογιστή και τον διαμορφώνει παραλλάσσοντας το θέμα της αέναα μεταμορφούμενης, ήπιας καμπυλότητας των πλευρικών τοίχων: ο σχεδιασμός αυτός ευνοεί άλλωστε τη δημιουργία μικρότερων εκθεσιακών χώρων στα κατά μήκος περισσεύματα του «σκάφους», ενώ το κεντρικό σπονδυλωτό, «ιχθυόμορφο» κήτος χαρακτηρίζεται από τη διαδοχή μιας σειράς από κυματιστές λευκές πλατφόρμες-γόνδολες που παραλλάσσουν και αυτές το βασικό πλαστικό θέμα και αποτελούν το υπόβαθρο για την παρουσίαση των ευρηματικών προπλασμάτων. Πρόκειται για 200 μακέτες 170 αρχιτεκτονικών γραφείων από όλον τον κόσμο: καμπύλες επιφάνειες, διαφανείς μεμβράνες, συνεχή αναπτύγματα, επάλληλες διαθλάσεις, γεωμορφικές μεταλλάξεις, ψηφιακές στερεομετρίες, διάτρητα κελύφη, αιωρούμενοι όγκοι, ζωομορφικά περιβάλλοντα, πολύχρωμοι άυλοι χώροι, πρωτοφανή υλικά και – εφικτές – κατασκευαστικές μέθοδοι συνθέτουν το πανόραμα αυτής της θεαματικής προσέγγισης. Ο νόμος της βαρύτητας έχει ανασταλεί, η ευθεία γραμμή έχει καταργηθεί.


* H ριζική μεταμόρφωση


Ο Kurt Forster, εφετινός διευθυντής της Μπιενάλε αρχιτεκτονικής, είναι ένας εκλεπτυσμένος ελβετός ιστορικός και θεωρητικός με πολλαπλά ενδιαφέροντα και ακαδημαϊκές δραστηριότητες σε διάσημα ευρωπαϊκά και αμερικανικά ερευνητικά κέντρα, ενώ υπογράφει μελέτες που εκτείνονται από την ιταλική Αναγέννηση ως τον Frank Gehry. Και αυτό φαίνεται μετά τη σειρά των τελευταίων Μπιενάλε που είχαν αναλάβει αναγνωρισμένοι κατά τα άλλα αρχιτέκτονες ή κριτικοί (όπως η απατηλά «ηθική» έκδοση του Fuksas το 2000 και η «τυπολογική» του Sudjic το 2002). Φαίνεται κυρίως στον τρόπο με τον οποίο ο Forster υποστηρίζει την άποψή του και στις διαστάσεις που προσδίδει στην επιδέξια και ελκυστική ερμηνεία του για τα σύγχρονα αρχιτεκτονικά τεκταινόμενα. Ο Ελβετός επισημαίνει ως κυρίαρχη σήμερα την έννοια της ριζικής «μεταμόρφωσης» όχι μόνο του ανθρώπινου αλλά και του αρχιτεκτονικού είδους (με δαρβινικούς όρους), που οφείλεται τόσο σε μια νέα θεωρητική και σχεδιαστική προσέγγιση όσο και στις νέες κατασκευαστικές τεχνολογίες, και διαμορφώνει την εκθεσιακή του στρατηγική κλίνοντας τη σύγχρονη «metamorph» σε όλες τις δυνατές πτώσεις, αντίστοιχες σε επί μέρους θεματικές ομαδοποιήσεις όπως οι «μετατροπές», η «τοπογραφία», οι «επιφάνειες», η «ατμόσφαιρα», οι «υπερ-μελέτες» και άλλες.


Στον άλλο βασικό εκθεσιακό χώρο, στο περίπτερο της Ιταλίας, ο Forster καλεί στην πρόσληψη της ήδη πραγματοποιημένης εμπειρίας με τις «αίθουσες συναυλιών», τα φωτογραφικά «επεισόδια» (ο ερμηνευτικός ρόλος της αρχιτεκτονικής φωτογραφίας αναδεικνύεται εφέτος με ιδιαίτερη έμφαση), τις «ειδήσεις από το εσωτερικό» της ιταλικής αρχιτεκτονικής, τα αφιερώματα στον Ivan Leonidov και στον εξαίσιο Ουρουγουανό Eladio Dieste και τα χωρικά «επεισόδια», πολλά από τα οποία είναι σκοπίμως σχεδιασμένα για την έκθεση από αρχιτέκτονες όπως ο Ρ. Eisenman, o Μ. Scolari, o J. Ν. Baldeweg, o Ron Arad και o Β. van Berkel. Ο Forster ταυτόχρονα δεν αγνοεί ότι κάθε καλή έκθεση είναι και ένα καλοσχεδιασμένο θέαμα, ενώ το επικοινωνιακό του αισθητήριο γίνεται εγκαίρως αντιληπτό όταν ήδη στα εγκαίνια της έκθεσης προσκαλεί τον Peter Greenaway για μια ομιλία πάνω στην αρχιτεκτονική.


