H φετινή κάμψη του τουριστικού ρεύματος, η οποία μάλλον θα συνεχισθεί και κατά τα επόμενα χρόνια, οφείλεται σε ένα σύμπλεγμα αιτιών, τόσο εξωτερικών (που συνδέονται με τις επιλογές και τον ανταγωνισμό των μονάδων της «τουριστικής βιομηχανίας» στη Δυτική Ευρώπη) όσο και εσωτερικών, που προκύπτουν από τη συναφή υποδομή της χώρας. H συζυγία αυτή των αιτιών παρακάμπτει τη συνωμοτική αντίληψη της ιστορίας («για όλα φταίνε οι ξένοι») και θέτει ενώπιον των ευθυνών τους όσους εμπλέκονται, από τον αρμόδιο κυβερνητικό παράγοντα ως το τελευταίο γκαρσόνι, σ’ αυτή τη σύνθετη διεργασία.


Προφανώς η τουριστική ανάπτυξη και η συναφής πολιτική μιας χώρας, που εξαρτά σε μεγάλο βαθμό την οικονομία της απ’ αυτήν, έχει πολλές παραμέτρους. Ισως να μην ενδιαφέρει, όπως παλαιότερα, η διαπίστωση του Κωνσταντίνου Αμαντου, έναν χρόνο μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, ότι «ευτυχώς τελευταίον και το υπουργείον Τουρισμού» πρόσεξε το ζήτημα του χορού και «ίσως με τον καιρόν» «διαλεχθούν μερικοί χοροί διά να γίνουν απαραίτητοι εθνικοί χοροί, χαρακτηριστικοί της Νέας Ελλάδος».


Ας δούμε από κοντά μια καίρια «εσωτερική» πτυχή του ζητήματος, την οποία δεν βλέπω να αντιμετωπίζει δραστικά ο υπουργός Τουρισμού και επομένως δεν αναμένουμε να εντειχίσει, κατά τη γνώριμη δημαρχιακή του συνήθεια, μαρμάρινη πλάκα με τ’ όνομά του φαρδιά πλατιά. Σε όλους σχεδόν τους σφριγηλούς τουριστικούς «προορισμούς» εδραιώθηκε, από τη δεκαετία του 1980, μια δισυπόστατη ανάπτυξη: από τη μια πλευρά οι μεγάλες και οι μεσαίες ξενοδοχειακές μονάδες και από την άλλη δίπλα σ’ αυτές, «mini-markets», ταβέρνες, εστιατόρια, καφετέριες, στέκια ενοικιαζόμενων διτρόχων κτλ. Και έτσι μαζί με τους μεγαλοξενοδόχους είχαν ένα καλό εισόδημα αρκετοί άλλοι, στην πλειονότητά τους ντόπιοι.


Εδώ και λίγα χρόνια, με κολλητική-αυξητική τάση, οι μεσαίες μονάδες μετατρέπονται σε «all inclusive», για να τα έχουν «όλα μέσα» οι παραθεριστές με το βραχιόλι στο χέρι, αρκετά φθηνότερα, με αποτέλεσμα σπανίως να ξεπορτίζουν, εφόσον και οι εκδρομές τους ακόμη είναι «προκάτ». Οι μεγάλες μονάδες φροντίζουν επίσης για το «πακέτο» με ημιδιατροφή, αλλά και με τη δυνατότητα να τα βρίσκουν όλα σε καλές τιμές οι πελάτες τους. Οι μεσαίες λοιπόν μονάδες συγκρατούν τα κέρδη τους και στις μεγάλες οι κλίνες αυξάνονται ετησίως.


Τούτο με απλά λόγια σημαίνει ότι οι «μικροί» φυτοζωούν, με ορατό κίνδυνο οι οικογενειακές τους μικροεπιχειρήσεις να κλείσουν, αν μάλιστα προστεθεί η χειροτέρευση των ατμοπλοϊκών συγκοινωνιών (που φέρνουν «αδέσποτους» τουρίστες) και ο πέλεκυς της Εφορίας και των ασφαλιστικών ταμείων, σε αντίθεση με το δίκτυο των προνομίων που προέβλεπαν οι «αναπτυξιακοί νόμοι» για τους μεγάλους.


