Σωστή η απόφαση της Εκκλησίας να ακούγονται οι ευαγγελικές περικοπές και σε μετάφραση. Λανθασμένη – και ανεπίτρεπτη από την παράδοση τής Εκκλησίας – θα ήταν, αντιθέτως, οποιαδήποτε σκέψη να διαβάζονται τα Ιερά Αναγνώσματα μόνο σε μετάφραση. Να μην ακούγεται το κείμενο τού Ευαγγελίου στην πρωτότυπη γλωσσική μορφή του. Και εξίσου αδιανόητη – γιατί θ’ ακουστεί κι αυτό – θα ήταν να τελείται όλη η Θ. Λειτουργία σε μετάφραση, γιατί έτσι θα χανόταν ο τελετουργικός χαρακτήρας που έχει εξ ορισμού το μυστήριο τής Θ. Ευχαριστίας.


Με την προσθήκη τής μετάφρασης στα Ιερά Αναγνώσματα αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά το υπαρκτό πρόβλημα τής ελλιπούς ή αποσπασματικής κατανόησης ή και τής παντελούς για πολλούς εκκλησιαζομένους αδυναμίας να καταλάβουν το περιεχόμενο των λόγων τού Ευαγγελίου. Αυτό συμβαίνει, πρώτον, λόγω αρκετών άγνωστων ή διαφορετικής σημασίας λέξεων και εννοιών τής γλώσσας τού Ευαγγελίου. Πόσοι ξέρουν λ.χ. ότι εγκοπή είναι «το εμπόδιο», ότι πληροφορώ σήμαινε «φέρω εις πέρας», ότι ανάλυση είναι «ο θάνατος», παρεμβολή «το στρατόπεδο», αστείος «ο αρεστός», κοινός «ο ακάθαρτος», αργός «ο ανώφελος» κ.λπ.; Δεύτερον, γιατί η κατά παράδοσιν ψαλτή («υποψαλλομένη») ανάγνωση τού κειμένου (όπως επανειλημμένως έχω επισημάνει στο «Βήμα») εμποδίζει την κατανόηση, αλλοιώνοντας την εκφορά τού λόγου και παραβιάζοντας την απαραίτητη νοηματική ανάγνωση. Ετσι, το να διαβαστεί αργά, καθαρά, νοηματικά – όχι «ψαλτά», ελπίζω – και η μετάφραση μετά το πρωτότυπο κείμενο και ως απλούστερη γλωσσική μορφή και ως επανάληψη (repetitio mater…) διευκολύνει την κατανόηση τού ευαγγελικού κειμένου.


Παράδειγμα. Στις 19 Σεπτεμβρίου θα διαβαστεί απόσπασμα τής προς Γαλάτες επιστολής τού Παύλου (Γαλ. 2, 16-20). Πόσοι, λοιπόν, θα καταλάβουν – και μάλιστα «υποψαλλομένη» – την α’ πρόταση: «Ειδότες δε ότι ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου, εάν μη διά πίστεως Ιησού Χριστού»; Πόσοι γνωρίζουν ή θυμούνται τη σημασία τού ειδότες; Πόσοι θα καταλάβουν ότι το ου δικαιούται εδώ σημαίνει «δεν δικαιώνεται, δεν σώζεται» και όχι «δεν έχει δικαίωμα»; Και πόσοι μπορούν να ξέρουν ότι η φράση εξ έργων νόμου αναφέρεται στον ιουδαϊκό νόμο (τού Μωυσή) που ρύθμιζε τη ζωή τού ιουδαϊκού λαού; Και πόσο εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει τη φράση «παραβάτην εμαυτόν συνίστημι»; Βεβαίως, στο Ευαγγέλιο τής ίδιας Κυριακής (Μάρκ. 8,34-9,1) οι πιστοί δεν θα έχουν δυσκολία να καταλάβουν το μεγαλύτερο τμήμα του κειμένου («όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι…»), όσο κι αν κάποιοι δυσκολευτούν στο αράτω και στο απολέσαι που ακολουθεί. Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι όλοι θα καταλάβουν αμετάφραστα στην πληρότητά τους τα λόγια τού Ιησού «ος γαρ εάν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι…» ή «εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι την βασιλείαν τού Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει».


Μακάρι η παιδεία μας και η επαφή μας με τον αρχαίο λόγο και τη λόγια παράδοση να ήταν τέτοια που να μας επέτρεπε να κατανοούμε εύκολα τα όχι και τόσο δύσκολα γλωσσικώς κείμενα τού Ευαγγελίου. Αλλωστε, η γλώσσα τού Ευαγγελίου, η Αλεξανδρινή Κοινή, έστω κι αν απέχει δύο χιλιάδες χρόνια, δεν είναι παρά η απαρχή τής Νέας Ελληνικής μέσα από την προφορική εξέλιξη τής γλώσσας στο Βυζάντιο.


Συμπέρασμα. Αν βασικός στόχος τού Ευαγγελίου είναι να γίνουν γνωστά και κατανοητά τα λόγια τού Χριστού, τότε η ανάγνωση και μιας καλής μετάφρασης μετά το πρωτότυπο κείμενο υπηρετεί τους σκοπούς και το πνεύμα τού Ευαγγελίου. Λέω «καλής μετάφρασης», ώστε να εξασφαλίζεται και μια ποιότητα κατανόησης τού ευαγγελικού κειμένου και μια ποιότητα γλωσσικής επικοινωνίας με τους πιστούς γενικότερα. Γι’ αυτό ίσως και το πιο δύσκολο κομμάτι τού εγχειρήματος μπορεί να αποδειχθεί η ποιότητα τής μετάφρασης.


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.