Το σκηνικό ήταν καθαρά ελληνικό. Μας ανατέθηκε η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1997 και αφού πέρασαν τέσσερα χρόνια απραξίας, στη συνέχεια ριχτήκαμε με τα μούτρα στη δουλειά και καταφέραμε να ετοιμάσουμε όλες τις εγκαταστάσεις, και μάλιστα με εκπληκτική ποιότητα, παρά τις αμφιβολίες που είχαν διατυπωθεί κατά καιρούς από εγχώριους και διεθνείς παράγοντες. Το ίδιο σκηνικό είχε επαναληφθεί προηγουμένως με την προετοιμασία για την είσοδό μας στην Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση της Ευρώπης (ΟΝΕ). Αφού χάσαμε αρκετές ευκαιρίες και αποκλειστήκαμε κατά τον πρώτο γύρο της ολοκλήρωσης, στη συνέχεια αποφασίσαμε ότι δεν μπορούσαμε να διακινδυνεύσουμε τον αποκλεισμό μας και στρωθήκαμε στη δουλειά και στις θυσίες προκειμένου να επιτύχουμε σε ικανοποιητικό βαθμό τα κριτήρια της συνθήκης του Μάστριχτ και να αποτελέσουμε έτσι το 13ο μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και στις δύο περιπτώσεις το αίσιο τέλος επιτεύχθηκε όχι γιατί μας έλειπαν οι δυνατότητες αλλά γιατί η πολιτική ηγεσία του τόπου είχε παραμελήσει να μας εμφυσήσει το αίσθημα του κατεπείγοντος και του τρομερού κόστους που συνεπαγόταν η αποτυχία. Επομένως, αφού δύο τουλάχιστον φορές την τελευταία δεκαετία αποδείξαμε ότι είμαστε ικανοί για θαύματα, το ερώτημα που μπαίνει είναι ποιο μεγάλο στόχο πρέπει να επιδιώξουμε τα προσεχή χρόνια.


H άποψή μου είναι ότι ο επόμενος μεγάλος στόχος πρέπει να είναι η πραγματική σύγκλιση. Με άλλα λόγια να φτάσουμε στα ίδια επίπεδα υλικής ευημερίας όπου βρίσκονται οι άλλοι ευρωπαίοι πολίτες. Μπορούμε να τον επιτύχουμε, ας πούμε, μέσα σε δέκα χρόνια; Το ζητούμενο αυτό είναι δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο. Αρκεί να καταστρώσουμε και να εφαρμόσουμε με διαδικασίες εξίσου κατεπείγουσες, όπως τα ολυμπιακά έργα, ένα σύνολο οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών, οι οποίες θα επιτρέψουν την απελευθέρωση των δημιουργικών και των καινοτόμων δυνάμεων που κρύβουμε μέσα μας.


Οι πολιτικές που θα είχαν αυτό το αποτέλεσμα απαιτούν δραστική αλλαγή στα κίνητρα βάσει των οποίων τα άτομα ασκούν τις επιλογές τους. Για παράδειγμα, αν ένας πτυχιούχος μηχανικός λαμβάνει τον ίδιο μισθό στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, τότε είναι προφανές ότι θα επιλέξει να εργαστεί στο Δημόσιο γιατί η απασχόληση εκεί συνοδεύεται από μονιμότητα και χαλαρότητα. Επομένως, για να παρακινηθούν τα άτομα να αναλάβουν τους κινδύνους και την αβεβαιότητα που συνεπάγονται οι δραστηριότητες του ιδιωτικού τομέα, οι συνθήκες εργασίας και οι αμοιβές στον στενό και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα πρέπει να αλλάξουν ώστε όσοι επιλέγουν την ασφάλεια του Δημοσίου να γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι δεν θα αμείβονται τόσο καλά όσο οι αντίστοιχοι στον ιδιωτικό τομέα. Δυστυχώς σήμερα ισχύει το αντίθετο. Γι’ αυτό, παρά την επέκταση της πανεπιστημιακής και της ανώτερης τεχνικής εκπαίδευσης τα τελευταία χρόνια, οι επιχειρήσεις διαπιστώνουν συστηματικά ανεπάρκεια διαθέσιμων στελεχών για να επανδρώσουν τις υπηρεσίες τους.


Συμπερασματικά, για να επιτύχουμε την πραγματική σύγκλιση μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, χρειαζόμαστε πολιτικές οι οποίες θα ευνοούν την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και την ανάληψη κινδύνων. Αν υπάρχουν αναγνώστες που αμφιβάλλουν για τη διαπίστωση αυτή, δεν έχουν παρά να αναρωτηθούν γιατί η κραταιά ποντοπόρος ελληνική ναυτιλία καταφέρνει και πρωτοπορεί ανεξάρτητα από την πορεία του οικονομικού κύκλου.


Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.