* Επίδειξη υψηλής μόδας


Είναι προφανές ότι αυτό που απασχολεί τον ελβετό διευθυντή είναι το αρχιτεκτονικό γεγονός καθαυτό, το σημερινό επίπεδο του σχεδιαστικού πειραματισμού: η συζήτηση γίνεται εντός των τειχών και, αν μη τι άλλο, αποφεύγονται υποκριτικοί ψευδοπροβληματισμοί για το μέλλον του κόσμου ή τις τύχες των αστικών περιφερειών. Πρόκειται για μια έκθεση της πλούσιας, τεχνολογικής Δύσης, ένα είδος επίδειξης υψηλής μόδας ή αγώνα της Φόρμουλα 1. Ο ίδιος ο Forster σημειώνει σχετικά ότι «η Μπιενάλε κατηγορείται κάθε τόσο ότι αναζητά τη μόδα, ότι υποτιμά τα κανονικά κτίρια και ότι αγνοεί τις κοινωνικές ανάγκες. Δεν αρνείται κανείς τα παραπάνω ούτε το ότι είναι αδύνατος πλέον ο διαχωρισμός της αρχιτεκτονικής από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Είναι εν τούτοις αναμφίβολο ότι μια κατασκευή δεν μετατρέπεται σε αρχιτεκτονική μόνο επειδή είναι θεραπευτική, λαϊκή ή σωτήρια. Επειδή ακριβώς υπάρχουν παντού, τα κτίρια θα πρέπει να μας δώσουν κάτι περισσότερο από την απλή ικανοποίηση μιας άμεσης ανάγκης». H σημασία άλλωστε του πειραματισμού, ακόμη και της αρχιτεκτονικής ουτοπίας, αναγνωρίστηκε συχνά ως προφητική πολλά χρόνια μετά τη διατύπωσή της: αρκεί το παράδειγμα του αυστριακού αρχιτέκτονα και γλύπτη Frederick Kiesler, ενός από τους πνευματικούς πατέρες αυτής της Μπιενάλε μαζί με διανοητές όπως ο Massimo Bontempelli αλλά και ο Ιάννης Ξενάκης, για το ανεπανάληπτο περίπτερο της Φίλιπς του 1958.


Ο Forster εν τούτοις επιδιώκει την προσέγγιση του θέματος της μεταμόρφωσης από μια ιστορική οπτική διακρίνοντας ως σημείο τομής τη «μεταμοντέρνα» Μπιενάλε του 1980 καθώς και τέσσερις πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου: τον Α. Rossi, τον J. Stirling, τον F. Gehry και τον Ρ. Eisenman. Θεωρεί ότι ο ιστορικός κύκλος των δύο πρώτων ολοκληρώθηκε, όχι μόνο με τον θάνατό τους (αποτίμηση που μπορούμε να συγχωρήσουμε μόνο ως εκθεσιακό κριτικό τέχνασμα), ενώ ο ριζοσπαστικός πειραματισμός των δύο Αμερικανών δικαιώθηκε πανηγυρικά. Πράγματι θα μπορούσαμε να πούμε ότι το 2004 αποτελεί την «ιταλική αποθέωση» του νεοϋορκέζου πρωταγωνιστή της αποδόμησης, κατ’ αρχήν με την εγκατάσταση του Eisenman στο Μουσείο Castelvecchio του Carlo Scarpa στη Βερόνα, αφετέρου με το κυριότερο βραβείο με το οποίο τον τίμησε η εφετινή Μπιενάλε, τον Χρυσό Λέοντα για τη συνολική του σταδιοδρομία.


Αν εξαιρέσουμε προσωπικότητες όπως ο Rem Koolhaas, ο οποίος απουσίασε από την έκθεση πανηγυρικά, πλην οικειοθελώς, η δεύτερη μορφή που αναδεικνύεται σε αυτή τη Μόστρα είναι του Frank Gehry. Ο διάσημος αμερικανός αρχιτέκτονας, γνωστός στο ευρύτερο κοινό για το Μουσείο Γκούγκενχαϊμ στο Μπιλμπάο, προβάλλεται κυρίως για την αίθουσα συναυλιών Γουόλτ Ντίσνεϊ στο Λος Αντζελες, που ο Forster αποκαλεί summa summarum της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Αυτό δεν είναι τυχαίο: ο Gehry αποτελεί έναν από τους αρχιερείς διεθνώς της σχεδιαστικής προσέγγισης που αναδεικνύεται εφέτος στην Μπιενάλε της Βενετίας, αφετέρου το συγκρότημα στην πρωτεύουσα της Καλιφόρνιας είναι ένα μουσικό κέντρο. Ο διευθυντής της Μπιενάλε αναφέρεται με ιδιαίτερο πάθος στο θέμα της αίθουσας συναυλιών γιατί η σχέση ήχου και χώρου είναι μια σχέση σε αέναη εξέλιξη και με μεγάλο βαθμό αυτοσχεδιασμού και απροσδιοριστίας, μια οσμωτική σχέση που μπορεί να καταλήγει σε μια μοναδική, απόλυτη εμπειρία. Με εξαιρετικά κολακευτικές εισαγωγικές αναφορές στη Φιλαρμονική του Hans Scharoun στο Βερολίνο, η έκθεση φιλοξενεί ένα εξαιρετικό τμήμα με μια συλλογή περίπου 40 σύγχρονων αιθουσών συναυλιών ανά τον κόσμο.


