Τα αποτελέσματα των εισαγωγικών για το πανεπιστήμιο έχουν για την ελληνική κοινωνία διαστάσεις Δευτέρας Παρουσίας· μιας ώρας της κρίσεως για τα παιδιά, που ευτυχώς δεν έχει την πληκτική τελικότητα της μεταφυσικής: όλοι μπορούν να ξαναπροσπαθήσουν, τα φροντιστήρια και η τσέπη των γονιών να ‘ναι καλά. Με μόνο σίγουρα ωφελημένο τα φροντιστήρια. Τόση είναι η πεποίθηση ότι οι ανώτατες σπουδές θα εξασφαλίσουν τον περιπόθητο καλό μισθό ώστε τα πιο εργατικά, συστηματικά, μεθοδικά παιδιά, δηλαδή εκείνα που μπορούν να πειθαρχηθούν ή να αυτοπειθαρχηθούν ως προσωπικότητες σε βαθμό πέραν του συνήθους, επιλέγουν μονοκούκι τις σχολές με τον εξασφαλισμένο επιούσιο. Πολυτεχνείο (χαρακτηριστικά εφέτος πρώτες σε προτίμηση οι αρχιτεκτονικές, σημάδι ότι κανείς, ούτε τα πιο εργατικά παιδιά μας, δεν είναι άτρωτος στην τηλεοπτική μυθοποίηση του Καλατράβα και των ιλιγγιωδών αμοιβών του), ιατρικές, και μάλιστα με προβάδισμα των στρατιωτικών ιατρικών, όπου τα οικονομικά πλεονεκτήματα είναι ακόμη πιο χειροπιαστά, και τέλος παιδαγωγικές. Αυτές οι τελευταίες λίαν συντόμως θα ακολουθήσουν τις ομόλογές τους «καθηγητικές» στο βάραθρο, όταν κορεστεί η λεγομένη «αγορά εργασίας» νηπιαγωγών και δασκάλων.


Το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο οποίο δουλεύω, είναι χαρακτηριστικό της εντεινόμενης απαξίωσης των ανθρωπιστικών σπουδών στη συνείδηση των παιδιών μας. Διαθέτει ένα τουλάχιστον ευπρόσωπο επίπεδο υπηρεσιών σε όλη την κλίμακα της ακαδημαϊκής διδασκαλίας και έρευνας. H πρόσβαση σε αυτό κάθε χρόνο γίνεται ευχερέστερη, με αποτέλεσμα να έχει κανείς την αίσθηση ότι, ενώ η πραμάτεια του δεν είναι για ξεπούλημα, της γίνονται διαρκώς εκπτώσεις ερήμην του. Πριν από λίγα χρόνια χρειαζόταν ένας μέσος όρος 17 για τον τελευταίο εισαγόμενο. Πέρυσι το 13,6 ήταν αρκετό και εφέτος προσγειωθήκαμε στο 13.


* Πληθωριστικό χρήμα


Δεν χρειάζεται να είσαι μάντης για να προβλέψεις ότι σε λίγα χρόνια θα εισάγονται στη Φιλοσοφική Σχολή μαθητές με βαθμολογία που στο λύκειο δεν θα τους επέτρεπε καν να προαχθούν. Θα μπορούσαμε φυσικά να προσαρμόσουμε τη διδασκαλία στο να μάθουμε π.χ. στα παιδιά αυτά ορθογραφία (εδώ και τρεις «φουρνιές» τα ανορθόγραφα γραπτά είναι περισσότερα από τα άλλα και τα βαρέως ανορθόγραφα όχι πλέον ασυνήθιστα) αλλά τότε δεν θα έμενε χρόνος για την κατάρτισή τους στην επιστήμη που υποτίθεται ότι το τμήμα υπηρετεί και προάγει. Ούτε έχει κανείς το δικαίωμα, όπως είναι τα πράγματα, να ζητήσει πιο αποτελεσματική διδασκαλία της γραμματικής στη μέση εκπαίδευση. Αλλωστε οι ορθογράφοι δεν λείπουν από το λύκειο· απλώς τώρα προτιμούν το Πολυτεχνείο, την Ιατρική και τη Νομική και γι’ αυτό τους έχασαν οι σχολές των ανθρωπιστικών επιστημών. Ετσι για τα πανεπιστημιακά τμήματα που καταρτίζουν τους αυριανούς εκπαιδευτικούς της μέσης μένουν οι ανορθόγραφοι σήμερα και οι σχεδόν αγράμματοι αύριο. Τι κάνει κανείς απέναντι σε αυτή την ωμή πραγματικότητα;


