ΠΟΣΟΙ άραγε θυμούνται το άλλοτε πασίγνωστο παιδικό ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου «Ο παπαγάλος»; Αρχίζει έτσι:


«Σαν έμαθε τη λέξη Καλησπέρα,


ο παπαγάλος, είπε ξαφνικά:


«Είμαι σοφός, γνωρίζω Ελληνικά,


τι κάθομαι δωπέρα;»»


Για να μην πάει, λοιπόν, χαμένη τόση σοφία, ο παπαγάλος βάζει τα καλά του – πράσινη ζακέτα – και, μια και δυο, πάει στο συνέδριο των πουλιών για να τα διαφωτίσει. Παίρνει πόζα σοβαρή, και περισπούδαστα τους λέει «Καλησπέρα». Θαύμασαν οι φτερωτοί σύνεδροι την ανθρωπολαλιά και τη σοφία του, που τόσα θα μπορούσε να τους μάθει. Και του είπαν:


«»-Κυρ-παπαγάλε, θα ‘χουμε την τύχη


ν’ ακούσουμε τι λες και παραπέρα;»


Ο παπαγάλος βήχει, ξεροβήχει…


– μα τι να πει; Ξανάπε: Καλησπέρα!»1


MH προς κακοφανισμόν των ψιττακών, ο παπαγάλος του Παπαντωνίου θυμίζει τους νυν κυβερνώντες μας και τη σοφία τους. Μόνο που, στα 84 χρόνια που πέρασαν, έχει εκσυγχρονιστεί: Οχι μόνο άλλαξε χρώμα η ζακέτα του (αντί πράσινη, γαλάζια – το πράσινο είναι επικίνδυνο χρώμα, την σήμερον ημέραν) αλλά και οι παπαγάλοι της Ρηγίλλης έγιναν ασύγκριτα σοφότεροι: αντί μια και μόνη λέξη, ψιττακίζουν τρεις: «Ολα δικά μας». Και αυτή η αγία λεκτική τριάδα έχει πολύ βαθύτερο και πλατύτερο νόημα απ’ τον τυπικό χαιρετισμό του προγόνου τους. Ηγουν:


«Ολα δικά μας» – δικά μας όλα τα δημόσια έργα που έγιναν τα τελευταία 20 χρόνια και που εμείς οι ίδιοι τα χλευάζαμε σαν «μακέτες» ως την τελευταία στιγμή… Δική μας η επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων – που ήταν εξ ορισμού καταδικασμένοι σε «φιάσκο»… Δική μας η οικονομική και πάσα άλλη ανάπτυξη της χώρας – που εμείς τη στιγματίζαμε σαν «χρεωκοπία»… Δικό μας το διεθνές κύρος που απόκτησε ο τόπος – και που εμείς το αποκαλούσαμε «εθνική μειοδοσία»… Δική μας η εξωτερική πολιτική και οι διεθνείς σχέσεις μας – που εμείς τις ονομάζαμε «εθνική προδοσία»…


«Ολα δικά μας» – δικά μας όλα τα πόστα στη Διοίκηση, στην Παιδεία, στην Υγεία, στις ΔΕΚΟ, στην Ασφάλεια, στις Εφορίες, στις ενορίες, στα περίπτερα, παντού όπου φυτρώνει καρέκλα πληρωμένη απ’ τον δημόσιο κορβανά…


«Ολα δικά μας» – δικά μας όλα τα «παιδιά», που αποτελεί εθνικό χρέος ν’ αρπάξουν τις καρέκλες και το μηνιάτικο (κατά το γαλλικό «Ote-toi que je m’ y mette» – «Σήκω εσύ να κάτσω εγώ»), ώστε ν’ αποζημιωθούν για τα 20 μαρτυρικά χρόνια όπου στερήθηκαν τον νυμφώνα και το φαγοπότι…


KAI μην κοτήσει κανείς να ισχυριστεί πως οι ρηγίλλειοι παπαγάλοι δεν τήρησαν τις προεκλογικές επαγγελίες τους!


Επανίδρυση του κράτους έταξαν. Και επανιδρύουν μανιωδώς το κράτος της Δεξιάς, διακηρύσσοντας (διά στόματος μάλιστα της υπουργού Παιδείας, που αποστολή της είναι η προαγωγή της μόρφωσης και του ήθους των νεοελλήνων) ότι, για τους αποκεφαλισμούς τόσων άξιων στελεχών της Εκπαίδευσης, «δεν πέφτει λόγος σε κανένα» – προφανώς, σύμφωνα με το δόγμα του ρωμαίου νομοδιδασκάλου της αυτοκρατορίας Ουλπιανού, «Ο,τι αρέσει (ή συμφέρει) στον ηγεμόνα, έχει ισχύν νόμου» («Quod principi placuit, legis habet vigorem»). H είσαι ηγεμόνας ή δεν είσαι…


Ανάπτυξη και επενδύσεις έταξαν. Και αναπτύσσουν ακάθεκτες και ντοπαρισμένες τις γαλάζιες λεγεώνες τους για την κατάκτηση του πανελληνίου χώρου και του κρατικού ταμείου, ώστε οι εκλεκτοί των εκλεκτών ν’ αποκτήσουν παχυλές επενδύσεις στα τετραπέρατα της πατρώας γης, γόνιμης ή χέρσης, χερσαίας ή πελαγίσιας. Και καλπάζουν με το εθνικό σύνθημα εκείνου του παλαιού, μεσοπολεμικού πολιτικού, που γαλβάνιζε τους οπαδούς του ωρυόμενος, «Θα τα φά(γ)ωμενν όλα!»


ΠΕΡΑ απ’ αυτή την πυρετώδη πατριωτική δραστηριότητα, η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει μια πάνσοφη διπλή τακτική: απαξία και απραξία – απαξίωση των προκατόχων της, απραξία της ίδιας. Ο,τι έκαναν οι «πριν», ήταν «καταστροφικό» – για να μην καταστραφούμε κι εμείς, δεν κάνουμε τίποτα. Αντί δίκαιη αποτίμηση και αξιοποίηση των πεπραγμένων απ’ τους άλλους, καθολική υποτίμησή τους αλλά και ιδιοποίησή τους ανερυθρίαστη… αντί κυβερνητική δράση, απόδραση και μακάρια αδράνεια… Θα ήταν άραγε μεγάλη αναίδεια να θυμίσουμε στους ευρυμαθείς κυβερνώντες μας, τον λόγο του έξοχου φιλοσόφου-αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου:


«Αδικεί πολλάκις ο μη ποιών τι, ου μόνον ο ποιών τι» («Συχνά αδικεί εκείνος που δεν κάνει κάτι, όχι μόνο αυτός που κάνει»)2


Αλλά πώς επιτρέπεται να μιλάμε για αδικίες, όταν αποτελεί νόμο απαράγραπτο ότι «το κόμμα έχει πάντα δίκιο»;


1. Στη συλλογή Τα Χελιδόνια (1920). Πολλά απ’ τα ποιήματα αυτά έχει μελοποιήσει ο Γ. Λαμπελέτ. 2. Εις εαυτόν, Θ, 5.