ΔΕΝ υπάρχει μόνο η ειρωνεία της Ιστορίας. Υπάρχει και η ειρωνεία της ιστορίας των λέξεων: Μερικές εκτινάζονται κάποια στιγμή, γίνονται διάσημες (ή διαβόητες), προκαλούν σάλο μέγα… έπειτα ξεχνιούνται για καιρό – και, κάποια μέρα, ξαναφυτρώνουν απρόσμενα. Αλλά, συχνά, γίνεται και μ’ αυτές εκείνο που έλεγε ο Μαρξ για τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα: «Την πρώτη φορά παρουσιάζονται σαν τραγωδία, την άλλη σαν φάρσα»1. Που, όμως, δεν είναι και τόσο φαρσική. Παράδειγμα:


THN πρωτοχρονιά του 1966, μεταδόθηκε διάγγελμα του τότε βασιλιά, που «ευχαριστούσε όσους τον εβοήθησαν (να μαγειρέψει το πραξικόπημά του της 15.7.1965 και την Αποστασία) και εξέφραζε την «αγάπη του για όλους τους Ελληνες», εξαιρώντας, όμως, τους «οργανωμένους εσωτερικούς εχθρούς του έθνους», ήγουν τους κομμουνιστές και τους «συνοδοιπόρους» τους. Και εξηγούσε:


«Ο κομμουνισμός αποτελεί μίασμα γεννηθέν έξω της Ελλάδος και κινούμενον έξωθεν. Ηθική του είναι το ψεύδος και η προδοσία».


Αυτή η λέξη «μίασμα» έβαλε φωτιά στα ήδη υπερθερμασμένα τόπια, διαμαρτυρίες και διαπληκτισμοί ξέσπασαν στη Βουλή και στον Τύπο, η λέξη έγινε σύμβολο της διχαστικής πολιτικής των Ανακτόρων – ώσπου η επιδρομή των άλλων πραξικοπηματιών (των Απριλιανών) υπεξήρεσε πάσαν εξουσία, κατέλυσε Βουλή και Τύπο, και έστειλε σε φυλακές, βασανιστήρια και εξορίες, «μιάσματα» και μη…


KAI να που τώρα, ύστερ’ από 38 χρόνια, η ξεχασμένη λέξη ξεμύτισε πάλι από το πουθενά. Φυσικά, οι διαφορές από τότε είναι τεράστιες: αν η χαρίεσσα αυτή λέξη στάθηκε προανάκρουσμα μιας εθνικής τραγωδίας (της δικτατορίας 1967-74), σήμερα προκαλεί περισσότερο σαρκασμούς παρά ανησυχίες: Οι συνθήκες είναι ολότελα άλλες – ο θρόνος έχει απολακτισθεί, η δημοκρατία μας είναι στέρεα θεμελιωμένη κλπ. – και μιασματολόγος δεν είναι ένας «ελέω Θεού» εστεμμένος αλλά ένας αιρετός νομάρχης. Που, δεν χώρισε τους Ελληνες σε πατριώτες και προδότες, όπως ο Γλυξβούργος, αλλά τους Αλβανούς (μετανάστες και μη) σε εργατικούς φιλοξενούμενους και σε ανθελληνικά «μιάσματα».


Από την τραγωδία, λοιπόν, του 1965-74, στη φάρσα του 2004; Οχι και τόσο φάρσα, ξαναλέω. Γιατί ο νομαρχικός αφορισμός απηχεί μια «ιδεολογία» που ενδημεί στις τάξεις του κυβερνώντος κόμματος και που όχι μόνο δεν καταδικάζεται από την ηγεσία του αλλά, αντίθετα, υπουργοποιείται, νομαρχοποιείται, βουλευτοποιείται, και δέχεται δημοσίως πρωθυπουργικούς εναγκαλισμούς.


ΑΥΤΟΙ οι πυρφόροι του σωβινισμού, του λαϊκισμού, της ξενοφοβίας και ξενηλασίας δεν διστάζουν να διακηρύσσουν πως «η επανάστασις (η δικτατορία) έκανε πολλά καλά στην πατρίδα», πως «όσοι εψήφισαν υπέρ της βασιλευομένης δημοκρατίας είναι το πιο δημοκρατικό και το πιο νομιμόφρον τμήμα του ελληνικού λαού»… Δεν διστάζουν να παίρνουν μέρος στις «γιορτές μίσους» για τον Εμφύλιο – και κατά των παλιών «μιασμάτων», φυσικά. Δεν διστάζουν να συδαυλίζουν την ξενοφοβία αρκετών «μέσων Ελλήνων» με εθνικιστικές και μεγαλοϊδεατικές κορώνες, ιδιαίτερα εναντίον των νυν «μιασμάτων» – που, και αυτά, έρχονται (όπως και τα του 1966) «έξωθεν» και αυτά είναι «μισέλληνες» και «προδότες»2.


Και τα τολμούν όλα αυτά, επειδή ξέρουν άριστα πως δρουν με το αζημίωτο, πως η ηγεσία του κόμματός τους όχι μόνο δεν θα τολμήσει να τους αποκηρύξει αλλά ούτε να τους επιπλήξει καν. Πώς να αψηφήσει τις ψήφους των εθναμυντόρων και καθαρόαιμων Ελλήνων – που είναι, άλλωστε, σαρξ εκ της σαρκός της;


Στο βιβλίο του «H Ελπίδα», με τις εμπειρίες του από τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, ο Αντρέ Μαλρώ γράφει: «Εχω δει τις δημοκρατίες να επεμβαίνουν εναντίον των πάντων, εκτός εναντίον των φασιστών»3. Πού να έβλεπε τις Νέες Δημοκρατίες!


ΤΩΝ κυβερνώντων μας η γενική απραξία (που έγραφα την περ. Κυριακή) συνοδεύεται από την αφασία τους μπρος στους λόγους και τα έργα των πιο αντιδραστικών στελεχών τους. Και είναι αυτονόητο πως, στις περιπτώσεις αυτές ιδιαίτερα, η ανοχή ισοδυναμεί με συνενοχή.


Μπορεί η ηγεσία της N.Δ. να διαλαλεί πως (θέλει να) είναι κυβέρνηση όλων των Ελλήνων και ν’ αναδειχθεί σε κόμμα του «κοινωνικού κέντρου». Ομως, η σιωπή της – δηλαδή, η ευμένειά της – μπρος στις ακροδεξιές εκρήξεις ουκ ολίγων «προβεβλημένων» εκπροσώπων της, και μάλιστα η επιβράβευσή τους με οφφίκια, θυμίζει μάλλον το «ιστορικό» απόφθεγμα του στρατηγού B. Καρδαμάκη, του αρχιτέκτονα «των εκλογών βίας και νοθείας» του 1961:


«Οσον δεξιότερον, τόσον καλύτερον!»


1. H 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη (1852). Μετάφρ. Φ. Φωτίου, Θεμέλιο, 1975, σελ. 15. – 2. Βλ. σχετικά «Τα Νέα», 9.3, 13.3., 7.9 και «Το Βήμα» 11.9. – 3. L’ Espoir, 1937, A,I, III,3.