Αν έχεις μια κοινωνία στην οποία οι τρεις στους δέκα μαγειρεύουν με ηλεκτρικό ρεύμα και οι υπόλοιποι με γκαζιέρα και θέλεις να αντιστρέψεις αυτή τη σχέση, φροντίζεις να ανεβεί η αγοραστική ικανότητα των υπολοίπων δημιουργώντας ή αξιοποιώντας υποδομές, αυξάνοντας την παραγωγική δυνατότητα, εξασφαλίζοντας περισσότερες θέσεις εργασίας και βρίσκοντας αγορές πέραν της τοπικής σου ως εισοδηματικούς αιμοδότες. Λίγα από αυτά έγιναν στην Ελλάδα και εκείνα λειψά, αλλά κάτι τα δανεικά, κάτι τα ευρωπαϊκά κονδύλια, κάτι οι άδηλοι πόροι, νομίζω ότι μπορούμε να θεωρούμε την αντιστροφή πραγματοποιημένη. Εκείνο που πάντως δεν έκανε καμία κυβέρνηση προκειμένου να αποκτήσουν τα περισσότερα νοικοκυριά ηλεκτρικές συσκευές ήταν να εκδώσει περισσότερα χαρτονομίσματα και να τα μοιράσει. Αν το έκανε, θα γινόταν αμέσως αντιληπτό ότι το πληθωριστικό χρήμα είναι άχρηστο.


* Ανύπαρκτες υποδομές


Στην παιδεία όμως τα πράγματα δεν γίνονται τόσο γρήγορα αντιληπτά. Και εκεί η αναλογία πτυχιούχων προς μη πτυχιούχους και η αντιστροφή της είχαν παρόμοια σχέση μεγέθους. Από τους τρεις που πήγαιναν στο πανεπιστήμιο τώρα πηγαίνουν οι επτά στους δέκα. Πώς κατορθώθηκε αυτό; Διογκώνοντας σε αφόρητο βαθμό τον αριθμό των εισακτέων στα υπάρχοντα τμήματα και ιδρύοντας νέα χωρίς υποδομές. Με τον απλό αυτόν τρόπο ανταποκρίθηκαν οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης στη δημόσια προσδοκία των ανωτάτων σπουδών. Τηρουμένων των αναλογιών, αυτό ισοδυναμεί με την έκδοση χρήματος χωρίς αντίκρισμα. Ετσι σήμερα εισάγονται στο πανεπιστήμιο παιδιά με επιδόσεις που δεν θα τους αρκούσαν για να περάσουν τις τάξεις στο γυμνάσιο. Ετσι όμως δεν μεριμνάς για την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου, δεν υπηρετείς την εξειδίκευση, δεν ενισχύεις την ανταγωνιστικότητα του νέου σου εργασιακού δυναμικού. Αντίθετα, το εξαπατάς στην πράξη παρέχοντας ένα τυπικό πλαίσιο το οποίο έχεις αποστερήσει από κάθε ουσιαστική δυνατότητα να κάνει αποδοτική τη δουλειά του. Την κάνει στοιχειωδώς και κάθε χρόνο στοιχειωδέστερα. Δεν αποκτάς φοιτητές βαφτίζοντας έτσι τους αποφοίτους που έγραψαν για δύο και για πέντε σε όλα τα μαθήματα όπου εξετάστηκαν.


* Αδειο πουκάμισο


Ασφαλώς δεν φταίνε τα ίδια τα παιδιά: εκείνα που «σκοτώνονται» με οκτάωρα και δεκάωρα ημερησίως, θα πετύχαιναν την εισαγωγή τους με κάθε κριτήριο· την εισαγωγή τους όμως σε ένα πανεπιστήμιο ξεχειλωμένο πέρα από τα όριά του, επειδή, ταυτόχρονα, η πολιτεία στιβάζει όλο και περισσότερα παιδιά που «περνάνε» με γενική βαθμολογία κάτω από τη βάση. Αυτά όμως τα παιδιά μπαίνουν στο πανεπιστήμιο «με τις κλωτσιές» του οικογενειακού και κοινωνικού περίγυρου. Κατά πάσα πιθανότητα ποτέ δεν θα ασκήσουν το επάγγελμα για το οποίο υποτίθεται ότι τα προετοιμάζουν οι σπουδές τους, όχι γιατί τους λείπουν οι αντιληπτικές δυνατότητες αλλά επειδή προφανώς δεν έχουν το παραμικρό ενδιαφέρον γι’ αυτές. Θα έχουν βεβαίως την ικανοποίηση ότι έκαναν αυτό που πιεστικά τους έσπρωξε η κοινωνία να κάνουν: πέρασαν στο πανεπιστήμιο, έγιναν φοιτητές. Νομίζω όμως ότι είναι πολύ σκληρό να αντιληφθούν στο πετσί τους αργότερα ότι το πουκάμισο των πανεπιστημιακών σπουδών με αυτούς τους όρους ήταν άδειο, να διαπιστώσουν στην πράξη τη ματαιότητα των ψευδαισθήσεων που τους καλλιεργούμε όσο παραμένουμε εγκλωβισμένοι στα αδιέξοδά μας. Αν θέλουμε πανεπιστημιακές σπουδές για τους επτά στους δέκα υποψηφίους μας, πρέπει να πάψουμε να μοιράζουμε φοιτητοχάρτια, να σκεφθούμε σοβαρά τις δυνατότητες και τις αντοχές μας. Αυτές που έχουμε και εκείνες που είναι επείγον να δημιουργήσουμε.


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.