* Το βραβείο και η εξιλέωση


Τα εθνικά περίπτερα; Εδώ η προσέγγιση υπήρξε όπως πάντα ετερόκλητη και όπως συνήθως το ενδιαφέρον – και από την άποψη του εκθεσιακού σχεδιασμού – διεκδικούσαν τα περίπτερα των μεγαλύτερων χωρών (ιδιαιτέρως της Αγγλίας, της Ισπανίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών). Το βραβείο πάντως του καλύτερου περιπτέρου δόθηκε στο Βέλγιο, που πρότεινε μια πολύ δυνατή, προκλητική εκθεσιακή ιδέα με τίτλο «Κινσάσα, η φανταστική πόλη», καθώς και την άποψη ότι «οι παραδοσιακές προσεγγίσεις και αρχιτεκτονικές τυπολογίες δεν αποτελούν πάντα την καλύτερη λύση για τις μεγάλες προκλήσεις του κόσμου». Μήπως το βραβείο απέβλεπε σε ένα είδος εξιλέωσης της ευημερούσας Δύσης ως προς τις υποχρεώσεις της απέναντι στον παγκόσμιο Νότο; H διάκριση αυτή απέδειξε πάντως ότι μια εναλλακτική προσέγγιση στο πλαίσιο της Μπιενάλε είναι πάντα εφικτή, όταν αποτελεί ολοκληρωμένη έκφραση μιας ευρηματικής ιδέας, εκθεσιακά αναγνωρίσιμη και επικοινωνιακά αποτελεσματική.


Στο ελληνικό περίπτερο με τίτλο «Παραδείγματα» και υπευθύνους τους A. Αντονά, Z. Ξαγοράρη, X. Χάρη και Φ. Ωραιόπουλο φιλοξενήθηκαν στοιχεία μιας σειράς από καλοκαιρινά φοιτητικά εργαστήρια που επιδίωκαν την ανίχνευση «του νοηματικού μηχανισμού που αναδεικνύει το εν γένει καθολικό τεσσάρων τόπων» (βλ. τον κατάλογο της ελληνικής συμμετοχής). Στο ειδικό τμήμα της Μπιενάλε με τίτλο «Πόλεις του νερού» το ΥΠΕΧΩΔΕ προχώρησε σε μια εύλογη αλλά μάλλον συνοπτική παρουσίαση των ολυμπιακών έργων σε επαφή με το θαλάσσιο μέτωπο του Φαλήρου και του Αγίου Κοσμά. Βραβεία για το τμήμα αυτό της έκθεσης (για τη σχέση, δηλαδή, του δομημένου περιβάλλοντος με το υγρό στοιχείο κάθε μορφής) απέσπασαν μεταξύ άλλων οι πόλεις της Σεούλ και του Μπιλμπάο, καθώς και το Μπουένος Αϊρες, «για την ικανότητα οργανικής σύνδεσης του αστικού ιστού με το ανάπτυγμα του Ρίο ντε λα Πλάτα». Αν ο σχεδιασμός για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας δεν μπόρεσε να αποτελέσει αφορμή για μια διεθνή διάκριση, δύσκολα η ευκαιρία αυτή θα δοθεί στο μέλλον.


* Σχεδιαστικός πειραματισμός


Αν η αρχιτεκτονική δεν έχει ακόμη αλλάξει τελείως, έχουν σίγουρα αλλάξει οι όροι του σχεδιαστικού πειραματισμού, που δείχνει κάποτε να διεκδικεί έναν προμηθεϊκό ρόλο υπερεξουσίας στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνιών, βασισμένο στις δυνατότητες των υπολογιστών και των κατακτήσεων της τεχνολογίας. Και αυτό είναι ένα ζήτημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει, ανάλογα ας πούμε με την επί ξυρού ακμής πορεία σήμερα της γενετικής ή της μοριακής βιολογίας. H Μπιενάλε μπορεί άλλωστε να προβάλει τις φαντασιώσεις, κάποτε τις νευρώσεις των αρχιτεκτόνων (βλ. για παράδειγμα το περίπτερο της Ιαπωνίας). Από την άλλη μεριά, βέβαια, το ζήτημα δεν είναι ότι αυτή η πειραματική αρχιτεκτονική μπορεί να είναι η αρχιτεκτονική του μέλλοντος αλλά ότι η αρχιτεκτονική του μέλλοντος μπορεί να μην είναι η σημερινή πειραματική αρχιτεκτονική. H μυθολογία του «νέου» κυριάρχησε άλλωστε στα μανιφέστα των πρωτοποριών του 20ού αιώνα: σε μια πρόσφατη έκθεση αρχιτεκτονικής στο Λονδίνο οι πειραματικές μελέτες της δεκαετίας του ’60 παρουσιάστηκαν με τον ειρωνικό τίτλο «Αυτό ήταν το μέλλον». Ψυχραιμία λοιπόν.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.