ΝΕΡΑΪΔΑ του θεάτρου μας στάθηκε η Βάσω Μανωλίδου, η «Βασούλα μας», που, όποιον ρόλο κι αν άγγιζε με τα μαγικά δάχτυλά της, τον τύλιγε με χαρίεν φως, «υγρόν πυρ» και ακαταμάχητη σαγήνη.


Είχα την τύχη να μεταλάβω τα νάματα της τέχνης της, από τα πρώτα της σχεδόν βήματα. Σκαρφαλωμένος στο υπερώο του Εθνικού Θεάτρου, μειράκιον ακόμα, την «ανακάλυψα» στο Φυντανάκι του Παντελή Χορν, να παραδέρνει ανάμεσα στον έρωτα και τη ντροπή, κι ο «πατέρας» της, ο μέγιστος Αιμίλιος Βεάκης, να τη νανουρίζει πεσμένη στα γόνατά του: «Κοιμήσου και σου ράβουνε στη Πόλη τα προικιά σου»… Κι οι εκατοντάδες θεατές να «κλαίμε όλα τα δάκρυα του κορμιού μας» και να θέλουμε να τη νανουρίσουμε στη δική μας αγκαλιά.


Και, λίγο αργότερα, να ερωτοπαίξουμε μαζί της στον Ποπολάρο του Γρ. Ξενόπουλου ή να… αυτοκτονήσουμε για χάρη της στους Φοιτητές του, παραμερίζοντας τον πιο χαρισματικό ζεν-πρεμιέ της ελληνικής σκηνής, τον Νίκο Δενδραμή, που είχε τη «θεία τύχη» να παίζει τους ρόλους «μας»! H κυρία Μανωλίδου είχε γίνει κιόλας η «Βασούλα μας».


Κι ωστόσο, ψυχανεμιζόμαστε πως αυτό «το κορίτσι της πλαϊνής πόρτας», όσο έμενε κοντά άλλο τόσο και γλιστρούσε μακριά μας, πως ήταν τόσο οικεία όσο και άγνωστη, τόσο απλή όσο και περίπλοκη, με την αθωότητα του ρόδου και με του ρόδου τα αγκάθια…


KAI αυτή η διφυΐα άνθισε και κάρπισε λαμπερά, όταν το κορίτσι «μας» άφησε τις ρομέικες φουστίτσες και τις μαθητικές ποδιές και ντύθηκε (απ’ το χέρι του θαυματοποιού Αντώνη Φωκά) τα ρούχα των μεγάλων κλασικών ρόλων – απ’ την Οφηλία ως τη Βιόλα της Δωδέκατης Νύχτας, απ’ την Ιουλιέττα ως τη Ροζαλίντα του Οπως σας αρέσει, απ’ την Κορντέλια του Ληρ ως τη Μαργαρίτα του Φάουστ, απ’ τη Λουίζα Μίλλερ και τη Μαρία Στούαρτ του Σίλλερ ως την ιψενική Νόρα, την τσεχωφική Νίνα του Γλάρου, την Ερωφίλη του Χορτάτζη. H «γειτονοπούλα» μας υψωνόταν στους αστερισμούς της μεγάλης δραματουργίας, ανακάλυπτε και μας αποκάλυπτε τα «πάθη» του νεανικού πάθους, τους τραγικούς σπαραγμούς της θεατρικής ποίησης.


Και το αστροφέγγισμά της συνεχιζόταν στα έργα των νεότερων δραματουργών – του Οστρόβσκι, του Χάουπτμαν, του Μπέρναρντ Σω, του Ανούιγ, του Ζιρωντού (που το φερώνυμο έργο του δάνεισε τον τίτλο σε τούτο το άρθρο), αλλά και σε ελαφρότερα έργα, που τους έδινε λάμψη και ουσία με το περίσσευμά της. Για ν’ αποχαιρετήσει τη σκηνή με τρεις θαυμαστές δημιουργίες: την τραγική Ελλα του ιψενικού Μπόρκμαν, την ιλαροτραγική Αμάντα του Γυάλινου κόσμου, και την επιτομή εκείνη της ανθρώπινης φθοράς, την Ουίννυ στις Ευτυχισμένες μέρες του Μπέκετ. Που ήταν και το τέλος αμέτρητων ευτυχισμένων ημερών για τη Σκηνή μας.


ΟΣΟΙ είχαν την τύχη να ζήσουν εκείνες τις μέρες, βλέποντας τη Βάσω Μανωλίδου σ’ όλους αυτούς τους ρόλους, ίσως ν’ αναρωτήθηκαν τι ήταν εκείνο που την έκανε μοναδική κι απαράμιλλη: η νεανική χάρη της και η ώριμη δραματικότητά της… το αγλάισμα της μορφής της και το κελάρυσμα της φωνής της – που έμεινε τόσο δροσερό όσα χρόνια κι αν πέρασαν -, η τεχνική (που της δίδαξαν στο ξεκίνημά της σπουδαίοι δάσκαλοι, ο Φώτος Πολίτης και ο Δημήτρης Ροντήρης), ο μαγνητισμός που εξέπεμπε μόλις πατούσε στο σανίδι;


Σίγουρα, όλα αυτά μαζί. Αλλά, προπάντων, η αλήθεια της, η παλλόμενη ειλικρίνειά της, η ανεπιτήδευτη ανθρώπινη υπόστασή της. H Βασούλα δεν «έπαιζε», δεν «υποκρινόταν» τους ρόλους της – ήταν το κάθε πρόσωπο, ήταν η κάθε στιγμή, το κάθε αίσθημα του κάθε προσώπου. Κι έτσι, μας έκανε κι εμάς μετόχους στους πόνους και τις ευφροσύνες του, στις δοκιμασίες και τις εξάρσεις του… μας έκανε ανθρώπινους όπως εκείνη, ευαίσθητους όπως εκείνη, επώδυνους όπως εκείνη. Κι αυτό, πιστεύω, είναι το γνώρισμα του μεγάλου ηθοποιού: με τους θησαυρούς των βαθύτερων αισθημάτων του και της βιοτικής πείρας του, σε κάνει να νιώθεις πως αυτός είσαι εσύ και να δονείσαι όπως εκείνος… σου μιλάει τη δική σου κρυφή γλώσσα και, ταυτόχρονα, σου αποκαλύπτει τον ίδιο σου τον εσώτερο εαυτό – και τον κόσμο…


KI ΑΚΟΜΑ: κρηπίδα και βάθρο της προσωπικότητάς της ήταν το ήθος της, καλλιτεχνικό και ανθρώπινο. Συνάδελφοι και φίλοι της, στη σκηνή ή στη συντροφιά (η Βασούλα αντιπαθούσε τις κοσμικότητες) χαίρονταν την απλότητα και την ευγένεια, τη σεμνότητα και την αξιοπρέπειά της, την έλλειψη κάθε ίχνους ναρκισσισμού και έπαρσης, αλλά και το χιούμορ της και την αυτοειρωνεία που χαρακτηρίζουν τους πραγματικά μεγάλους.


ΤΩΡΑ που η Βασούλα μάς αφήνει, θα ήθελα να την κατευοδώσω, παραφράζοντας μιαν αποστροφή του Αμλετ στην Οφηλία:


«Νεράιδα μας, θα σε μνημονεύουμε πάντα στους λογισμούς μας γι’ αυτό που ήσουν και για τ’ αμέτρητα δωρήματα που τόσο απλόχερα μάς πρόσφερες»…