Ποια θα ήταν η λύση; Σε συνθήκες αύξουσας ανταγωνιστικής οικονομίας δεν προσδοκά κανείς μια γενναία ρύθμιση «εκ των άνω», παρά τον προεκλογικό «λαϊκιστικό» πέπλο, που σκέπασε και συνεχίζει – με την ανοχή μερίδων της αντιπολίτευσης – να σκεπάζει πολλά θέματα. Και αφού δεν υπάρχει αποτρεπτική κοινοτική οδηγία θα μπορούσαν, ανά περιφέρεια, να τεθούν κανόνες στο παιχνίδι των σχέσεων «μικρών» και «μεσαίων»-«μεγάλων», που να μην ενθαρρύνουν τη γενίκευση της πρακτικής των «όλα μέσα». Για παράδειγμα, να επιτρέπεται μόνο σε μονάδες μακριά από τις κατοικημένες περιοχές, να θεσπιστούν φορολογικά αντικίνητρα και να ευνοείται το «μεικτό» σύστημα διάθεσης των κλινών. Ισως έτσι να σπάσει ο φαύλος κύκλος που έχει τον εύκολο πλουτισμό άλλοτε ως αιτία και άλλοτε ως αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής.


Ας πιάσουμε τα πράγματα από τη ρίζα. Αναπαράγονται διαρκώς οι μορφές τουρισμού που είχαν εδραιωθεί στη χώρα μας κατά τις τελευταίες δεκαετίες με τη σύμπραξη ή την ανοχή των κρατικών θεσμών. Ωστόσο – και τούτο θα ήταν ευκταίο και για τα περισσότερα μέρη αθρόας υποδοχής τουριστών – ευνοούνται κιόλας διεργασίες αναδιάρθρωσης και εξειδίκευσης των προσφερομένων υπηρεσιών, που ωθούν σε σχήματα εκπαιδευτικού, συνεδριακού, θεραπευτικού, αθλητικού, οικολογικού και χειμερινού τουρισμού, με έμφαση κάποτε σε πρωτοβουλίες οικοτουρισμού. Σε μια τέτοια κίνηση θα εντάσσονται οργανικά κανόνες συλλογικής ευρυθμίας, που θα καλύπτουν σημερινές μορφές ενδιαφερόντων και αναγκών. Για παράδειγμα, το δικαίωμα προστασίας από την αδέσποτη ηχορρύπανση, από το πληθωρικό κιτς και ό,τι προσβάλλει τη στοιχειώδη καλλιτεχνική ευαισθησία, για να μην αναφερθώ σε μορφές αναψυχής και διασκέδασης που τυποποιούν τη χαμηλότερη βαθμίδα αισθητικής συγκίνησης και προσφέρονται ως ομοιογενή προϊόντα «μαζικής» κατανάλωσης.


Εκτός από τον τρόπο με τον οποίο οργανώνουμε, ως τόπος υποδοχής και φιλοξενίας, τον υπό διάθεση χρόνο των παραθεριστών, εννοείται ότι προηγείται ή έπεται ο αντίστοιχος χρόνος – αυτό το άλλο εξάμηνο – ημών των ιδίων. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να ενθαρρύνεται και ολοένα να εμπεδώνεται η αντιστροφή των όρων: μια μαθητεία στο «ταξιδεύειν» μάς ανήκει και σημαίνει τη δυνατότητα να διπλασιάζεις τον κόσμο· πέρα απ’ αυτόν που σε καθηλώνει στις ανάγκες και τους καταναγκασμούς του επιούσιου, διανοίγεται ένας άλλος που μπορεί να φέρει και τη σφραγίδα σου ή – έστω – την αγρύπνια σου. Είναι βέβαια αντιληπτή η πολυσχιδής σήμερα εκμετάλλευση του «ελεύθερου χρόνου» στους κόλπους μιας «μαζικής κουλτούρας» που εμπορευματοποιεί ό,τι θα μπορούσε να αποτελεί αξία χρήσης και, επομένως, το μετατρέπει σε ανταλλακτική αξία. H απόκρουση αυτής της πρακτικής συναρτάται με τα στοιχεία μιας νέας ευαισθησίας, που συνάγεται από νεοπαγείς μορφές συλλογικότητας μέσα σε «στέκια» αναψυχής τα οποία θα τείνουν να καταστούν εστίες πολιτικής παιδείας και κοινωνικών αντισωμάτων.


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.